Η ποίηση έπαψε να είναι «δυσνόητος λόγος» και προνόμιο των εγγράμματων όταν ο Μίκης την έντυσε με μουσικές. Τότε ανέβηκε στα χείλη και χαράχτηκε στο μυαλό όλων των ανθρώπων. Μεροκαματιάρηδες που δεν έμαθαν ποτέ τους γράμματα γιατί σήκωναν γκαζοτενεκέ από τα δέκα τους χρόνια, μπορούν και απαγγέλλουν Αναγνωστάκη και οι «Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα» έγιναν οι δρόμοι που περπατήθηκαν με προσδοκία, από αυτούς που είχε στο νου του ο ποιητής όταν έπλεκε τους στίχους του.
Ο Ελύτης θα ήταν το ίδιο σημαντικός στα ποιητικά αφιερώματα και στα σχολικά βιβλία όμως άγνωστος στον κόσμο που στερήθηκε το προνόμιο των γραμμάτων.
Ο Θεοδωράκης έβαλε, στο στόμα όλων, τη μεγάλη έκκληση, «Μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου».
Και όταν έδωσε στην Τουρκία την πρώτη συναυλία ειρήνης και φιλίας, η εφημερίδα Τζουμ Χουριέτ, έγραψε, “Ο Ζευς, ο θεός των θεών διέταξε, ο ουρανός φωτίστηκε και το φως του φεγγαριού απλώθηκε στο αρχαίο θέατρο της Εφέσου”.
Γυναίκες που απομνημόνευσαν το Ω Γλυκύ μου Έαρ ως το εγκώμιο του μέγιστου πόνου, ανατριχιάζουν το ίδιο με το «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου», βάζοντας το Ρίτσο στο πάνθεον των μεγάλων ραψωδών.
Και πάλι, όταν το Κομπάνι, πολιορκήθηκε απ’ τον ISIS, με τη μουσική του Θεοδωράκη, απ’ το Ζ, εμψύχωναν οι Κούρδοι τις γυναίκες που μάχονταν.
Δύσκολα θα ταξίδευε ο Pablo Neruda, από τη μακρινή Χιλή ως τα δικά μας χείλη αν ο Μίκης δεν μελοποιούσε το Canto General, κάνοντας τους δικούς του Libertadores, δικούς μας Ελευθερωτές.
Ο Θεοδωράκης συνέθεσε τον εθνικό ύμνο της μαρτυρικής Παλαιστίνης, για τον οποίο ο Παλαιστίνιος συγγραφέας, Rashad Abushawar, έγραψε, «Ο λαός της Παλαιστίνης είναι περήφανος που ένας Κρητικός, με ψυχή γεμάτη από το κάλεσμα της λευτεριάς, έγραψε το δικό μας Ύμνο για την Ελευθερία».
O Θεοδωράκης χάρισε το δικό του Ματχάουζεν για να ντυθεί με μουσικές ο Αφγανικός εθνικός ύμνος. «Πατρίδα μου, περήφανη μου αγάπη, μονοπάτι της ζωής μου και μωρουδιακή μου κούνια».
Τις μέρες αυτές του λαϊκού προσκυνήματος, ο Θεοδωράκης θα συναντηθεί με το λαό που αγάπησε και το λαό απ΄τον οποίο αγαπήθηκε.
Οι μικρόψυχοι δεν μπορούν ν’ αγγίξουν τον παγκόσμιο άνθρωπο, οι δήμαρχοι που δεν έβγαλαν τις δημοτικές μπάντες να γεμίσουν τους δρόμους με τις μελωδίες του εθνικού μελωδού θα είναι πάντα ολίγιστοι και οι τυμβωρύχοι που πριν απαγόρευαν και τώρα οικειοποιήθηκαν, θα είναι πάντα αμήχανοι και ξένοι, τα κίτρινα δέντρα στο Κράτησα τη ζωή μου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να πετάει, και κουβάλησε κι εμάς στα φτερά του, όπως ο μεγάλος γερανός τα μικρά χελιδόνια.
Ο κύκλος των Χαμένων Ποιητών που τραγουδήθηκε πάνω στις παρτιτούρες του Μίκη, Σαπφώ, Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Καρυωτάκης, Αναγνωστάκης, Πολυδούρη, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Καββαδίας, Ελευθερίου και Γκάτσος καρτερούν το μελωδό τους και ο ίδιος πάει μουρμουρίζοντας, Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους. Βραδιάζει.
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ’ τον πάγο, το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια, ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr