γράφει ο Κωνσταντίνος Καββεζός
Με το «καλημέρα» η πλέον ακροδεξιά ηγεσία στην ιστορία του κράτους, επιχειρεί να ανατρέψει το προηγούμενο σημείο ισορροπίας στις σχέσεις νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας
Με ένα από τα πρώτα νομοσχέδια της θητείας της η νέα κυβέρνηση του Ισραήλ, η πλέον ακροδεξιά και θρησκευόμενη στην ιστορία του κράτους, επιχειρεί να ανατρέψει το προηγούμενο σημείο ισορροπίας στις σχέσεις νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας.
Η βασική επιδίωξη του προσχεδίου που παρουσίασε στις 11 Ιανουαρίου ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης, Γιαρίβ Λεβίν, μέλος του κόμματος του Νετανιάχου, Λικούντ, είναι ο δραστικός περιορισμός του δικαστικού ελέγχου επί της νομοθετικής εξουσίας της Κνεσέτ. Ο κυβερνητικός συνασπισμός έθεσε αρχικά ως στόχο την ψήφιση του νομοσχεδίου πριν από το τέλος του Μαρτίου.
Ένα από τα βασικότερα σημεία της προωθούμενης μεταρρύθμισης αφορά την αύξηση της εκπροσώπησης του κυβερνώντος συνασπισμού στην επιτροπή εκλογής δικαστών, η οποία είναι υπεύθυνη για τον διορισμό, την προαγωγή και την παύση δικαστών, συμπεριλαμβανομένων και των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου. Παράλληλα, αντί της εφαρμογής μιας επετηριδιακής λογικής στη βάση της «αρχαιότητας», δίνεται η δυνατότητα στην πλειοψηφία της επιτροπής να ορίσει στη θέση του προέδρου και του αντιπροέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου δικαστικούς και δικηγόρους, που δεν έχουν απαραιτήτως υπάρξει μέλη του στο παρελθόν.
Σημαντικός θεωρείται και ο τρόπος με τον οποίο το νομοσχέδιο προσδιορίζει τους όρους άσκησης δικαστικού ελέγχου επί του νομοθετικού έργου της Κνεσέτ, ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα σε 61 από τους 120 βουλευτές της να ψηφίζουν εκ νέου νόμους που ακυρώθηκαν ως αντισυνταγματικοί από το Ανώτατο Δικαστήριο ή να ψηφίζει νόμους ως εξαρχής απρόσβλητους και μη δυνάμενους να υποβληθούν σε νομικό έλεγχο.
Αμέσως μετά την παρουσίαση του προσχεδίου του Λεβίν, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης, πρώην πρωθυπουργός και άλλοτε κυβερνητικός εταίρος του Νετανιάχου, Γιαΐρ Λαπίντ, έκανε λόγο για «ριζική αλλαγή καθεστώτος», ενώ ομάδες δικηγόρων κάλεσαν σε στάση εργασίας την επόμενη μέρα. Καθηγητές νομικών σχολών του Ισραήλ δήλωσαν πως η Κνεσέτ έχει βέβαια το δικαίωμα να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, αλλά οι συγκεκριμένες είναι ιδιαιτέρως δραστικές και βεβιασμένες. Ο πρώην υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Λαπίντ, Μπένι Γκαντζ, κάλεσε όλους τους Ισραηλινούς να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις «για τη διάσωση της ισραηλινής δημοκρατίας». Η απερχόμενη πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, Εσθήρ Χάγιουτ, χαρακτήρισε τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ως «θανάσιμο χτύπημα» στη δημοκρατική ταυτότητα της χώρας.
Το ζήτημα δεν έχει αφήσει αδιάφορους τους Ισραηλινούς. Στις 14 Ιανουαρίου δεκάδες χιλιάδες Ισραηλινοί διαδήλωσαν στο Τελ Αβίβ ενάντια στο νομοσχέδιο, κρατώντας ισραηλινές σημαίες. Η συγκέντρωση καλέστηκε από το κίνημα της «Μαύρης Σημαίας», το ίδιο κίνημα που σήκωσε τις κινητοποιήσεις ενάντια στον Νετανιάχου κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του, απαιτώντας την καθαίρεση και την καταδίκη του και ανεβάζοντας τον Λαπίντ στην εξουσία. Στις 16 Ιανουαρίου φοιτητές σε πολλά πανεπιστήμια του Ισραήλ απείχαν για κάποιες ώρες από τις διαλέξεις και πραγματοποίησαν συγκεντρώσεις.
Από ό,τι φαίνεται, η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Νετανιάχου επιλέγει να σπάσει ορισμένα σημεία συναίνεσης ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και τους κρατικούς θεσμούς του Ισραήλ και να παρακάμψει ορισμένους από τους μηχανισμούς που μεσολαβούν τη διασφάλιση αυτής της συναίνεσης.
Αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο ότι ο ίδιος ο Νετανιάχου θέλει να τελειώνει με τις τρεις δικαστικές υποθέσεις, στις οποίες κατηγορείται για δωροδοκία, κατάχρηση εμπιστοσύνης και απάτη. Σε παρόμοιο μήκος κύματος άλλωστε, η πλειοψηφία της Κνεσέτ, που επρόκειτο να σχηματίσει τη σημερινή ακροδεξιά κυβέρνηση, ψήφισε νόμο που έδωσε τη δυνατότητα σε κάποιον, που έχει κριθεί ένοχος για κάποιο έγκλημα, αλλά δεν έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση, να αναλάβει υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Η φωτογραφική ρύθμιση αφορούσε τον Αριέ Ντερί, επικεφαλής του υπερορθόδοξου εβραϊκού κόμματος Σας, στον οποίο δόθηκε η αντιπροεδρία της κυβέρνησης, το υπουργείο Υγείας και το υπουργείο Εσωτερικών, παρότι έχει κριθεί ένοχος για δωροληψία και διαφθορά.
Στις 18 Ιανουαρίου το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την προεδρία της Χαγιούτ αποφάσισε πως η συγκεκριμένη απόφαση της Κνεσέτ είναι αντισυνταγματική και πως ο Ντερί δεν θα έπρεπε να αναλάβει θέσεις στην κυβέρνηση, πόσο μάλλον όταν, κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του, ο ίδιος είχε υποσχεθεί να αποσυρθεί από την πολιτική ζωή της χώρας. Το Σας δήλωσε άμεσα, δια στόματος του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικών Ζητημάτων και Πρόνοιας, Γιάκοβ Μάργκι, πως, αν ο αρχηγός του αποκλειστεί, ο Νετανιάχου «γνωρίζει ότι δεν θα υπάρξει κυβέρνηση» και «θα πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει».
Με την απόφασή του αυτή και ασκώντας με την τωρινή του σύνθεση τις δυνατότητες που η κυβέρνηση σκοπεύει να του στερήσει, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτάχυνε την κλιμάκωση της σύγκρουσης και περιόρισε τη δυνατότητα του Νετανιάχου να περάσει τη μεταρρύθμιση «ομαλά».
Ωστόσο, πέραν της επίλυσης των προβλημάτων των κυβερνητικών εταίρων με τον νόμο, η επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση δεν μπορεί παρά να αξιοποιηθεί και για την εμπέδωση ενός ακόμα σκληρότερου δόγματος αντιμετώπισης των —αντιστοιχούντων στο ένα πέμπτο του πληθυσμού— Αράβων πολιτών του Ισραήλ.
Ενδεικτικό είναι ότι ο νέος υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ ανακοίνωσε προ ολίγων ημερών την απαγόρευση της παλαιστινιακής σημαίας στο Ισραήλ, χαρακτηρίζοντάς τη σύμβολο τρομοκρατίας. Ο ίδιος φρόντισε λίγες μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του να κάνει μία ιδιαίτερα συμβολική κίνηση επισκεπτόμενος το τέμενος Αλ Άκσα. Μπορεί εκπρόσωποι της κυβέρνησης να δήλωσαν ότι ο Νετανιάχου σέβεται το status quo του τεμένους (είχαν προηγηθεί βέβαια καταδίκες της επίσκεψης από χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, η Ιορδανία και η Τουρκία, που μάλλον πίεσαν και τις ΗΠΑ να επισημάνουν κι εκείνες την ανάγκη για σεβασμό του ισχύοντος στάτους), ωστόσο η κίνηση του Γκβιρ θα πρέπει να θεωρηθεί σαφώς τροχιοδεικτική.
Σε ό,τι αφορά τη Δυτική Όχθη, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ δεν έχει στο παρελθόν δυσκολευτεί να νομιμοποιήσει εποικισμούς. Ωστόσο, οι εξαγγελίες Νετανιάχου ήδη από τις παραμονές των εκλογών για ενίσχυση των εποικισμών και για de jure προσαρτήσεις επικοισμένων εκτάσεων της Δυτικής Όχθης, επί της οποίας «ο εβραϊκός λαός έχει αποκλειστικό και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα», υποδηλώνουν μια στροφή σε ακόμα πιο σκληρή γραμμή.
Οι κυρώσεις που ανακοίνωσε ενάντια στην Παλαιστινιακή Αρχή επ’ αφορμής του διαβήματός της προς τον ΟΗΕ για τα κατεχόμενα εδάφη, είναι ένα ακόμα σημάδι πως η πλέον ακροδεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ επιθυμεί να ελευθερωθεί από όσα τη δεσμεύουν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και να επιδοθεί σε έναν αυξημένης έντασης πόλεμο εναντίον των Παλαιστινίων.
Η αντιπολίτευση στο Ισραήλ, με τα χέρια της γεμάτα από το αίμα των Παλαιστινίων που δολοφονούνταν σε σχεδόν καθημερινή βάση επί της κυβέρνησης Λαπίντ, δεν πρόκειται να αντιπαρατεθεί ουσιαστικά. Το βάρος της αυτοάμυνας πέφτει στους ίδιους τους Παλαιστινίους, στους κόλπους των οποίων έχουν αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα και νέες οργανώσεις, που δεν φαίνονται να υποχωρούν, παρότι οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής επιχειρούν την εξόντωσή τους.
Παράλληλα, η ατζέντα της νέας κυβέρνησης Νετανιάχου υπογραμμίζει μια αυξημένη οφειλή συμπαράστασης στον παλαιστινιακό λαό από τα κινήματα στον υπόλοιπο κόσμο και στη χώρα μας, το σφιχταγκάλιασμα της οποίας με το Ισραήλ θεωρείται δεδομένο από κυβέρνηση και μείζονα αντιπολίτευση.
*Σκίτσο του Παλαιστίνιου Mohammad Sabaaneh
πηγή: kosmodromio.gr
e-prologos.gr