Η διασπορά του φόβου, στο παγκόσμιο χολεριασμένο περιβάλλον της πανδημίας, γεννά πρώτα ένα διογκωμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, κατανοητό και αναμενόμενο, στο βαθμό που δεν απονεκρώνει τη συγκροτημένη σκέψη.
Ο φόβος γεννά υποταγή, σε βαθμό μάλιστα εθελοντικής εκχώρησης και των πιο στοιχειωδών δικαιωμάτων.
Ο φόβος είναι και βιολογικά παραλυτικός και γι αυτό σημαντικός παράγοντας εξασθένησης, όχι μόνο της νοητικής αλλά και της βιολογικής άμυνας.
Οι διαχειριστές της εξουσίας, νεοφιλελέδες, ανδρείκελα, λαμόγια, χαμηλής στάθμης πολιτικά υβρίδια, ξέρουν τι σημαίνει το εργαλείο φόβος, και το στρίβουν, όπως ο βασανιστής το μαχαίρι στην πληγή, εκτοξεύοντάς τον με μάνικες μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες, τα μπλόκα, τα πρόστιμα, τις σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων.
Έτσι, και συγκαλύπτουν τη διαρκή ενοχή τους στην αποδόμηση κάθε κοινωνικού ίχνους και προσδοκούν πως τα μεγαλύτερα φορτία φόβου θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερο και αγιάτρευτο πειθαναγκασμό.
Τα επιτελεία τους βρίσκονται μακριά από τα βιολογικά εργαστήρια και τα ιατρικά ερευνητικά κέντρα. Είναι χωμένα στα παράκεντρα που οργανώνουν την καθολική κοινωνική υποταγή, δοθείσης της ευκαιρίας.
Στο φόβο υπάρχει πάντα η αναζήτηση μιας ασφαλιστικής δικλείδας προστασίας. Είναι σχεδόν αυτόματος μηχανισμός επιβίωσης.
Σ’ αυτό το έδαφος ευδοκιμούν θρησκείες, μάγοι, εξορκιστές, ματζούνια και αυταπάτες. Όταν ο Αναγνωστάκης έγραφε, “αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει”, δεν υποτιμούσε την αγάπη, χωνόταν μέσα στο πιο βαθύ της κύτταρο.
Το παιδί, στο φόβο της τιμωρίας, της βροντής, του νυχτερινού εφιάλτη αναζητά τη μητρική αγκαλιά.
Στο καθεστώς του μαζικού φόβου της πανδημίας, του τιμωρητικού εγκλεισμού, της έλλειψης κάθε παιχνιδίσματος ζωής και ομορφιάς, ακόμη και της αναγκαίας σωματικής επαφής που λέγεται αγκαλιά, φιλί, έρωτας, κατά ένα τρόπο γινόμαστε όλοι παιδιά.
Η “παιδικότητα” μας αποτυπώνεται και στις εξ αποστάσεως καλωδιακές μας επικοινωνίες. Παιδικές φωτογραφίες και νοσταλγικές αναδρομές κατέκλυσαν τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Μια ρετρό φυγή προς τα πίσω. Καθόλου άσχημη. Εβδομηντάρηδες με σορτσάκια και εξηντάρες με φιόγκους στα μαλλιά, έμοιαζε σα να θέλουν να ξεγελάσουν το χρόνο, να βγούμε απ’ τις ευπαθείς ομάδες, να γδάρουμε τα γόνατά μας παίζοντας ξανά κυνηγητό.
Η “παιδικότητά” μας ψάχνει παιχνίδια στον εγκλεισμό. Μας βαφτίζει με ένα γράμμα και ζητά απ’ τους φίλους, που δεν αγγίξαμε ποτέ το δέρμα τους αλλά μπορεί και να έχουμε αγγίξει μια πιο υποδόρια φλέβα τους, να παίξουν μαζί μας και να μας χαρακτηρίσουν, να μας αποκωδικοποιήσουν.
Αν αφήσουμε αυτή την “παιδικότητα”, να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του Κυνόδοντα πατέρα Χαρδαλιά, θα χαντακωθεί και θα μας επιστραφεί ως σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Αν όμως τολμήσουμε ν’ αφήσουμε την “παιδικότητα” να δραπετεύσει από τα κάγκελα των εισαγωγικών και να γίνει μια ώριμη φρεσκάδα στη σκέψη, μια ώριμη νεανική αμφισβήτηση όλων όσων τσακίζουν τις ζωές μας, αν ξεθάψουμε την ομορφιά μιας παιδικότητας που μπαζώθηκε κάτω από τη μικροαστική μας συμπόρευση και τη νοικοκυρίστικη μιζέρια, αν ανακαλύψουμε ξανά την αθωότητα που τα θέλει όλα εδώ και τώρα, χωρίς αμηχανίες μεταξύ μας, χωρίς μισόλογα και περιχαρακώσεις αυτισμού, ίσως πραγματικά να βγούμε από τις ευπαθείς ομάδες και όταν θα βγούμε και από τις πόρτες των κλουβιών, να παίξουμε κυνηγητό στους δρόμους.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr