Γυάλινος κόσμος

Ποιος θα μου δώσει δύναμη τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω, να φτιάξω όμορφες καρδιές μεγάλες και πονετικές, τις σκάρτες να πετάξω; 

Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε,και να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε. 

Να φτιάξω φίλο αληθινό το φίλο να πονάει.Τα βάσανα και οι καημοί να λείψουνε απ’ τη ζωή κι όμορφη να κυλάει. 

Και στης γυναίκας την καρδιά να βάλω λίγη μπέσα, να της ανάψω μια φωτιά να καταστρέψω την ψευτιά που ’χει στα στήθια μέσα.

14 Σεπτεμβρίου 2001, έφυγε από τη ζωή ο Στέλιος Καζαντζίδης (1931 – 2001).

Τι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης για το ελληνικό τραγούδι έχουν ήδη αποφανθεί οι ειδικοί και η Ιστορία… Πάνω απ’ όλα το έχει αποφασίσει ο ελληνικός λαός, που ακόμη και σήμερα τραγουδά και σιγοψιθυρίζει τα τραγούδια, τα οποία έμειναν ως ανεπανάληπτες ερμηνείες από τη μεγάλη φωνή του Στέλιου. 

Υπάρχουν, ωστόσο, κι άλλα πράγματα που ήταν ο Στέλιος, λιγότερο γνωστά.

Οι γονείς του Στέλιου Καζαντζίδη, Χαράλαμπος  και  Γεσθημανή, ήταν πρόσφυγες. Στη δεκαετία του 1930 η ζωή ήταν δύσκολη, για τους περισσότερους, και ειδικότερα για τους πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν μετά το 1923 στα αστικά κέντρα (μεγάλα ή μικρά) σε όλη την ελληνική επικράτεια. Η οικογένεια Καζαντζίδη, λοιπόν, δε θα μπορούσε παρά να βιοπορίζεται με δυσκολία. Πολλές άλλες οικογένειες ζούσαν σε παρόμοιες συνθήκες. Στα χρόνια της κατοχής οι συνθήκες έγιναν δυσχερέστερες και η οικογένεια Καζαντζίδη αναγκάστηκε να μεταβεί στα Πλατανάκια Σερρών και έπειτα στη Ροδώνα Κιλκίς. Αργότερα επέστρεψαν πάλι στην Αθήνα.

Ο πατέρας του οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Επιμελητεία του Αντάρτη(ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.

Αναφέρει σχετικά, στον Βασίλη Βασιλικό, ο Στέλιος Καζαντζίδης: «Του έριξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο. Ούτε στην ΕΣΑ δεν χτύπαγαν έτσι. Με ένα σιδερένιο μπαστούνι τον σκότωσαν, στην κυριολεξία. Τον είχαν μελανιάσει, αιμορραγούσε… Τότε το ΄47 πέθανε ο πατέρας μου. Είχε προλάβει να γεννηθεί ο Στάθης. Λίγο πριν πεθάνει τον ξαναπιάσανε, έφαγε πάλι ξύλο. Τους τέσσερις πέντε μήνες που επέζησε μετά τα βασανιστήρια δεν είχε κουράγιο για τίποτα, όλο αιμοπτύσεις έκανε, είχαν σαπίσει οι πνεύμονες, είχε φθαρεί τελείως, δεν είχε κουράγιο ούτε να αναπνεύσει. Το κόμμα έστειλε κάποιο γιατρό. «Δεν έχει ζωή» μας λέει. Ο πατέρας μου έτρωγε σε πεπιεσμένα χαρτόνια για να μην τρώει απ’ το πιάτο που θα τρώγαμε και εμείς, μη μας κολλήσει το μικρόβιο της φυματίωσης. Τρεις μέρες παιδευόταν ο φουκαράς…» («Υπάρχω», Εκδόσεις Λιβάνη).

Πηγή: imerodromos.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το