Τα τελευταία πέντε; Έξι; Μπορεί κι επτά χρόνια, η μνήμη μου υποχωρεί συνεχώς. Κι η πιο δυσάρεστη πλευρά αυτής της υποχώρησης, είναι που δεν μπορώ να κάνω πια ολοκληρωμένες βουτιές στα παιδικά μου χρόνια. Διεργασία άκρως αναζωογονητική και παρηγορητική, που συνιστώ ανεπιφύλακτα σε γνωστούς και φίλους. Δεν καταφέρνω να θυμηθώ, ας πούμε, αν ο πατέρας της γειτονοπούλας μου της Σοφίας ήταν μηχανικός ή ναυτικός, ή πόσες ήτανε οι συκιές της αυλής μας.
Θυμάμαι όμως μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας τη μορφή του δασκάλου της έκτης δημοτικού, του κύριου Γραμματικάκη. Θυμάμαι το καθαρό του βλέμμα, την εκφραστικότητα των χεριών του, το χιούμορ του, τη συγκέντρωσή του όταν μας εξηγούσε ότι μεγαλύτερη σημασία δεν έχει το πώς αλλά το γιατί των πολέμων και των επαναστάσεων, την υπομονή που επιστράτευε για ν’ αντιμετωπίσει δυσκολίες και ξεσπάσματα όχι τριάντα ούτε σαράντα, αλλά εξήντα παιδιών, γιατί τόσα ήμασταν τότε στην έκτη τάξη του δημόσιου σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κάτω Γλυφάδα. Και για όλα είχε χρόνο, για το καθένα θυμόταν ζωτικής σημασίας λεπτομέρειες, σ’ όλα απευθυνόταν με το μικρό τους όνομα, και πάνω απ’ όλα με θέρμη, ανεξάντλητη, ζωντανή θέρμη, αυτή που γίνεται ακλόνητο στήριγμα του παιδικού βηματισμού, και που ποτέ δεν θα χωρέσει σε καμιά τηλεκπαίδευση ή εξ αποστάσεως διδασκαλία.
Τον κύριο Γραμματικάκη μου τον έχασα πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς, όταν υποχρεώθηκα αιφνίδια ν’ αλλάξω σχολείο. Το γιατί και πώς δεν είναι της στιγμής. Η ματιά του όμως δεν έπαψε στιγμή να παρακολουθεί τη διαδρομή μου, ανοίγοντας μονοπάτια και προειδοποιώντας για επικίνδυνες λακκούβες.
Ένα αόρατο, ατσάλινο νήμα έδεσε αυτήν την όψη των παιδικών μου χρόνων με αντίστοιχη στη ζωή των γιων μας, εικοσιοκτώ χρόνια μετά. Όταν ξαναβρήκα τον δάσκαλό μου της έκτης στο πρόσωπο της Ειρήνης της Σιόντη, της πρώτης τους δασκάλας, διευθύντριας τότε στο πρώτο δημόσιο νηπιαγωγείο της Νέας Ερυθραίας. Μορφή ακτινοβόλα, με χαμόγελο που έλιωνε όλους τους πάγους, μπήκε στις ζωές μας με τον μοναδικό τρόπο ενός προοδευτικού δασκάλου, το ανοιχτό πνεύμα και την ανθρωπιά της. Τη θυμάμαι σαν χτες, στο μικρό διαμέρισμα όπου κατοικούσαν με το σύντροφό της το Σπύρο, να μας κερνάει γλυκό του κουταλιού βατόμουρο που είχε μαζέψει στη Χώσεψη Άρτας, την ιδιαίτερη πατρίδα της, κι είχε δέσει με την ίδια ζέση και προσοχή που έστηνε παραστάσεις έργων του Αριστοφάνη, Ειρήνη και Όρνιθες, με τα παιδιά της του νηπιαγωγείου.
Θυμάμαι και μια ιδιαίτερη συνομιλία, κάποια φορά που καθόμασταν απέναντι στον πάγκο του δικού μας σπιτιού, όταν της είπα μ’ αφορμή μια συζήτηση για τα όνειρα, ότι είχα το προηγούμενο βράδυ δει στον ύπνο μου πως πετούσα. Για να μου πει με τη σειρά της και τη χαρακτηριστική της σεμνότητα, ότι ήταν όνειρο που την επισκεπτόταν συχνά. Και πώς αλλιώς, σκέφτομαι ακόμα.
Η Ειρήνη δεν ζει πια, ούτε κι ο Σπύρος. Και καθώς εγωιστικά επικεντρώνομαι στο πόσο λείπει απ’ τη δική μου ζωή, παρακάμπτω το πόσο περισσότερο λείπει απ’ τις ζωές των παιδιών, κι απ’ το μετερίζι των δημοκρατικών δασκάλων.
Τη ζωντάνεψα πεντακάθαρα με το νου μου το μεσημέρι της Τετάρτης, να βαδίζει στητή ανάμεσά μας στην πορεία, και να κοιτάζει ίσια μπροστά, φωνάζοντας: «ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ!»
Θέμις Αμάλλου
e-prologos.gr