Ο προδότης, του Μάρκο Μπελόκιο

Ιταλία – Βραζιλία – Γερμανία (2019)

Παγιδευμένος από παιδί στα γρανάζια της σισιλιάνικης μαφίας, ο Τομάζο Μπουσέτα σκαρφαλώνει ραγδαία -χάρη κυρίως στην ευφυΐα του- στην κορυφή της μαφιόζικης φαμίλιας του Παλέρμο, αποκαλούμενος στα τέλη της 10ετίας του ’70 “αφεντικό των δύο κόσμων”.
Η διαμάχη που ξεσπάει στις αρχές της επόμενης 10ετίας ανάμεσα στις φατρίες του Παλέρμο και του Κορλεόνε για τον έλεγχο της διακίνησης ηρωίνης (που αποφέρει υπέρογκα κέρδη) τον αποξενώνει δραστικά κι ο Μπουσέτα θ’ αναζητήσει τη λήθη στη Βραζιλία, όπου καταφεύγει με τη νέα του σύζυγο και το παιδί τους, αφήνοντας πίσω τους δύο μεγαλύτερους γιους του.

Το κυνηγητό που εξαπολύεται εναντίον του, αφενός από την αντίπαλη φατρία και αφετέρου από τη γνωστή για την αγριότητά της Βραζιλιάνικη αστυνομία, τον οδηγεί ενώπιον του Τζοβάνι Φαλκόνε, του κατ’ εξοχήν αποφασισμένου δικαστικού να ξεσκεπάσει τη Μαφία και τους μηχανισμούς της.

Η συνέχεια, με την καθοριστική ανάμιξη του Μπουσέτα και του συνεργάτη του Σαλβατόρε Κοντόρνο στην εξαετούς διάρκειας δίκη Μάξι, δεν είναι ασφαλής για κανέναν από τους εχθρούς της Κόζα Νόστρα.
Στα 81 του πια ο μεγάλος Ιταλός δημιουργός επιχειρεί μια βροντερή επάνοδο, μένοντας εν αρχή πιστός στο προσφιλές του μοτίβο της δραματοποίησης για τη μεγάλη οθόνη πολύκροτων και ιστορικά φορτισμένων γεγονότων. [“Καλημέρα νύχτα” (2003), η ματιά του πάνω στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την υπόθεση Άλντο Μόρο, “Κρυφή Ερωμένη” (2009), τα πρώτα χρόνια της δράσης του Μπενίτο Μουσολίνι και η σχέση του με την Ίντα Ντάζλερ, “Ωραία Κοιμωμένη” (2012), ένα θαρραλέο σχόλιο για την ευθανασία με αφορμή την ιστορία της Ελουάνα Ενγκλάρο].

Σπουδαστής φιλοσοφίας στα νιάτα του, την εγκατέλειψε εν μία νυκτί για χάρη του κινηματογράφου, με κάποιες πρώτες σπουδές στο Λονδίνο. Η παρουσία του στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι της πατρίδας του εκκινεί την περίοδο όπου μεσουρανούν δημιουργοί του διαμετρήματος του Φελίνι, του Αντονιόνι, του Ροσελίνι, του Βισκόντι. Καρδιακός φίλος του Παζολίνι, επηρέασε σημαντικά με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό του τον ιταλικό κινηματογράφο, κυρίως από το ’65 και για τα επόμενα δέκα χρόνια· στάση που σηματοδοτείται χαρακτηριστικά από την ένταξή του στα 1968, στη νεοϊδρυθείσα τότε “Ένωση Ιταλών Κομμουνιστών (μαρξιστών-λενινιστών)”, οπότε και αφοσιώνεται σχεδόν αποκλειστικά ένθεν στη δημιουργία στρατευμένων πολιτικά ταινιών, είτε ως σκηνοθέτης είτε ως σεναριογράφος, συχνότατα δε και με τις δύο ιδιότητες [“Γροθιές στην τσέπη” (1965), “Η Κίνα είναι κοντά” (1967), “Ζήτω η κόκκινη, προλεταριακή 1η του Μάη” (1969), “Χτυπήστε το τέρας στην πρώτη σελίδα ” (1972), “Πορεία Νίκης” (1976)].
Ταινία ωριμότητας και συμπύκνωσης, ο “Προδότης”, που προοριζόταν για το διαγωνιστικό του ματαιωμένου φεστιβάλ των Κανών (Μάης 2019), είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σχόλιο για τη δράση και την καταδίκη των μεγαλοστελεχών της Μαφίας. Στο στόχαστρο του Μπελόκιο μπαίνουν όλοι οι παραπαίοντες αλληλοεξαρτώμενοι θεσμοί (οικογένεια, εκκλησία, πολιτική εξουσία), που θρέφονται συστηματικά από το χρήμα της Κόζα Νόστρα, ποτισμένο από τόνους ηρωίνης. (Η σκηνή με τον ημίγυμνο Αντρεότι να διασχίζει ως μαριονέτα το ραφτάδικο της Μαφίας, ανθολογείται). Σαγηνευμένος από τη ρώμη, τη λαϊκότητα και την ατρομησιά του ήρωά του, όσο κι από την απεγνωσμένη του προσπάθεια ν’ αποτινάξει τα δεσμά που τον στραγγαλίζουν, τον ακολουθεί βήμα το βήμα στη βασανιστική του -δίχως ορατό τέλος- πορεία αυτοκάθαρσης. Ο Μπελόκιο για μια ακόμα φορά καθηλώνει με τον τρόπο του: τον εξαιρετικό ρυθμό του, την ένθεση του προσωπικού στο γενικό και τη σύζευξη του ιδιωτικού με το δημόσιο, τον κατακερματισμό της αφήγησης με λειτουργικά φλασμπακ, τις εμβόλιμες αλληγορικές σφήνες (τα άγρια ζώα στα κλουβιά που παραβάλλονται με τους έγκλειστους μαφιόζους της δίκης, οι εφιάλτες του Μπουσέτα, το ξαπλωμένο σώμα του ιδωμένο ως του αποκαθηλωμένου Ναζωραίου), η θαυμαστή χρήση της μουσικής, με τα αποσπάσματα από τις όπερες του Βέρντι και τις μελαγχολικές νότες του Πιοβάνι, η κωμικοτραγική απεικόνιση της δίκης -ως θεάτρου του παραλόγου-, ο ποιητικός τόνος στην αναπαράσταση της βίας, η διάχυτη πίκρα της ματιάς του για μια πραγματικότητα που τον υπερβαίνει, όπως ακριβώς και τον ήρωά του.

Σε σχετικές συνεντεύξεις του, ο Μπελόκιο καταθέτει μεταξύ άλλων: «Η ιταλική πολιτική δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το σινεμά, ή μάλλον εξ αντανακλάσεως. Αυτό το οποίο ενδιαφέρονται να ελέγξουν οι πολιτικοί είναι η τηλεόραση. Αυτός είναι ο λόγος και η εικόνα της εξουσίας. […] Ο κοινωνικός ρεαλισμός εξαντλήθηκε από τις παραγωγές που γυρίζονται πλέον για την ιταλική τηλεόραση. Τώρα πια όταν κάνεις σινεμά πρέπει να βρίσκεις νέους τρόπους για να αφηγηθείς τις ιστορίες που θέλεις. […] Η Κόζα Νόστρα υπάρχει ακόμη. Αλλά ζει περισσότερο στις σκιές. […] Έχει αλλάξει τρόπο δράσης. Είναι ενδιαφέρον αυτό που λέει ο Φαλκόνε στην ταινία πως η Κόζα Νόστρα είναι ανθρώπινο δημιούργημα, έτσι όπως γεννήθηκε έτσι θα πεθάνει. Δεν είναι ανίκητη. […]»
Ένα μελαγχολικό τραγούδι για το τέλος μιας εποχής, μια σημαντική ταινία.

Θέμις Αμάλλου

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το