Είναι κοινοτοπία να πει κανείς ότι μπορεί να πτωχεύσει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Ο προσωπικός μου (που αφορά κυρίως τους δικούς μου ανθρώπους) είναι αυτός των εικόνων και των αναμνήσεων από τα μικρά φωτάκια στο βουνό πάνω από τους “μπαξέδες” (συκοπεριβόλους) γύρω από το προσφυγικό χωριό της μάνας μου, τον Ταξιάρχη, σκαρφαλωμένους πάνω από την παράλια γραμμή του Πύργου, των Ωρεών και των Κανατάδικων.
Από τη μια ο Παγασητικός κι από την άλλη μικρά φωτάκια, οι Γαλατσάδες, οι Καματριάδες, η Καστανιώτισσα και πιο πέρα η Αβγαριά, το Κυπαρίσσι – τόποι μυθικοί, που το 1970 δεν τους ένωνε κανένας αμαξιτός δρόμος, ούτε ρεύμα, ούτε βέβαια τηλέφωνο. Τέτοιες μέρες καθόμασταν το βράδυ στο μικρό “ντάμι”, στον μπαξέ του παππού, ακούγαμε όλα τα ξαδέλφια ιστορίες για τα βουνά της Εύβοιας, εξαντλημένοι από το καθημερινό κυνήγι των σύκων.
Τώρα όλ’ αυτά τα φωτάκια κι οι ιστορίες διασύρθηκαν στο φως της ημέρας, στα κανάλια, μέσα σε καπνούς και γιγάντιες φλόγες ενός αποκαλυπτικού τοπίου. Πάει αυτό, αυτό είναι το προσωπικό.
Πιο πολύ νομίζω ότι έχει σημασία η πτώχευση που έρχεται στο νόημα ζωής και στον άξονα αξιών μας απ’ αυτό το κακό: η Βόρεια Εύβοια δεν είχε μόνο φυσική ομορφιά, αλλά την ομορφιά της απλής, ισορροπημένης και ήσυχης τάξης του κόσμου.
Μικρά χωριά στο εσωτερικό, μικρές ακρογιαλιές στον Ευβοϊκό και άλλης μορφής στο Αιγαίο, άνθρωποι εργατικοί στις ελιές, τα σύκα, τα μελίσσια, τα ρετσίνια μαζί με μικρά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα στις παραθαλάσσιες Ροβιές, Αγία Άννα, πιο “ανεβασμένα” εξοχικά στο Πευκί, την αριστοκρατική Λίμνη, ιαματικά λουτρά στην Αιδηψό με σπίτια από το Μεσοπόλεμο, καρπούζια στον κάμπο του Ξηροχωριού, παλιές ταβέρνες στον εκ Κωνσταντινοπολιτών προσφύγων Πύργο και βέβαια μοναστήρια και προσκυνήματα με εικόνες και λείψανα προστατευμένα από ανθρώπινες ασπίδες τα καραβάνια των προσφύγων από τη φωτιά και το διωγμό.
Χωρίς “εύκολα λεφτά”, γιγάντιες ξενοδοχειακές μονάδες, μεζονέτες, “επώνυμους” , αλητείες, κυκλώματα, πάλεψαν για χρόνια για το διαμοιρασμό των μεγάλων τσιφλικιών, με την ανεργία μετά το κλείσιμο του Σκαλιστήρη και για έναν ταλαίπωρο δρόμο που θα μείωνε δραστικά την απόσταση από τα Πολιτικά έως τη Λίμνη τρυπώντας το Τελέθριο – και που δεν ήρθε ποτέ. Η πικρία, η αγανάκτηση, η απογοήτευση για το πώς όλο αυτό το μικρό σύμπαν σβήστηκε πραγματικά από το χάρτη είναι μια συμπύκνωση του τι μορφή έχει η κόλαση που ο άνθρωπος (κι όχι ο Θεός, βέβαια) παρασκευάζει συστηματικά για τον εαυτό του.
Παραλείπω αυτή τη στιγμή τις πελώριες πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις (για τις οποίες πρέπει να γίνει, βέβαια, ριζική συζήτηση). Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στο βορειοανατολικό τμήμα το 1977 οι δασικές αρχές είχαν κρεμάσει μια πινακίδα στον παραλιακό δρόμο προς Αιγαίο με τους στίχους του Μιλτιάδη Μαλακάση “Το δάσος που λαχτάριζες ώσπου να το περάσεις,/ τώρα να το ξεχάσεις διαβάτη αποσπερνέ”.
Νομίζω ότι σήμερα θα πρέπει ν’ ακούσουμε το Γιώργο Χρονά που δεν αναφέρεται μόνο στο Πέραμα αλλά σε κάθε “Πέραμα” προειδοποιώντας “τα κεραμίδια θα γίνουνε τσιμέντο/ τα ξύλα θα γίνουνε πέτρες / η αγάπη θα γίνει χρήμα”.
Ωστόσο δεν ξεχνούμε και το τέλος που δίνει ο ίδιος “στάθηκα δίπλα σου και σου είπα/ θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη / το Σάββατο, το Σάββατο την ίδια ώρα θ’ αναστηθούμε”…
Δημήτρης Μόσχος
e-prologos.gr