Ο Δημ. Στρατός στην Πελοπόννησο αντρώθηκε κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, πιο δύσκολες ίσως απ’ αυτές που συνάντησαν οι άλλες περιοχές της χώρας.
Μια πρώτη δυσκολία στεκόταν το γεγονός ότι ο Μωριάς ήταν από παλιά το πιο γερό κάστρο της αντίδρασης και του φαυλοκρατικού παλαιοκομματισμού, και το λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα, μετά την απελευθέρωση από τους γερμανούς, παρ’ όλο του το πλάτος, δεν είχε ακόμη καταχτήσει αποφασιστικά την πλειοψηφία του λαού. Εμπόδιο σ’ αυτό είχαν σταθεί και ορισμένες αδικαιολόγητες υπερβασίες, που διαπράχτηκαν στη διάρκεια της κατοχής.
Άλλη δυσκολία βρισκόταν στο ότι με τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία όλα τα ζωντανά και δυναμικά στοιχεία από τα περισσότερα χωριά κι από αρκετές πολιτείες σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αθήνα (πάνω από 15.000), αφήνοντας πέρα για πέρα ελεύθερο το πεδίο δράσης στις συμμορίες των λήσταρχων, που μαζί με τους ένοπλους φανατικούς χίτες και τους υπόλοιπους εξοπλισμένους δεξιούς των χωριών, έφταναν τις 12.000.
Για τους λόγους αυτούς, η ανάπτυξη του αντάρτικού στην Πελοπόννησο στάθηκε στην αρχή κάπως δύσκολη και βασανιστική. Οι πρώτοι ένοπλοι καταδιωκόμενοι βασικά είχανε ν’ αντιμετωπίσουν δύο μεγάλα προβλήματα. Το πρόβλημα της συμφιλίωσης με τους φιλήσυχους δεξιούς και της απομόνωσης των τρομοκρατών, και το πρόβλημα της στρατολογίας.
Μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο μπήκαν εξαρχής σε σχετικά καλό δρόμο.
Στο ζήτημα της συμφιλίωσης έλλειψαν οι αυταπάτες, σχετικά με τον τρόπο της πραγματοποίησής της εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του’ 46, ένα συγκρότημα ανταρτών κύκλωσε ξαφνικά το μεσημέρι ένα χωριό της Μεγαλούπολης κι έπιασε όλους σχεδόν τους ενόπλους. Αφού τους πήρε τα όπλα, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να πειράξει κανένα αν ζήσουν ήσυχοι και μονοιασμένοι και πάψουν να’ ναι όργανα των εχθρών του λαού, κι ύστερα μπροστά σ’ όλους έσπασε τα όπλα που είχαν παραδόσει οι δεξιοί. Με τον ίδιο τρόπο αιφνιδιάστηκαν μέσα σε λίγες μέρες αρκετά εξοπλισμένα χωριά σε διάφορες περιφέρειες της Πελοποννήσου. Αλλού χωρίς αντίσταση κι αλλού με μικροαντίσταση, αφοπλίστηκαν όλα, χωρίς να τιμωρηθούν ούτε εκείνοι που αντιστάθηκαν.
Η τέτοια ταχτική είχε μεγάλον αντίχτυπο στις χιλιάδες των ένοπλων δεξιών, που ουσιαστικά εξουδετερώθηκαν. Ακόμα και αρκετοί από εκείνους που με την εμφάνιση των πρώτων ομάδων μας είχαν από φόβο καταφύγει στις πολιτείες, αρχίσανε να ξαναγυρίζουν στα χωριά τους. Έτσι απομονώθηκαν οι συμμορίες των τρομοκρατών κι ο αγώνας τώρα ενάντιά τους μπορεί να ήταν ακόμα πολύ σκληρός, αλλά πάντως ήταν πιο εύκολος από πρώτα, όταν οι συμμορίες στηρίζονταν στη μάζα των ένοπλων δεξιών και λίγο- πολύ και των άοπλων. Τέλος, η εξόντωση του Κατσαρέα υποχρέωσε τους περισσότερους ληστές να κλειστούν μέσα στις πολιτείες.
Για τη λύση του προβλήματος της στρατολογίας, αποφασιστικό βήμα στάθηκε το χτύπημα της Σπάρτης και η απελευθέρωση των λαϊκών αγωνιστών. Από την περίοδο αυτή τα τμήματα του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο αντρώνονται κι αρχίζουνε να σημειώνουν μια σειρά αξιόλογες επιτυχίες, που κυριολεκτικά αναστάτωσαν τους μοναρχοφασίστες και τ’ αφεντικά τους. Πού οφείλονται αυτές οι επιτυχίες;
***
Μια κύρια αιτία για αυτές τις επιτυχίες είναι η σωστή ταχτική που ακολούθησε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο. Η ταχτική αυτή είναι καλά προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες και στηρίζεται στην αδιάκοπη κίνηση, τον ελιγμό και τον αιφνιδιασμό του αντίπαλου. Αντί να κολλήσουν κάπου και να τους βρίσκει όταν θέλει εκεί ο εχθρός, κινούνται και διεισδύουν αδιάκοπα στις πιο νευραλγικές εχθρικές περιοχές, υποχρεώνοντας τον εχθρό να τρέχει λαχανιασμένος από πίσω τους.
Άλλο χαρακτηριστικό της ταχτικής του αντάρτικου στην Πελοπόννησο είναι η προσεχτική εκλογή του στόχου και η συγκέντρωση πάνω σ’ αυτόν της πιο γερής και καλά οργανωμένης κρουστικής δύναμης, που μπορούνε να διαθέσουν. Γι’ αυτό και οι αποτυχίες τους, ακόμα και σε κατοικημένους τόπους, είναι ασήμαντες.
Επίσης τρίτο χαρακτηριστικό της ταχτικής τους είναι η μαζική ενέδρα. Στον πόλεμο που κάνουμε σήμερα η ενέδρα στα χέρια μας αποτελεί ένα γερό όπλο και οι δυνατότητες που έχουμε σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλες. Με την ενέδρα, όταν τη συνδυάσεις και με καλά μέτρα ασφαλείας, προξενείς στον εχθρό μεγάλη φθορά και παίρνεις λάφυρα, χωρίς να’ χεις ποτέ σοβαρές απώλειες. Παρ’ όλ’ αυτά, μέχρι σήμερα πολλές μονάδες μας υποτίμησαν πολύ αυτή τη μορφή πολέμου. Αντίθετα στην Πελοπόννησο μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Εκεί τα τμήματά μας πολλές φορές λουφάζουν με πείσμα και υπομονή δύο και τρεις μέρες πάνω από τη δημοσιά, το υποχρεωτικό πέρασμα ή τη σιδηροδρομική γραμμή, περιμένοντας να φανεί η μοναρχοφασιστική φάλαγγα ή το τραίνο.
Τέλος, κάτι άλλο που αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι η πονηριά. Επανειλημμένα σχηματισμοί ανταρτών μεταμφιέστηκαν σε χωροφύλακες κι αιφνιδίασαν τους μοναρχοφασίστες μέρα μεσημέρι. Μια άλλη φορά πήραν ένα τηλέφωνο κι ενώνοντάς το με το τηλεγραφικό σύρμα στο δρόμο, πήραν σύνδεση με την Τρίπολη. Ζήτησαν αμέσως δήθεν βιαστικά τη διοίκηση της χωροφυλακής, είπαν (αυτός που τηλεφωνούσε), ότι είναι ο αρχηγός της Χ ενός γνωστού χωριού κι ότι στο χωριό τους μπήκαν αντάρτες. Σε λίγο μερικά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες ξεκινούσαν από την Τρίπολη βιαστικά βιαστικά για ενίσχυση. Λίγο παραέξω τους είχαν στήσει καρτέρι οι αντάρτες και τους περιποιήθηκαν όλους. Αυτό το φιάσκο το’ παθαν αρκετές φορές οι μοναρχοφασίστες και κατάντησε στο τέλος να μην πιστεύουν κανένα, που τους ειδοποιούσε για μια εμφάνιση των ανταρτών, έστω κι αν αυτή ήταν σωστή.
Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε πάρα πολλά.
**
Δεύτερη βασική αιτία για τις βαθιές και γερές ρίζες που’ πιασε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο είναι η σωστή πολιτική του και οι καλές σχέσεις του με το λαό. Δημιουργώντας όπου μπορούσαν τη λαϊκή εξουσία και συγχρόνως καίγοντας όπου μπορούσαν μέσα στις φωλιές του εχθρού τις τράπεζες, εφορίες, αγρονομεία, ειρηνοδικεία, χωροφυλακές κλπ, που τόσο τα μισεί ο κόσμος, έκαναν όλο το λαό να νιώσει το βαθύτερο λαϊκό επαναστατικό περιεχόμενο του αγώνα μας και να τον βλέπει με συμπάθεια.
Φροντίζουνε να μην επιβαρύνουν ή να μη ζημιώνουν άσκοπα το λαό. Πολλές φορές έτυχες σε αυτοκίνητα ή σε τραίνα να πιάσουν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα και το μοναρχοφασιστικό ταχυδρομείο. Μέσα στην αλληλογραφία βρέθηκαν και επιταγές ή δολάρια, που’ στελναν έλληνες της Αμερικής σε φτωχούς συγγενείς τους. Αυτά τα ξανάκλειναν σε καινούργιο φάκελο και φροντίζανε να τα στείλουν ταχυδρομικώς στον παραλήπτη, που κατάπληχτος αλλά κι ευχαριστημένος έβλεπε να παίρνει τα λεφτά μέσω του Δημοκρατικού Στρατού.
**
Μιλώντας εδώ για τα θετικά σημεία της δράσης του αντάρτικου στο Μωριά, πρέπει επίσης ιδιαίτερα να τονίσουμε τους αδιάσπαστους δεσμούς, που σφυρηλατούνται αδιάκοπα ανάμεσα στα στελέχη και στους απλούς μαχητές. Οι αντάρτες λατρεύουν τους διοικητές τους, μοιράζονται μαζί τους και τις χαρές και τις λύπες τους. Κι οι διοικητές δείχνουν μια απέραντη στοργή και φροντίδα για τους άντρες τους. Κάθε μαχητή τον θεωρούν σαν ένα πολύτιμο κεφάλαιο και ανάμεσα στ’ άλλα φροντίζουν ώστε στις επιχειρήσεις να’ χουν όσο το δυνατό λιγότερες απώλειες.
**
Το αντάρτικο στην Πελοπόννησο αντιμετωπίζει κι αυτό μεγάλες δυσκολίες στα πυρομαχικά και στο επιμελητειακό. Κάθε σφαίρα για να τη ρίξουν πρέπει να είναι βέβαιοι ότι θα πάρουν από τον εχθρό τουλάχιστον μια άλλη. Ο εχθρός για να δικαιολογήσει κι εκεί τις αποτυχίες του μιλάει, όπως παντού, για έξωθεν ενίσχυση κλπ. Όμως στις διαταγές επιχειρήσεων των τμημάτων μας της Πελοποννήσου θα συναντήσετε πάντοτε προς το τέλος και τις δύο γραμμές που γράφουν:
Ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά: Από τον εχθρό.
Επιμελητεία: Από τον εχθρό.
**
Η αλήθεια είναι ότι για τα τμήματά μας της Πελοπονννήσου οι δυσκολίες όσο πάνε και γίνονται μεγαλύτερες. Το γεγονός όμως ότι μέχρι σήμερα τα κατάφεραν καλά, γεννάει τη βεβαιότητα ότι και τώρα θα τα καταφέρουν έτσι ώστε ν’ αποτελούν μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη του ΔΣΕ, που αδιάκοπα αναπτύσσεται και κοντά στ’ άλλα ξεκουρελιάζει και τα μοναρχοφασιστικά παραμύθια για έξωθεν ενίσχυση κλπ.
Το άρθρο αυτό πάρθηκε από το Περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», Ιούνης 1948
Πηγή: parapoda.wordpress.com
e-prologos.gr