«Κάθε τι το ανθρώπινο μου είναι οικείο» μας τονίζει ο κλασσικός φιλόσοφος που, με τη θεωρία και την πολιτική καθοδήγησή του, διαφώτισε τη συνείδηση και καθοδήγησε την πάλη των λαών για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την πνευματική καταχνιά, τον κοινωνικό σκοταδισμό και την εργασιακή σκλαβιά.
Ναι, καθετί το ανθρώπινο, δηλ «πάθος», «έριδα», «αδυναμία», μας είναι «οικείο», όπως αποφαίνεται ο φιλόσοφος που έχει τη δυνατότητα της γενίκευσης των πορισμάτων και των θέσεών του, ακριβώς επειδή συνολικοποιεί τη σκέψη του και δεν αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως μονάδα αποκομμένη από το σύνολο, αποξενωμένη και εξατομικευμένη, αλλά ως ζωντανό φορέα ιδεών, νοοτροπιών, απόψεων, συνηθειών, ιδεοληψιών, αξιών που επικαθορίζουν τη ζωή του και οι οποίες επιβάλλονται κάθε φορά από αυτούς που ορίζουν τόσο το επίπεδο της διαβίωσής του, όσο και εκείνο της συνείδησής του. Κοντολογίς, είναι αδύνατη η σωστή ερμηνεία του «ανθρώπινου» έξω από τα όρια του κοινωνικού πλαισίου που το παράγει, το διαμορφώνει ή ακόμη το επιβάλλει ως κυρίαρχο.
Στη βάση αυτή, η πρόσφατη τραγωδία στο «Περαχώρι Ανωγείων» -όπως χαρτογραφήθηκε στον τοπικό και διεθνή τύπο- θυμίζει όντως τα γεμάτα πόνο λόγια του χορού στο έργο «Αντιγόνη» του τραγικού ποιητή Σοφοκλή, λόγια που διεκτραγωδούν το διπλό θάνατο, με στόχο τη διεκδίκηση του θρόνου, των δυο αδελφών και γιων του Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, ως εξής: «τα δυο δύσμοιρα αδέλφια που αυτοκτόνησαν, κοινό θάνατο προετοίμασαν, τείνοντας ο ένας το χέρι εναντίον του άλλου». Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, τα μυθικά σύμβολα του τραγικού ποιητή -που γράφει την τραγωδία ακριβώς για να αφυπνίσει και να καταδικάσει το μίσος και την έριδα, τον ανταγωνισμό και τη ματαιοδοξία- βρίσκουν, δυστυχώς, τη συνέχειά τους σε …άλλα «αδέλφια», γείτονες, συγχωριανούς, παλιούς φίλους, σε ανθρώπους που δεν τους δένει ο δεσμός του αίματος και δεν έχουν ως διακύβευμα της θανατηφόρου συμπλοκής τους τη βασιλεία, όπως οι προαναφερόμενοι τραγικοί ήρωες, όμως ακολουθούν τον ίδιο αδιέξοδο δρόμο της συμπλοκής και του θανάτου. Το δρόμο έξω από τις επιταγές του ορθού λόγου και, κυρίως, έξω από τους κανόνες του «συλλογίζεσθαι». Έξω από τα όρια της κοινολόγησης του όποιου προβλήματος και του θετικού πατροπαράδοτου θεσμού του «σασμού», δηλ της ψύχραιμης συζήτησης, με οδηγό και κριτήριο τη συλλογική αντίληψη του δικαίου και του σεβασμού, με γνώμονα επομένως τις αρχές που διαπερνούσαν παλιότερα την κοινωνική ζωή της κοινότητας των Ανωγείων. Της κοινότητας που, στο πείσμα των αντίξοων συνθηκών της επιβίωσής της, ήθελε -και θέλω να πιστεύω ότι θέλει ακόμη- να διεκδικεί το ψωμί και την αξιοπρέπειά της, με «όπλο», την ορθολογική σκέψη και τα γράμματα. Με γνώμονα την κριτική και την κοινωνική αποδοκιμασία του υπεροπτικού, του αλαζονικού, του υπερφίαλου και κενολογικού και με συνακόλουθη πρακτική τη συνεννόηση και την κοινωνική παρέμβαση, για να σωθεί το «σωστό» και το κοινωνικά ωφέλιμο. Γιατί στους πρόποδες του Ψηλορείτη και στα οκτακόσια πενήντα μέτρα η ζωή δεν αστειεύεται, ούτε χαμογελά, αν δε δεις και δεν παλέψεις από κοινού με το διπλανό και το συγχωριανό σου τις δυσκολίες που η ίδια η γεωφυσική πραγματικότητα επιβάλλει…
Επέλεξε λοιπόν αυτή η κοινότητα, μετά από τρία οδυνηρά ολοκαυτώματα στις τρεις αντίστοιχους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες (1821, 1866 και 1940), να ξαναστήσει τα θεμέλιά της στα αποκαΐδια των αιμοβόρων κατακτητών της. Έμαθε από την ιστορική πείρα της ότι δεν θα τα καταφέρει, αν δε δημιουργήσει μόνη της «άτυπους θεσμούς δικαίου», μιας και την υποκρισία του επίσημου και θεσπισμένου νόμου τη γνώρισε καλά στην ανάγκη της: ζητούσε στήριξη από το κράτος μετά το ολοκαύτωμα και η επίσημη πολιτεία της …πρόσφερε «ένα κιλό ταβλόμπροκες», όπως χαρακτηριστικά μνημονεύει ο αείμνηστος Μίχαλος Σταυρακάκης του Πανιά στο βιβλίο του «Θύελλες και Κατατρεγμοί».
Το ερώτημα λοιπόν, επιτακτικό, απαιτητικό και ιστορικά αιτιολογημένο, προβάλλει έντονο: Γιατί αυτή η υποχώρηση; Ποιες οι καλά κρυμμένες αιτίες του κοινωνικού φαινομένου της υπερίσχυσης των όπλων του θανάτου έναντι των «όπλων» του λόγου και της συλλογικής μέριμνας, με αποτέλεσμα τον άδικο χαμό ανθρώπων, τον πόνο και τη δυστυχία; Γιατί μια τοπική κοινωνία που είχε διασφαλίσει ένα θεμελιώδη τρόπο να λειτουργεί ως κοινότητα σε πολύ δυσκολότερες από τη σημερινή περιόδους οικονομικής κρίσης και στέρησης και κατάφερνε, σε σκληρότερες ιστορικές φάσεις περιστολής και καταστολής των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών, με επίπονη και επίμονη προσπάθεια, να συλλογίζεται, να δίδει τόπο στην οργή και το θυμικό, σήμερα δείχνει να… ξεχνά ακόμη και τα απομεινάρια αυτής της συλλογικής σοφίας και σύνεσης και επιδίδεται σε πρακτικές που καταργούν κι εκείνο τον ψυχικό ιστό της γειτονιάς, υιοθετώντας το καταστροφικό μοντέλο χολιγουντιανών ταινιών;
Αυτό το καυτό ερώτημα επιδέχεται, προφανώς, πολλές απαντήσεις και από πολλές οπτικές, απαντήσεις που πρέπει να δοθούν και να αναλυθούν σε ένα δημόσιο και ανοιχτό διάλογο, τον οποίο πρέπει να διοργανώσει η τοπική κοινωνία, για να μπορέσει ξανά να οριοθετήσει τους στόχους και τις κατευθύνσεις της, να επανιεραρχήσει τα πρότυπα και τα σύμβολά της, τις αξίες και τα αιτήματά της. Και επειδή, όπως ισχυρίστηκε ένας αρχαίος φιλόσοφος, όλα τα ζητήματα είναι πολιτικά («το παν πολιτικόν») και ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν», δηλ κοινωνικός άνθρωπος, όλοι εμείς που ζούμε ή αναφερόμαστε στο συλλογικό οικοδόμημα αυτού του χωριού, οφείλουμε να ξαναβρούμε το δρόμο του πολιτικού διαλόγου και της ουσιαστικής παράθεσης και αντι-παράθεσης των ιδεών και των προβληματισμών μας. Μάλιστα, προς αυτήν την κατεύθυνση έρχεται αρωγός κι ένας άλλος καθοδηγός της πάλης για τη λαϊκή απελευθέρωση και τη λύτρωση του λαϊκού ανθρώπου από τα δεινά που τον καταδυναστεύουν, ο οποίος μας τονίζει ότι «κάθε ηθική έκφραση και συμπεριφορά, κάθε κοινωνική πρακτική αντανακλά μια τάξη», δηλ μια ιδεολογία. Ας ανοίξουμε λοιπόν τον ειρηνικό διάλογο των ιδεολογικών απόψεων και οπτικών, για να…σιγήσουν τα καταστροφικά όπλα του θανάτου, να πρυτανεύσει η λογική και το επιχείρημα, για να βγει κερδισμένη η κοινότητα και η πραγματική δημοκρατία που δεν υποδύεται την πίστη στο διάλογο, αλλά τον σέβεται …ως εργαλείο ανάδειξης της αλήθειας, η οποία -είτε το θέλουμε είτε όχι- έχει ταξικά, κοινωνικά και ιστορικά χαρακτηριστικά.
Ας σταματήσει λοιπόν η τραγική αιματοχυσία και ας θυμηθούμε τους λυρικούς στίχους του αείμνηστου Μίχαλου του Πανιά, που μας θυμίζει πως ο λαός «ματώνει» για το μεροκάματο και το ψωμί κάθε μέρα
«Ματώνεις τη σκέψη σου,
ματώνεις τα νύχια σου, λαέ μου.
Για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο»
και ας ξεκινήσουμε το διάλογο, ακούγοντας την αισιόδοξη προτροπή του:
«Αυτός που ξέρει ν΄ αγαπά
και να ελπίζει ξέρει
μέσα στη νύχτα πολεμά
ξημέρωμα να φέρει».
Αρετή Σπαχή
Μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ
Φωτογραφία “εξωφύλλου”: Ανώγεια, μετά το ολοκαύτωμα 13 Αυγούστου 1944
e-prologos.gr