του Σπύρου Κουζινόπουλου

Έναν από τους πιο άγριους και πολύνεκρους βομβαρδισμούς είχε γνωρίσει η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής, τον πιο καταστροφικό ίσως που βίωσε η πρωτεύουσα της ελληνικής Μακεδονίας στη μακραίωνη ιστορία της. Μία επιδρομή από αέρος, ανάλογη με αυτές που είχε ζήσει η πρωτεύουσα του Μακεδονικού ελληνισμού στη διάρκεια της επίθεσης των φασιστών του Μουσολίνι κατά της Ελλάδος.

Ήταν 5 Δεκεμβρίου 1943, βράδυ Κυριακής όταν τα συμμαχικά αεροπλάνα διέπραξαν ένα φρικαλέο λάθος: Αναλαμβάνοντας να βομβαρδίσουν γερμανικούς στρατιωτικούς στόχους στην κατεχόμενη από τους Ναζί Θεσσαλονίκη και κυρίως το λιμάνι και το σιδηροδρομικό σταθμό, έριξαν τόνους βομβών στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Βάρνας, της Νεάπολης και του σημερινού Ροδοχωρίου. Τι είχε συμβεί: Στην περιοχή εκείνη υπήρχαν πολλές παράγκες με σκεπές από λαμαρίνες. Γυάλιζαν λοιπόν οι λαμαρίνες τη νύχτα στο φεγγαρόφωτο και τις ανταύγειες από τις σκεπές τις εξέλαβαν οι Εγγλέζοι πιλότοι των βομβαρδιστικών ως αποθήκες πολεμικού υλικού. Έτσι άρχισε ένας ανελέητος βομβαρδισμός, που στοίχισε στη Θεσσαλονίκη περισσότερους από 500 άμαχους νεκρούς.
Η πιο συγκλονιστική σκηνή εκείνου του βομβαρδισμού, εκτυλίχθηκε στις Συκιές, όταν μία εγγλέζικη βόμβα έπεσε στη σκεπή μιας ταβέρνας, στην οποία εκείνη τη στιγμή γίνονταν το γαμήλιο γλέντι ενός νιόπαντρου ζευγαριού. Το βλήμα γκρέμισε την οροφή που έπεσε και καταπλάκωσε όσους βρίσκονταν μέσα και διασκέδαζαν για το ευτυχές γεγονός, μεταξύ των οποίων τη νύφη, το γαμπρό, τα πεθερικά, τους κουμπάρους και δεκάδες συγγενείς και φίλους των νεόνυμφων.

Οι βομβαρδισμοί από τους Ιταλούς του Μουσολίνι

Δεν ήταν όμως ο μοναδικός βομβαρδισμός που γνώρισε η Θεσσαλονίκη στα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου και της γερμανικής Κατοχής. Είχαν προηγηθεί το χειμώνα του 1940-1941 δεκάδες επιθέσεις κατά της πόλης από Ιταλικά βομβαρδιστικά που προκάλεσαν καταστροφές σε διάφορα σημεία. Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε στόχο βομβαρδισμών, καθώς από το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης ξεκινούσαν οι συρμοί που μετέφεραν στρατιώτες και πολεμικό υλικό στο Αλβανικό μέτωπο. Ο πρώτος βομβαρδισμός έγινε την 1η Νοεμβρίου 1940, μέρα μεσημέρι, όταν είκοσι ιταλικά βομβαρδιστικά που συνοδεύονταν από εννέα καταδιωκτικά αεροσκάφη, έπληξαν αρκετές περιοχές της πόλης. Τα επτά ελληνικά καταδιωκτικά που είχαν απογειωθεί για να αναχαιτίσουν τους Ιταλούς φασίστες, έδωσαν δυσανάλογο αγώνα. Παρ’ όλα αυτά όμως κατάφεραν και προξένησαν ζημιές σε ένα ιταλικό βομβαρδιστικό.

Ο βομβαρδισμένος τρούλος της Αγίας Σοφίας

Πολλά από τα χτυπήματα των Ιταλών δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν, καθώς δεν κατευθύνονταν κατά στρατιωτικών στόχων. Πολλές φορές χτυπήθηκαν νοσοκομεία ενώ στις 9 Φεβρουαρίου 1941, κατά τη διάρκεια μεγάλης αεροπορικής επιδρομής μια βόμβα έπεσε στη βορειοδυτική γωνιά του Ναού της Αγίας Σοφίας. Σε κάθε επίθεση, σε κάθε άκουσμα της σειρήνας, όλοι έτρεχαν τρομαγμένοι προς όποια κατεύθυνση νόμιζαν ότι μπορούσαν να σωθούν. Στην Θεσσαλονίκη χτυπήθηκαν, κυρίως, οι ανατολικές συνοικίες της πόλης, Νέα Κρήνη, Αρετσού, Καλαμαριά, Βυζάντιο, Βότσης, κ.α., κοντά σε στρατιωτικούς στόχους, όπως το αεροδρόμιο της Μίκρας και το στρατόπεδο Κόδρα. Εξίσου επλήγησαν η Τούμπα, αλλά και οι βόρειες συνοικίες, η Επτάλοφος, η Νεάπολη, η Ξηροκρήνη και οι Συκιές , λόγω της ύπαρξης του στρατοπέδου Παύλου Μελά και του σιδηροδρομικού σταθμού. Συνολικά οι επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης κόστισαν στην Ιταλική αεροπορία 12 αεροσκάφη. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα ηρωϊσμού και αυτοθυσίας, η κατάρριψη Μητραλέξη ο οποίος την 2η Νοεμβρίου στη διάρκεια αναχαίτισης εχθρικών βομβαρδιστικών, πάνω από το Λαγκάδα, έχοντας ξεμείνει από πυρομαχικά, αποφάσισε να εμβολίσει την ουρά ιταλικού βομβαρδιστικού, με την έλικα του αεροσκάφους του, με συνέπεια να το καταρρίψει. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, σκοτώθηκαν από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς 232 άτομα, τραυματίστηκαν 871, ενώ 864 οικογένειες επλήγησαν σοβαρά ιδίως στις περιφερειακές συνοικίες της πόλης και κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς Σοφούλη (τότε Αλλατίνι) και Εθνικής Αντιστάσεως (τότε Γεωργικής Σχολής), όπως και το αεροδρόμιο της Μίκρας. Βομβαρδίστηκαν επίσης οι συνοικισμοί Επταλόφου, Νεάπολης, Ξηροκρήνης, Συκεών κ.ά.

Ο Γιώργος Ιωάννου

Έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου στο έργο του «Η πρωτεύουσα των προσφύγων – «Κατοχικό ημερολόγιο») για τον πολύνεκρο βομβαρδισμό από τους Άγγλους:

«…Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1943. Ο καιρός είναι καλός. Έφαγα μπιζέλια νερόβραστα. Χθες το βράδυ ενώ η ωχρά σελήνη εφώτιζε τα πάντα και ήταν πραγματικώς μαγευτική η βραδιά αντήχησαν αι τρομεραί σειρήναι. Εγώ δεν εσηκώθηκα ποσώς. Σχεδόν μαζί με τας σειρήνας ήρχισαν να πίπτουν βροχηδόν αντιαεροπορικά παντός διαμετρήματος, ως και πολυβόλα, διότι τα αεροπλάνα ήταν πολύ χαμηλά. Αλλά μετ’ ολίγον έλαμψε ο τόπος και τρομεροί κρότοι σαν εκρήξεις βομβών ηκούοντο επί ένα τέταρτον. Εμείς και όλος ο κόσμος βέβαια ετρομοκρατήθημεν. Τα παράθυρα έτριζον απειλητικώς, αι θύραι ήνοιγον μόναι των και ολόκληρον το οικοδόμημα εσείετο εκ θεμελίων […].

Περί ώραν 11-12 ηκούσθησαν και πάλιν αι σειρήναι, τίποτα όμως περισσότερο. Την πρωίαν έμαθα ότι βομβάρδισαν την Νεάπολη, Συκιές, Βάρνα. ‘Απαντες συνοικισμοί. Περί τους πεντακοσίους ανέρχονται οι νεκροί. Το απόγευμα επεσκέφθην την πληγείσαν περιοχήν της Βάρνας. Οι φονιάδες γκρέμισαν τις παράγκες και σκότωσαν τον κόσμο στα κρεβάτια τους. Σχεδόν τα θύματα τα είχαν μαζέψει. Εγώ είδα δύο νεκρούς σκεπασμένους με ένα σεντόνι. Τα ερείπια μαρτυρούν περί της αναισχύντου ατιμίας που διεπράχθη από τους “φίλους» μας!”».

Ο Περικλής Σφυρίδης

Για τον ίδιο βομβαρδισμό, έγραψε και ο Περικλής Σφυρίδης:

“Αυτό το πανδαιμόνιο θα κράτησε κάνα εικοσάλεπτο, όταν ένα αεροπλάνο, σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας, έριξε μια υπέρλαμπρη φωτοβολίδα που έκανε τη νύχτα μέρα, κι αμέσως, ως δια μαγείας, σταμάτησε ο βομβαρδισμός κι απομακρύνθηκαν τα συμμαχικά αεροπλάνα αφήνοντας πίσω τους κόλαση. Εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η φωτοβολίδα βοήθησε τους πιλότους να αντιληφθούν το λάθος τους και να συνεχίσουν τον βομβαρδισμό στο λιμάνι, που βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης. Ο Ιωάννου, επομένως, περιγράφει τη συνέχεια του βομβαρδισμού μετά το «λάθος» στις Συκιές, Βάρνα και Νεάπολη. «Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς από τα κλάματα, το θρήνο μιας ολόκληρης γειτονιάς. «Ευτυχώς που οι Πόντιοι έλειπαν», είπε ο πατέρας και αναφερόταν στους γείτονές μας, όπου το καταφύγιο στην αυλή και η βόμβα που έσκασε σύρριζα στο σπίτι τους και μας γέμισε λάσπη και σουβάδες. «Είχαν γάμο κι ύστερα τραπέζι σε ταβέρνα στις Συκιές», τον πληροφόρησε η μάνα, αλλά σε λίγο ακούστηκαν σπαραχτικές φωνές από τα απέναντι σπίτια των Ποντίων, γιατί μια οβίδα έσκασε πάνω στη συγκεκριμένη ταβέρνα όπου γλεντούσαν κι έπεσε η πλάκα, η οροφή, και σκότωσε πολλούς, τους περισσότερους από τους θαμώνες, μαζί με τη νύφη και το γαμπρό. 

Ανάμεσα στα θύματα ήταν κι η Σεβαστή με την αδελφή της Ανθούλα, δυο ψηλές και γεμάτες κοπέλες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργότερα, με έπαιρναν συχνά αγκαλιά στα αφράτα τους μπράτσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελφός τους ο Αντρέας, που μαζί με άλλους προσπαθούσαν όλη νύχτα, με κασμάδες και φτυάρια, να ξεθάψουν τους πλακωμένους. Όταν έφεραν τα κορίτσια στο σπίτι πάνω σ’ ένα κάρο, ο Αντρέας δεν ξεκολλούσε από πάνω τους, έκλαιγε, χτυπιόταν και καταριόταν τους Εγγλέζους, αυτός που μισούσε τους Γερμανούς και ξέραμε ότι ήταν οργανωμένος και τους πολεμούσε. Οι γονείς τους γέρασαν ξαφνικά μεμιάς, δυο χούφταλα που μαράθηκαν πάνω σε δυο σκαμνιά, δίπλα στα φέρετρα που εν τω μεταξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυβαν το πρόσωπό τους με τα χέρια κι άλλοτε τραβούσαν τα μαλλιά τους. Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέσως τρέξει στο σπίτι της Σεβαστής και της Ανθούλας για να συμπαρασταθούν στους επιζήσαντες. Έτσι βρήκα εγώ την ευκαιρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμφορά με τα δικά μου μάτια. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πρωινό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκωνε, αφού το κρύο ήταν τσουχτερό και υπήρχαν λίγα χιόνια στις παρυφές του δρόμου. Τράβηξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρνα που έγινε ομαδικός τάφος. Στην άκρη του δρόμου υπήρχαν κάποια πτώματα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακόμη αναγνωρίσει ή μαζέψει οι δικοί τους. Μα πιο πολλά, ανατριχιάζω ακόμα και τώρα που το γράφω, ήταν τα σκόρπια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγγενείς τους σήκωσαν τα πτώματα, αλλά ήταν νύχτα ή χρόνος χαμένος για να ψάξουν για τα μέλη που έλειπαν. Τη μνήμη μου καίει ακόμα ένα ποδαράκι που φορούσε ένα καινούργιο παιδικό παπούτσι. Παρότι ήμουν συνηθισμένος από νεκρούς, όπως άλλωστε κι όλα τα παιδιά της Κατοχής, που είχαμε δει αρκετούς σκοτωμένους ή πεθαμένους από πείνα, αυτή η μαζική δολοφονία – τι τραγικό, από λάθος!»

(Περικλή Σφυρίδη «Ψυχή μπλέ και κόκκινη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 93-94)

πηγή: farosthermaikou.blogspot.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το