Ελευθερία. Μια λέξη που πάντα προκαλούσε «αλλεργία» σ’ αυτούς που στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος» καταπατούσαν και καταπατούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και δεν διστάζουν να καταλύσουν και την ίδια τη δημοκρατία ακόμα (αυτή που κατά τα άλλα επικαλούνται και… υπερασπίζονται) προκειμένου να μη θιγούν τα ―και αυτά ταυτισμένα με το εθνικό― συμφέροντά τους… Οι φυλακές και τα ξερονήσια της ελληνικής επικράτειας ήταν γεμάτα για δεκαετίες τον 20ο αιώνα από «εχθρούς της πατρίδος» και ανάμεσά τους προεξάρχουσα θέση ―ως πιο «επικίνδυνοι»― κατείχαν οι κομμουνιστές.
Στις φυλακές και τους τόπους εξορίας ο πόθος για τη λευτεριά έβρισκε διεξόδους και στην καλλιτεχνική έκφραση. Πολιτιστικές-καλλιτεχνικές ομάδες συγκροτούνταν σχεδόν παντού και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης, φυλακισμένος ή εξόριστος και ο ίδιος, αναλάμβανε να «ξυπνήσει» τις καλλιτεχνικές ανησυχίες και δεξιότητες που έκρυβαν σύντροφοί του (και που συχνά δεν τις γνώριζαν ούτε οι ίδιοι) και να οργανώσει την καλλιτεχνική «παραγωγή».
Οι γιορταστικές κάρτες ήταν, εκτός από μια μορφή έκφρασης των παραπάνω, και μια αφορμή για άμεση επικοινωνία με τους «έξω». «Δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση της χαράς που δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση συνεξόριστούς μας. Γράφαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αη Στράτη και αργότερα, επί Χούντας στη Γυάρο και Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα!» γράφει ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο αγωνιστής εικαστικός καλλιτέχνης που διδάχτηκε τα μυστικά της τέχνης και δημιούργησε μέρος του έργου του στις πολύχρονες φυλακίσεις και εκτοπίσεις του.
Δεν ήταν μόνο η λέξη ελευθερία που «ερέθιζε» τα εντεταλμένα για τη λογοκρισία όργανα του κράτους, που στις φυλακές ήταν η διεύθυνση και στους τόπους εξορίας συνήθως κάποιος χωροφύλακας (στην καλύτερη περίπτωση ο διοικητής του τοπικού σταθμού)· υπήρχαν και άλλες. Όμως όταν βρίσκονταν μπροστά στους στίχους ενός ποιήματος σήμαινε κυριολεκτικά συναγερμός! Το όργανο δεν πολυσκοτιζόταν για τις λέξεις και τα νοήματα· για να έχει το κεφάλι του ήσυχο τραβούσε μια μονοκοντυλιά και πήγαινε παρακάτω…
Ένα τέτοιο περιστατικό λογοκρισίας διηγείται(1) ο ζωγράφος Ασαντούρ Μπαχαριάν.(2) Συνέβη το Πάσχα του 1955 στις φυλακές της Κέρκυρας όπου βρισκόταν ο ίδιος ως πολιτικός κρατούμενος.
Η ομάδα ετοίμασε το δείγμα της κάρτας και το πήγαν στο διευθυντή για έγκριση, για να την τυπώσουν και να τη μοιράσουν στους συγκρατούμενούς τους και να αρχίσει στη συνέχεια η αποστολή στα συγγενικά πρόσωπα.
Πάνω στην κάρτα δίπλα σε χαρούμενες ανθρώπινες φιγούρες, είναι γραμμένοι οι στίχοι του Σολωμού «Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε/ ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες», από το ποίημα «Η ημέρα της Λαμπρής». Αναγράφεται επίσης: «Πάσχα 1955, Φυλακές Κέρκυρας». Ο λογοκριτής διαγράφει με το μολύβι του τους στίχους, και τα στοιχεία που μαρτυρούν τόπο και χρόνο και προσθέτει το …«χριστιανικότερο» ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ! Τι να φοβήθηκε άραγε η πατρίδα, δια του εκπροσώπου της;Το φαιδρό της υπόθεσης έχει και συνέχεια. Βλέποντας η διεύθυνση της φυλακής τη μαζική παραγωγή καρτών δίνει εντολή και αρχίζουν εξονυχιστικές έρευνες για να εντοπιστεί… το παράνομο τυπογραφείο, που αποβαίνουν άκαρπες. Αφού βλέπουν ότι με τον εκφοβισμό των κρατουμένων δεν βγαίνει τίποτα, χρησιμοποιούν την πλάγια οδό, της πονηριάς.Ένας παμπόνηρος και απ’ τους αρχαιότερους δεσμοφύλακας προσεγγίζει τον Ασ. Μπαχαριάν και τον καλοπιάνει, να παραδώσουν οι κρατούμενοι το τυπογραφείο για ν’ αποφύγουν τις συνέπειες που θα ακολουθήσουν αν αναλάβει την έρευνα η Ασφάλεια. Την ώρα που προσπαθεί να… τον νουθετήσει είναι καθισμένος στο κρεβάτι του κελιού. Ο Μπαχαριάν αρνείται την ύπαρξη τυπογραφείου και ο δεσμοφύλακας απορεί που τυπώνονται τόσες κάρτες, ενώ ταυτόχρονα δείχνει να χάνει την ψυχραιμία του. Ο Μπαχαριάν αποφασίζει να αποκαλύψει το μυστικό, για να αποφευχθούν οι συνέπειες.«Μάθε πως κι εσύ τούτη τη στιγμή τύπωσες κάρτα», του λέει και τον τραβά απ’ το κρεβάτι. Σηκώνει το στρώμα, ανοίγει ένα μικρό κουτί και βγάζει φρεσκοτυπωμένη μια κάρτα. Δείχνοντας, εξηγεί μετά στο σαστισμένο φύλακα το σατανικό μηχανισμό: Ένα κομμάτι ξύλου ελιάς, με το χάραγμα της παράστασης, μελανωμένη ετοποθετείτο στο κουτί, στη συνέχεια στρωνόταν προσεκτικά το χαρτί και έκλεινε από πάνω με ελαφρύ επίπεδο σκέπασμα. Η αυτοσχέδια αυτή πρέσα, με την πίεση, τώρα, των οπισθίων του αγαθού φύλακα, τύπωνε κάρτες-χαρακτικά.»!(3) Η συνέχεια που δόθηκε στο περιστατικό αυτό παρέμεινε άγνωστη.
1,3: «Επτά ημέρες», ένθετο της εφημερίδας Καθημερινή, 12/3/1995. Αφιέρωμα στους Έλληνες χαράκτες (επιμέλεια: Κ. Λιόντη – Π. Κουνενάκη).
2: Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1924 και πέθανε το 1990. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Υπήρξε πολιτικός κρατούμενος από το 1945 ώς το 1960 σε διάφορες φυλακές της χώρας. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Πινακοθήκες Θεσσαλονίκης, Δήμου Αθηναίων, Ρόδου, στο υπουργείο Πολιτισμού κ.α.
πηγή: atexnos.gr
e-prologos.gr