Τον Αύγουστο του 2011, η κυβέρνηση της Σλοβακίας πέρασε νόμο για τη δωρεάν στείρωση των φτωχών και των τσιγγάνων.
Ο νόμος φωτογράφιζε βέβαια μόνο τους τσιγγάνους, καθώς και ο πιο ηλίθιος ρατσιστής ξέρει πως, αν στειρωθούν οι φτωχοί, θα πάψουν να υπάρχουν και οι πλούσιοι.
Οι μελελέ, Ρομά, γύφτοι ή τσιγγάνοι είναι η μειονότητα με τη χειρότερη μεταχείριση στην “Ευρώπη των λαών”, εδώ και αιώνες.
Η επίσκεψη του κ. Τσιόδρα στον καταυλισμό των τσιγγάνων ήταν μια όμορφη πράξη, τη στιγμή που το ρατσιστικό μίσος δεν σιγοκαίει μόνο, συνδαυλίζει φωτιές, με προσάναμμα τη βρωμιά που εκπέμπουν τα βοθροκάναλα.
Η προσφυγιά των τσιγγάνων, των Αθίγγανων δηλαδή των Ανέγγιχτων, των πιο φτωχών ανάμεσα στους φτωχούς από την Ινδία όταν εισέβαλαν οι Άραβες, αποδεκάτισε στο δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες.
Οι πυρές του Μεσαίωνα έκαψαν αμέτρητους τσιγγάνους ως μάγους, οι ευγενείς του Μεσαίωνα διασκέδαζαν συμπεριλαμβάνοντας στα θηράματα του κυνηγιού μαζί με τις αλεπούδες και τους τσιγγάνους, η πώλησή τους ως σκλάβων στη Ρουμανία κράτησε πάνω από 500 χρόνια και το μεγάλο και αγνοημένο ολοκαύτωμα των τσιγγάνων αναφέρει τουλάχιστον 500.000 εξοντωμένους από τους Ναζί φονιάδες.
Τώρα που ο πλανήτης απειλείται από το ρατσιστικό μένος περισσότερο από την πανδημία και με αφορμή το Πάσχα όλο και κάποιοι φαρισαίοι θα ανακινήσουν το “γύφτοι τα ‘φτιάξαν τα καρφιά”, κάθε πράξη που καταλαγιάζει τη ρατσιστική κτηνωδία, είναι μια καλή πράξη.
Ο Άντυ, περνούσε απ’ το δρόμο και μάζευε κέρματα, παίζοντας ακορντεόν. Όταν γνωριστήκαμε, με ρώτησε τι θέλω ν’ ακούσω και ζήτησα το Besame. Από τότε όταν ακουγόταν από μακριά, η Ρόζα φώναζε, “έρχεται ο Besame”!
Όπως φώναζε “έρχεται ο Πλάκωνας” και κατέβαινα για να πάρω δώρο απ’ τον Ακαδημία Πλάτωνα, άλλοτε ένα χαρτόκουτο κι άλλοτε ένα χαρτόνι οντουλέ, σαν μια ανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα.
Ο Άντυ ανέβαινε κάποτε στο σπίτι κι έπαιζε δίπλα στο κρεβάτι της ακίνητης μάνας μου.
Στο μοναχικό μνημόσυνο της μεγάλης μου απώλειας, πήγαμε μαζί. Έπαιξε το Βesame. Κάποια άρχισε να ουρλιάζει εκεί δίπλα, “Δεν επιτρέπονται αυτά στα κοιμητήρια. Παρ’ το γύφτο σου και φύγε”
Φάγαμε παρέα εκείνο το μεσημέρι, καθώς τάιζα και τη μάνα μου.
– Πώς έσπασες το δόντι, Άντυ;
– Για μια γυναίκα.
– Έ χαλάλι μισό δόντι για μια γυναίκα.
– Ναι, έτσι μου λέει κι η μάνα μου. Το χαμόγελό σου τώρα, Άντυ, είναι σαν κλουβί πουλιού με ανοιχτή πόρτα.
Σ’ αυτό τον κακό καιρό των άδειων δρόμων, δεν κυκλοφορούν πια ούτε ο Πλάκωνας, “όλα τα παλιά, παλιές ντουλάπες, παλιές μπανιάρες, παλιές γραφείες”, που τα έβαζε όλα σε μια γοητεία γένους θηλυκού. ούτε κι ο Besame.
Έκλεισαν οι πόρτες όλων των κλουβιών.
Όταν ανοίξουν ξανά, να βγούμε με λιγότερο κρετινισμό και λιγότερο μίσος.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr