Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε περίοδο οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που αποτελεί την κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη. Η τάξη που κατέχει τα μέσα για την υλική παραγωγή, κατέχει έτσι ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής [ΜΜΕ, βιβλία,μουσική βιομηχανία, κινηματογράφος, κρατική και ιδιωτική παιδεία κτλ] ώστε με τον τρόπο αυτόν της υποτάσσονται κατά μέσο όρο οι ιδέες εκείνων που δεν διαθέτουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που έχουν συλληφθεί ως ιδέες. Δηλαδή οι σχέσεις που καθιστούν ακριβώς μια τάξη κυρίαρχη, δηλαδή οι ιδέες της κυριαρχίας της. Τα άτομα που αποτελούν την κυρίαρχη τάξη, έχουν μεταξύ άλλων και συνείδηση και συνεπώς σκέφτονται. Εφόσον λοιπόν κυριαρχούν ως τάξη και καθορίζουν το συνολικό εύρος μιας ιστορικής περιόδου, είναι αυτονόητο ότι το κάνουν αυτό σε πλήρες εύρος, δηλαδή μεταξύ άλλων κυριαρχούν επίσης ως διανοητές, ως παραγωγοί ιδεών, καθορίζουν την παραγωγή και κατανομή των ιδεών της περιόδου τους, έτσι οι ιδέες τους είναι οι κυρίαρχες ιδέες της περιόδου. Για παράδειγμα, σε μια περίοδο και σε μια χώρα όπου η βασιλική δύναμη, η αριστοκρατία και η αστική τάξη αγωνίζονται για την κυριαρχία, εκεί δηλαδή όπου η κυριαρχία είναι διαιρεμένη, αναδεικνύεται ως κυρίαρχη σκέψη το δόγμα της διαίρεσης των εξουσιών, η οποία πλέον διατυπώνεται ως «αιώνιος νόμος».
Ο καταμερισμός της εργασίας, τον οποίο ήδη προηγουμένως απαντήσαμε ως μία των κυριότερων δυνάμεων της μέχρι σήμερα ιστορίας, εκφράζεται και στην κυρίαρχη τάξη ως καταμερισμός της πνευματικής και της υλικής εργασίας, ώστε εντός αυτής της τάξης το ένα τμήμα εμφανίζεται ως οι διανοητές αυτής της τάξης (οι ενεργοί εννοιολόγοι ιδεολόγοι της, οι οποίοι καθιστούν κύρια προσοδοφόρα απασχόλησή τους τη τελειοποίηση της ψευδαίσθησης αυτής της τάξης για τον εαυτό της), ενώ οι άλλοι συμπεριφέρονται περισσότερο παθητικά και αποδεκτικά σ’ αυτές τις ιδέες και τις ψευδαισθήσεις, διότι στην πραγματικότητα είναι τα ενεργά μέλη αυτής της τάξης και έχουν λιγότερο χρόνο να θρέφουν ιδέες και ψευδαισθήσεις γι’αυτούς τους ίδιους. Εντός αυτής της τάξης ο διχασμός αυτός μπορεί μάλιστα να αναπτυχθεί σε συγκεκριμένη αντιπαλότητα και εχθρότητα των δύο μερών, η οποία, όμως, με κάθε πρακτική σύγκρουση όπου κινδυνεύει η ίδια η τάξη, εκμηδενίζεται από μόνη της, όπως άλλωστε εξαφανίζεται και η επίφαση του ότι οι κυρίαρχες ιδέες δεν ήταν οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης και ότι δήθεν είχαν δύναμη ξεχωριστή από τη δύναμη αυτής της τάξης [δλδ, οι ιδέες του φασισμού δεν είχαν ξεχωριστή δύναμη από αυτή της αστικής τάξης, της κυρίαρχης τάξης την περίοδο του φασισμού. Οι ιδέες του φασισμού ήταν οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, δλδ, της αστικής].
Η ύπαρξη επαναστατικών ιδεών σε μια συγκεκριμένη περίοδο προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης, για τις προϋποθέσεις της οποίας ειπώθηκαν ήδη προηγουμένως τα αναγκαία. Εάν λοιπόν κατά τη σύλληψη της ιστορικής πορείας αποκόψουμε τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης από την ίδια την κυρίαρχη τάξη και τις αποδώσουμε σε μια ανεξάρτητη ύπαρξη, αν τις καταστήσουμε αυτοτελείς, αν περιορίσουμε τον εαυτό μας στο να λέει απλώς ότι σε μια περίοδο κυριάρχησαν οι τάδε και οι δείνα ιδέες, χωρίς να νοιαζόμαστε για τις συνθήκες της παραγωγής και για τους παραγωγούς αυτών των ιδεών, εάν αγνοήσουμε δηλαδή τα άτομα και τις κοινωνικές συνθήκες που είναι οι πηγή των ιδεών, τότε μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, για παράδειγμα, ότι κατά την περίοδο κυριαρχίας της αριστοκρατίας κυριαρχούσαν οι έννοιες τιμή, αφοσίωση κ.λπ., κατά τη διάρκεια της αστικής κυριαρχίας οι έννοιες ελευθερία, ισότητα κ.λπ. [δλδ πέφτουμε στην επίφαση, στην αυταπάτη, ότι αυτό που κυριαρχούσε ήταν κάποιες αφηρημένες έννοιες (π.χ. τιμή – honour ) και όχι η αριστοκρατική τάξη, ή ότι σήμερα αυτό που κυριαρχεί είναι κάποιες αφηρημένες έννοιες (π.χ. ελευθερία, ισότητα) και όχι η αστική τάξη και το κεφάλαιο].
Αυτές οι «κυρίαρχες έννοιες» θα έχουν τόσο πιο γενική και περιεκτική μορφή όσο περισσότερο η κυρίαρχη τάξη είναι αναγκασμένη να παρουσιάσει το συμφέρον της ως συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας. Η ίδια η κυρίαρχη τάξη έχει κατά μέσον όρο την παράσταση ότι κυριαρχούσαν αυτές οι έννοιές της και τις διαχωρίζει από τις κυρίαρχες παραστάσεις προηγούμενων περιόδων μόνον από το ότι τις παραθέτει ως αιώνιες αλήθειες.
Η ίδια η κυρίαρχη τάξη φαντάζεται κατά μέσον όρο κάτι τέτοιο. Αυτή η αντίληψη περί ιστορίας, η οποία είναι κοινή σε όλους τους ιστοριογράφους κυρίως από τον 18ο αιώνα, θα σκοντάψει αναγκαστικά στο φαινόμενο ότι κυριαρχούν όλο και πιο αφηρημένες σκέψεις, δηλαδή σκέψεις που λαμβάνουν όλο και περισσότερο την μορφή της καθολικότητας. Κάθε νέα τάξη η οποία τίθεται στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι αναγκασμένη, ήδη για να διεκπεραιώσει το σκοπό της, να παρουσιάσει το συμφέρον της ως το κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, δηλαδή με ιδεατή έκφραση: πρέπει να αποδώσει στις ιδέες της τη μορφή της καθολικότητας, να τις παρουσιάσει ως τις μοναδικές έλλογες, καθολικά ισχύουσες. Η τάξη που διεξάγει την επανάσταση, ήδη επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τάξη, εμφανίζεται εκ των προτέρων όχι ως τάξη άλλα ως εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, εμφανίζεται ως η συνολική μάζα της κοινωνίας απέναντι στην μοναδική κυρίαρχη τάξη.
Μπορεί να το κάνει αυτό διότι στην αρχή το συμφέρον της συναρτάται πραγματικά σε μεγάλο βαθμό με το κοινό συμφέρον όλων των υπόλοιπων μη κυρίαρχων τάξεων, καθώς υπό την πίεση των μέχρι τώρα συνθηκών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί ως ιδιαίτερο συμφέρον μιας ιδιαίτερης τάξης. Η νίκη της ωφελεί συνεπώς επίσης πολλά άτομα των υπόλοιπων τάξεων που δεν έχουν καταλήξει στην κυριαρχία, αλλά αυτό μόνον εφόσον θέτει πλέον αυτά τα άτομα στη θέση να ανέλθουν στην κυρίαρχη τάξη. Όταν η γαλλική αστική τάξη κατέρριψε την κυριαρχία της αριστοκρατίας, κατέστησε δυνατό για πολλούς προλετάριους να υπερβούν το προλεταριάτο, αλλά μόνον εφόσον έγιναν αστοί. Κάθε νέα τάξη συγκροτεί λοιπόν την ηγεμονία της σε διαρκώς μεγαλύτερη βάση απ’ ότι η προηγούμενη κυρίαρχη τάξη, ενώ αργότερα η αντίθεση μεταξύ των μη κυρίαρχων προς την νέα κυρίαρχη τάξη αναπτύσσεται με αυξανόμενη οξύτητα και βάθος.
Μέσα από τα δύο αυτά στοιχεία καθορίζεται το ότι ο αγώνας που μέλλει να διεξαχθεί ενάντια σ’αυτή τη νέα κυρίαρχη τάξη, με τη σειρά του, στοχεύει προς μια καθοριστικότερη και ριζοσπαστικότερη άρνηση των μέχρι σήμερα κοινωνικών συνθηκών απ’ότι μπορούσαν να το κάνουν όλες οι προηγούμενες τάξεις που επιδίωκαν την εξουσία. Όλη αυτή η επίφαση, που κάνει να φαίνεται ότι κυριαρχία μιας συγκεκριμένης τάξης είναι μόνον η κυριαρχία ορισμένων ιδεών, παύει βεβαίως αφ’ εαυτής από τη στιγμή που παύει εν γένει η ταξική κυριαρχία να αποτελεί τη μορφή με την οποία οργανώνεται η κοινωνία, από τη στιγμή δηλαδή που δεν είναι πλέον αναγκαίο να παρατίθεται ένα ιδιαίτερο [συγκεκριμένο] συμφέρον ως γενικό [καθολικό] ή να παρατίθεται το ‘’Γενικό’’ ως κυρίαρχο.
——————
Μαρξ – Ένγκελς, από το Η Γερμανική Ιδεολογία, 1846
e-prologos.gr