του Γιώργου Κ. Καββαδία
Οι μύθοι του ΥΠΑΙΘ για την αξιολόγηση ως «εσωτερική υπόθεση»
Με μύθους και επικονωνιακά τρικ το ΥΠΑΙΘ μαζί με τους εξωνημένους διαμορφωτές της «κοινής γνώμης» επιδιώκουν να πείσουν ότι είναι «ψευδείς ειδήσεις» οι αναφορές για κατηγοριοποίηση και κατάταξη των σχολείων στο πλαίσιο της αξιολόγησής τους. Στην ίδια κατεύθυνση το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) «διαβεβαιώνει» ότι θα γίνεται μόνο συνοπτική δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των σχολείων με μόνο σκοπό αυτό να συμβάλλει στη διαφάνεια και ενημέρωση του κοινού σχετικά με το έργο των σχολείων. Στις οδηγίες επισημαίνεται ότι στην Εξωτερική Αξιολόγηση των σχολείων η ανάρτηση των Εκθέσεων δε θα περιλαμβάνει αναφορές σε συγκεκριμένα σχολεία, παρά μόνο όταν πρόκειται για τη διάχυση καλών πρακτικών. Τη βαθμολογία του Συμβούλου Εκπαίδευσης θα τη βλέπουν τα σχολεία και ο αρμόδιος Επόπτης Ποιότητας της Εκπαίδευσης.
Ακόμα και οι πιο αφελείς δεν μπορούν να πειστούν ότι η αξιολόγηση -βαθμολόγηση των σχολείων μπορεί να μείνει μόνο “εσωτερική υπόθεση”, αφού θεσμικά δε διασφαλίζεται η μη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα από τα σχολεία που θα βαθμολογούνται με «άριστα 10». Άλλωστε ποια είναι η χρησιμότητα της «μυστικής» βαθμολογίας; Πώς και γιατί δε θα μπορέσουν τα σχολεία που αξιολογούνται με “άριστα 10” να δημοσιοποιήσουν τα δεδομένα της αξιολόγησης – βαθμολόγησής τους;
Αυτό που λέει στην ουσία το ΥΠΑΙΘ θέλοντας να κρύψει την πραγματικότητα είναι ότι τα σχολεία θα κατηγοριοποιούνται, αλλά θα είναι σαν να μην … κατηγοριοποιούνται! Τι σημαίνει αυτό; Ότι τα «καλά» σχολεία θα δημοσιοποιούν τη αξιολόγηση – βαθμολόγηση προς άγραν πελατών και χορηγών, ενώ τα «κακά» σχολεία θα την κρατούν «κρυφή» που θα σηματοδοτεί και την αρνητική αξιολόγηση – βαθμολόγησή τους. Άλλωστε και το ΙΕΠ αναφέρεται στη «συνοπτική δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των σχολείων με μόνο σκοπό αυτό να συμβάλει στη διαφάνεια και ενημέρωση του κοινού σχετικά με το έργο των σχολείων» και τη δημοσιοποίηση για «διάχυση καλών πρακτικών».
Σχολικές επιδόσεις και κατηγοριοποίηση σχολείων
Στο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις», που ψηφίστηκε τον Αύγουστο σημειώνεται, ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της ΣΤ’ Τάξης των δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ΄ Τάξης των γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων/γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών. Σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».
Όπως είναι γνωστό με το ν.4692/2020 έχει ήδη θεσμοθετηθεί η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων και ετοιμάζεται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Το να αποτελέσουν οι βαθμολογίες των μαθητών βασικό «πυλώνα» του νέου «οικοδομήματος» αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, με δραστικό ρόλο των Σχολικών Συμβούλων (οι οποίοι στο νέο νόμο θα «βαφτιστούν» με άλλο όνομα) και της Τράπεζας Θεμάτων, προετοιμάζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Κοντολογίς, η «απόδοση» των μαθητών και τα «μαθησιακά αποτελέσματα» (π.χ. βαθμολογίες, τεστ, συμμετοχή σε εργασίες και προγράμματα, αποτελέσματα εξετάσεων, ροή αποφοιτούντων) θα αποτελέσουν κριτήρια της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας (και θα επηρεάσει την κρατική χρηματοδότησή της στη λογική κόστος – όφελος) και των εκπαιδευτικών. Σε αυτή την κατεύθυνση η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα τα εξής: «Συνεχής αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, οι ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου.»
Οι διαφορετικές επιδόσεις των σχολείων στη βάση μετρήσιμων δεικτών, θα συμβάλουν τάχιστα στην κατηγοριοποίησή τους, τη διαφοροποιημένη χρηματοδότησή τους, αλλά και στο κλείσιμο πολλών εξ αυτών. Η σχεδιαζόμενη «άρση των γεωγραφικών ορίων» και η «ελεύθερη επιλογή σχολείου», δημόσιου και ιδιωτικού, που εισάγεται ως «οδηγία» στα επίσημα κείμενα, θέλει να σπρώξει τα δημόσια σχολεία σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό προς «άγραν πελατών», από την οποία θα συναρτούν τη χρηματοδότηση και τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Αυτή η εκπαιδευτική πολιτική επιδιώκει να διαλύσει τη δημόσια εκπαίδευση, να παραχωρήσει τα πάντα στο κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις, και να μετατρέψει το δημόσιο σχολείο σε επιχείρηση που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με τον διευθυντή – manager, και τους εκπαιδευτικούς – λάστιχο που θα είναι όμηροι της εκάστοτε εξουσίας και της εργαλειοποιημένης αξιολόγησης – χειραγώγησης.
Εκπαιδευτικοί: οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της σχολικής αποτυχίας!
Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους σε προτυποποιημένα τεστ και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο. Κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, αναλυτικά προγράμματα, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός.
«Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού.
Η διεθνής εμπειρία
Γνωρίζουν οι κυβερνώντες και οι επιτελείς τους – αλλά επιμένουν στις ιδεοληψίες τους – ότι η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη και κατεδαφίζει σχολεία. Δεν είναι προσωπική μας άποψη. Η Νταϊάν Ράβιτς, διακεκριμένη Αμερικανίδα καθηγήτρια με ειδίκευση στην εκπαιδευτική πολιτική, εξηγεί γιατί, μετά την εμπειρία της ως υφυπουργός Παιδείας επί Τζορτζ Μπους πατρός, έπαψε να υπερασπίζεται την αξιολόγηση: «Σήμερα δεν πιστεύω πια πως η αξιολόγηση ή η επιλογή σχολείου μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως είχαμε ελπίσει. … Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα αμερικανικά σχολεία…. Η τρέχουσα έμφαση στην αξιολόγηση έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα. … Η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθούμε αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές..»
Για ποια βελτίωση της εκπαίδευσης μιλούν, όταν η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στη λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σε όλες τις χώρες αξιολόγηση και στην πλειονότητα όσων υπάρχει είναι μια γραφειοκρατική διαδικασία που δεν έχει βελτιώσει την εκπαίδευση και η οποία δέχεται πολλές επικρίσεις. Oι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί διαμαρτύρονται ότι οι επιθεωρήσεις και οι φόρμες αξιολόγησης τους δημιουργούν τεράστιο φόρτο εργασίας, η οποία δεν αμείβεται και γίνεται συχνά εις βάρος της προετοιμασίας τους για το σχολείο και του παιδαγωγικού τους έργου. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Tέλος, έχει εμφανισθεί τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο ορισμένα σχολεία να μην εγγράφουν μαθητές χαμηλής επίδοσης, ώστε να μην “φορτωθούν” την αποτυχία τους στις εξετάσεις. H επιλογή προϋποθέτει πληροφόρηση. H έκδοση εθνικών πινάκων (league tables) με την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με την επίδοση των μαθητών τους, προκειμένου να ξέρουν οι γονείς ποια είναι τα καλά σχολεία, επέφερε την πόλωση των σχολείων. Oι Benn και Chitty (1997: 51) παραθέτουν στοιχεία από περιοχές του Hampshire, του Newcastle, του Rothrman, του Oldham, του Manchester, όπου υπήρξε πόλωση των σχολείων σε “καλά” και “κακά” και ανταγωνισμός των καλών σχολείων, με τρόπους όπου το ένα προσπαθούσε να δυσφημίσει το άλλο για να συγκεντρώσει περισσότερους μαθητές και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του! Tα καλά σχολεία της περιοχής του Yorkshire απέβαλλαν πιο εύκολα μαθητές προκειμένου να κρατήσουν την καλή τους φήμη και την υψηλή τους θέση στους εθνικούς πίνακες επίδοσης. Σε καθεστώς ανταγωνισμού των σχολείων, ένα δυσλεκτικό παιδί, ένας ανήσυχος μαθητής, με προβλήματα συγκέντρωσης, με χωρισμένους γονείς, με κενά και μαθησιακές δυσκολίες, είναι “κακό μαντάτο” για το καλό σχολείο, κηλίδα που θα κοιτάξει να την ξεφορτωθεί.
Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία. Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών «διαχείρισης μεγάλων δεδομένων» (big data)».
Στους εκπαιδευτικούς, όπως και “σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε».
Για μας τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς το μεγάλο Ναι είναι η ενίσχυση της δημόσιας παιδείας με την υλοποίηση των δίκαιων αιτημάτων της εκπαιδευτικής κοινότητας για την αύξηση των δαπανών για την παιδεία, για μαζικούς μόνιμους διορισμούς και όλα όσα συμβάλλουν στην κατεύθυνση άρσης των ταξικών φραγμών υλοποιώντας το όραμά μας για ένα άλλο σχολείο. Το μεγάλο Όχι στην ταξική κατηγοριοποίηση των σχολείων, μαθητών που φέρνει η εξωτερική και εσωτερική αξιολόγηση των σχολείων και στη διάλυση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης!
Το μεγάλο Ναι στο δημόσιο και δωρεάν σχολείο που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, όπου πρωταρχική σημασία έχει ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια «ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών», έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή τους και παρέμβαση σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας για την εξάλειψη των διακρίσεων και των ανισοτήτων, για την οικοδόμηση μιας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας με κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
e-prologos.gr