Παραθέτουμε τις ομιλίες των σ. Γιώργου Ράπτη και Ιάσονα Αδριανού στην εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή με τίτλο: «Η “Μεγάλη Ιδέα” μιας μεγάλης καταστροφής – Ο αλυτρωτισμός και η υποτέλεια, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», που πραγματοποιήθηκε στο 10ο Κάμπινγκ της Πορείας.
Αρχικά η ομιλία του Γιώργου Ράπτη με τίτλο:
Η εισβολή των ιμπεριαλιστών στην Τουρκία,
ο ρόλος του Κεμάλ και της Σοβιετικής Ένωσης
Σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες, φίλοι και φίλες,
Για να το πούμε εξ αρχής και καθαρά: ο πόλεμος, στον οποίο θα αναφερθούμε, ουσιαστικά ξεκίνησε το 1918, όταν ο τουρκικός λαός αρνήθηκε να υποταχθεί στην κατοχή και το κομμάτιασμα της χώρας του, για αυτό και ήταν δίκαιος από την πλευρά του. Από την άλλη, οι ιμπεριαλιστές της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και των ΗΠΑ διεξήγαγαν ένα πόλεμο άδικο, για την υποδούλωση του τουρκικού λαού και την κλοπή του πλούτου της περιοχής. Στον πόλεμο αυτό συμμετείχε “με τη σωστή πλευρά της ιστορίας”, και τότε, δηλαδή με τους ιμπεριαλιστές κατακτητές, η Ελλάδα και ο στρατός της. Σε αυτήν την πλευρά βρέθηκε και το καθεστώς του Σουλτάνου στην Τουρκία, το οποίο αποδέχθηκε την κατοχή και προσπάθησε να ρίξει τα βάρη της στο λαό. Από αυτήν την άποψη, καλό είναι να ξεφύγουμε από τις λαθεμένες απόψεις που βλέπουν έναν στενά “Ελληνοτουρκικό πόλεμο” και να δούμε την πραγματικότητα. Με αυτό το σκεπτικό καλό είναι να δούμε τις ευρύτερες συνθήκες που επικρατούσαν στον κόσμο και στην περιοχή τότε, για να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα και για το σήμερα.
Σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες, φίλοι και φίλες,
Το 1918 τελειώνει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ (Συνεννόηση), δηλαδή της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και των ΗΠΑ σε βάρος των Κεντρικών Δυνάμεων, δηλαδή της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας. Οι ιμπεριαλιστές τότε ενεπλάκησαν σε ένα φονικό πόλεμο με 20 εκατομμύρια νεκρούς, για να ξεπεράσουν την οικονομική τους κρίση και να ξαναμοιράσουν τις αγορές και τις σφαίρες επιρροής. Ο στόχος επιτεύχθηκε εν μέρει μόνο. Το πρόβλημα του μοιράσματος των σφαιρών επιρροής τέθηκε εκ νέου στους νικητές του πολέμου. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός ηττήθηκε με αποτέλεσμα να αποσύρεται από τις κτήσεις του, ενώ οξύνεται το ζήτημα του μοιράσματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι μόνο οι ιμπεριαλιστές, οι λακέδες τους και οι αντιθέσεις τους που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις. Αντίθετα, υπήρχαν και οι λαοί. Πολλοί από αυτούς στέναζαν από την πολύχρονη κυριαρχία των αποικιοκρατών και όλοι από τη φτώχεια και την εξαθλίωση μετά τον Α΄ ΠΠ. Την περίοδο 1918-1923, ξεσπούν μεγάλα λαϊκά κινήματα σε μια σειρά χωρών. Πρώτα και κύρια στη Ρωσία, με τις δύο επαναστάσεις του 1917 και στη συνέχεια με όλους τους λαούς της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, με το γνωστό αποτέλεσμα: τη δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στην ιστορία. Και στη συνέχεια, από τις χώρες της Ευρώπης με τις εξεγέρσεις σε Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, μέχρι τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις αποικιακές χώρες της Μέσης και της Άπω Ανατολής, την Ινδία, την Κορέα, την Κίνα, τη Μογγολία, το Αφγανιστάν, το Ιράν, τη Συρία και ως τη Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Αφρική (Σουδάν) και βεβαίως την Τουρκία, την οποία εξετάζουμε. Εκατομμύρια εργάτες, φτωχοί αγρότες και ευρύτερα λαϊκά στρώματα ξεσπούν, παίρνουν ακόμα και το όπλο στο χέρι, απέναντι στην ιμπεριαλιστική, την αποικιοκρατική και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Σύντροφοι, συναγωνιστές και φίλοι,
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Τουρκία στη Μέση Ανατολή, ως τη Βόρεια Αφρική. Κατείχε μια στρατηγική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, σε τρεις ηπείρους, ενώ υπό την εξουσία της βρισκόταν τα δύο παγκόσμιας σημασίας στενά, του Σουέζ και του Βοσπόρου. Το Ιράκ και το Ιράν ήταν (και είναι) βασικές πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο κάθε ιμπεριαλιστής ήθελε για τα δικά του συμφέροντα να πάρει όσο μεγαλύτερο μερίδιο μπορούσε, και των υπολοίπων χωρών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας.
Πρώτος σταθμός είναι η αποικιοκρατικού τύπου Συνθήκη Ειρήνης που υπέγραψαν οι δυνάμεις της Αντάντ με το καθεστώς του Σουλτάνου, στο Μούδρο της Λήμνου, στις 30 Οκτώβρη 1918. Εκεί υπογράφτηκε η πλήρης παράδοση της χώρας και μεταξύ άλλων η αποστράτευση όλου του τούρκικου στρατού και η παράδοση των όπλων στους νικητές(διατηρήθηκε μόνο το κομμάτι που αφορούσε την “εσωτερική ασφάλεια”, δηλαδή την υπηρέτηση της κατοχής), η παράδοση όλων των φρουρίων και των λιμανιών, η παράδοση των σιδηροδρόμων, το δικαίωμα των στρατευμάτων των νικητών να καταλάβουν όποιο κομμάτι της περιοχής επιθυμούν και άλλα παρόμοια., ενώ ουσιαστικά καταλύθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις εξελίξεις, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο, ότι όλες οι προαναφερόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν μεγάλα συμφέροντα, ήδη από το 19ο αιώνα, στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Τουρκίας.
Και η Γερμανία (ειδικά πριν την ήττα της), και η Αγγλία, και η Γαλλία, και οι ΗΠΑ φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις στο εξωτερικό εμπόριο της Οθ. Αυτοκρατορίας. Το ίδιο και στις ξένες επενδύσεις.
Η Αγγλία πήρε τη θέση της ηττημένης Γερμανίας στην κατοχή των πετρελαιοφόρων εδαφών. Τα γιγαντιαία μονοπώλιά τους, ιδιαίτερα της, γνώριμης σε εμάς μέχρι σήμερα, (αγγλικής) Shell και της (αμερικανικής) Standard Oil, βρίσκονται σε αντιπαράθεση για τα πετρέλαια της περιοχής.
Ταυτόχρονα, έχουν όλοι τους μια ισχυρή πολιτιστική διείσδυση με σχολεία και ιδρύματα, με χιλιάδες μαθητές.
Από κοντά και ο, μικρότερης ισχύος, ιταλικός ιμπεριαλισμός.
Με αυτά ως δεδομένα, επανερχόμαστε στην εξευτελιστική Συνθήκη Ειρήνης του Μούδρου. Μετά από αυτή και στα πλαίσια των προαναφερόμενων συμφερόντων, οι στόλοι των νικητών εγκαθίστανται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ, το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, αγγλογαλλικά στρατεύματα θα αποβιβαστούν στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα εγκαταστάθηκαν σε στρατηγικά σημεία της Βόρειας Τουρκίας, στον Πόντο, στην Τραπεζούντα και τη Σαμψούντα, όπως και στη Δυτική Μικρά Ασία, από πάνω ως κάτω. Οι Άγγλοι κατείχαν κομβικά σημεία μέχρι και το Ιράκ, ώστε να εξασφαλίσουν τα πετρέλαια. Ακόμα, κατείχαν την Κιλικία, το λιμάνι της Αλεξανδρέττας και τη Συρία, περιοχές που έδωσαν στους Γάλλους το 1919. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αττάλεια, στο Νότο, και το Ικόνιο. Είναι προφανές, ότι όχι μόνο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και η ίδια η Τουρκία είχε κομματιαστεί και περιπέσει στην κατοχή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Τους επόμενους μήνες, θα αναπτυχθεί το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Τουρκίας, με μαζικές διαδηλώσεις κατά της φτώχειας και της κατοχής, μαζί με χτυπήματα αντάρτικων ομάδων. Τα στρατεύματα των ιμπεριαλιστών βρίσκονται σε δεινή θέση, για αυτό και υπάρχει ανάγκη ενός χωροφύλακα. Θα επιλεγεί η ελληνική αστική τάξη. Στις 6 Μάη 1919, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο (οι δυνάμεις της Αντάντ) δίνουν την εντολή για αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία. Ο ελληνικός στρατός μπαίνει επίσημα υπό τις εντολές του Άγγλου αντιναύαρχου, Κάλθροπ και του Υπουργείου Αποικιών της Αγγλίας. Στις 15 Μάη 1919 αποβιβάζονται τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, ξεκινώντας την εισβολή.
Σύντροφοι-ισσες, φίλοι και φίλες,
Στις 19 Μαΐου 1919, ο Κεμάλ Ατατούρκ πηγαίνει στη Σαμψούντα, για να οργανώσει την ένοπλη αντίσταση κατά της εισβολής. Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε το χαρακτήρα και το ρόλο του Κεμάλ στον πόλεμο.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η κρίση του Σουλτάνικου καθεστώτος έχει κορυφωθεί. Σε εκείνες τις συνθήκες αναπτύσσεται το κίνημα των Νεότουρκων, μέσω του Κόμματος “Ένωση και Πρόοδος”. Οι Νεότουρκοι, στους οποίους εντάσσεται ο Κεμάλ, παλεύουν για έναν αστικό εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, για την διεκδίκηση Συντάγματος.
Στο πνεύμα αυτού του κινήματος, αναπτύσσεται στις συνθήκες του 1918-9, η κίνηση του Κεμάλ Ατατούρκ. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της περιόδου έχει ως πιο μαχητικό κομμάτι και κινητήρια δύναμη τους εργάτες, τους εργαζόμενους των πόλεων και τη φτωχή αγροτιά της υπαίθρου, οι οποίοι στενάζουν από την εθνική και ταξική καταπίεση. Ζουν σε συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης, με κύριους υπεύθυνους τα ξένα μονοπώλια, τους ντόπιους μεγαλοαστούς και τους γαιοκτήμονες. Το καθεστώς του Σουλτάνου προσπαθεί να ρίξει στις δικές τους πλάτες τα βάρη της κατοχής και η οργή ξεχειλίζει. Γύρω από τον Κεμάλ συσπειρώνονται οι έμποροι, μεγαλοαστοί, ακόμα και γαιοκτήμονες, διανοούμενοι και αξιωματικοί, γενικώς αστικά στρώματα, βασικά φιλογερμανικής τάσης, οι οποίοι αντιπαλεύουν την κατοχή και την πλήρης παράδοση της Τουρκίας. Ωστόσο, ο Κεμάλ και οι αστοί που εκπροσωπεί δε θέλουν την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, το διώξιμο των ιμπεριαλιστών και την προώθηση ευρύτερων μετασχηματισμών. Επιθυμούν να κινηθούν στα πλαίσια της εξάρτησης, αλλά όχι πλήρως παραδομένοι και με αυτήν την κατεύθυνση μπαίνουν στον αγώνα και πολεμούν. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, θα χτυπήσουν τους επαναστάτες της Τουρκίας. Το Γενάρη του 1921, εκτελείται ο εργάτης ηγέτης Σόμπχι και οι 12 συναγωνιστές του καθώς και η ηγεσία του ΚΚ Τουρκίας μαζί με τον ιδρυτή του, τον Μουσταφά Σούφι. Και πάλι το Γενάρη του 1921, οι Κεμαλιστές καταστέλλουν βίαια το αγροτικό κίνημα στη Μ. Ασία.
Τελικά, ο Κεμάλ, εκμεταλλευόμενος την έλλειψη μιας ισχυρής επαναστατικής ηγεσίας από την πλευρά των εργατών, του λαού και του κομμουνιστικού κινήματος, θα επιδιώξει να εξαργυρώσει το μεγάλο εθνικοαπελευθερωτικό αντιαποικιακό κίνημα τούρκικου λαού σε συμφωνίες και συμβιβασμό με τους ιμπεριαλιστές, ενώ απέναντι στις εθνικές μειονότητες θα εξαπολύσει σφαγές. Αντίστοιχη πολιτική σιδηράς πυγμής, θα επιδείξει και απέναντι στον τουρκικό λαό, του οποίου τα αιτήματα, τελικά, ξεπούλησε.
Σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες, φίλοι και φίλες,
Αξίζει να αναφερθούμε στο ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς τόνοι ψέματος έχουν γραφτεί για το ζήτημα.
Στις 16 Μάρτη 1921 υπογράφεται το Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφότητας μεταξύ Σοβιετικής Ρωσίας και τον Κεμάλ. Αντίστοιχη συμφωνία θα υπογραφεί τον Οκτώβρη από τη Σοβιετική Δημοκρατία του Καυκάσου. Το Γενάρη του 1922 ανάμεσα στη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας και την Τουρκία. Σύμφωνα με την πρώτη σοβιετοτουρκική συμφωνία θα παραδίδονταν όπλα και χρήματα από τη Σοβιετική Ένωση στον Κεμάλ, στα πλαίσια του αντιαποικιακού αγώνα του τουρκικού λαού. Από αυτή τη συμφωνία πιάνεται η αντικομμουνιστική προπαγάνδα και χύνει το δηλητήριό της. Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης χαρακτηρίζεται από προλεταριακό διεθνισμό. Παραιτείται από τις μυστικές συμφωνίες διαμελισμού της Τουρκίας που είχε υπογράψει ο Τσάρος. Διέγραψε τα χρέη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τον Τσάρο (όπως αντίστοιχα έπραξε και με τα αντίστοιχα ελληνικά, παρά το γεγονός ότι ελληνικά στρατεύματα συμμετείχαν στην εισβολή στη Σοβιετική Ένωση το 1918). Χαρακτηρίζεται από την αρχή της μη ανάμειξης μιας χώρας στα εσωτερικά της άλλης. Ο Λένιν και η Σοβιετική Ένωση έχουν την πολιτική της συνεργασίας του σοσιαλιστικού και του αντιαποικιακού στρατοπέδου, γιατί έχουν κοινό εχθρό τους ιμπεριαλιστές που μακελεύουν τον πλανήτη. Σε αυτά τα πλαίσια, συνεργάζονται όχι μόνο με τον Κεμάλ, αλλά συνάπτουν συμφωνίες με το Ιράν και το Αφγανιστάν, χώρες που μόλις αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Στηρίζουν τους λαούς που παλεύουν ενάντια στην αποικιοκρατία, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ταυτίζονται, ότι έχουν ιδεολογική-στρατηγική συμμαχία ή ότι συμφωνούν γενικά με τις αστικές ηγεσίες αυτών των κινημάτων. Συμμαχούν σε διακρατικό επίπεδο απέναντι στον κοινό εχθρό. Ας μην ξεχνάμε το εξής: οι ιμπεριαλιστές πολεμούσαν μεταξύ τους για το μοίρασμα του πλανήτη στον Α’ ΠΠ, αλλά μετά, συνασπισμένοι, εφορμούν κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1918, όπως και κατά του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Τουρκίας και των υπόλοιπων χωρών.
Όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι συμμαχία άνευ όρων. Για αυτό η ΕΣΣΔ σε κάθε περίπτωση επιθυμεί την ύπαρξη διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε συμμετάσχει στην επέμβαση σε βάρος της. Επιθυμεί να βοηθήσει μάλιστα και τους Πόντιους Έλληνες, όπως ενημερωνόμαστε από την από 27 Απρίλη 1920 επιστολή του Έλληνα πρόξενου στην Τιφλίδα στον ύπατο αρμοστή Κανελλόπουλο, στο βιβλίο του Φωτιάδη Κ, “ΠΟΝΤΟΣ Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ”. Είναι η ποντιακή αστική ηγεσία, η οποία είναι τόσο ξενόδουλη, όσο και η ελληνική, που αρνείται κάθε βοήθεια και επικοινωνία, γιατί αυτό επιτάσσουν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των Άγγλων. Λόγω ακριβώς της ξενόδουλης πολιτικής της ελληνικής αστικής τάξης, ναυαγεί και η προσπάθεια της Σοβιετικής Κυβέρνησης για έναν ειρηνικό τερματισμό του πολέμου στη Μικρά Ασία, όταν πλέον διαφαίνεται το τι θα επακολουθήσει. Όπως μας ενημερώνει ο Κορδάτος, ιστορικός και Γραμματέας τότε του ΣΕΚΕ, η Σοβιετική Ρωσία στέλνει τον Απρίλη του 1922 αντιπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών της, ο οποίος επιθυμούσε με τη βοήθεια του Κορδάτου να έλθει σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση. Ο στόχος ήταν να επιτευχθεί συμφωνία ειρήνης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία με τη διαμεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας, με σκοπό, εκτός των άλλων, τη σωτηρία των εθνικών μειονοτήτων και των Ελλήνων της περιοχής. Ωστόσο, αυτό πήγαινε κόντρα στα συμφέροντα της Αγγλίας, για αυτό και η ελληνική κυβέρνηση το αρνήθηκε! Παρά το γεγονός, ότι ακόμα και τώρα η Ελλάδα αρνούνταν κάθε βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης και δεν την αναγνώριζε, η Σοβιετική Ένωση στάθηκε πιστή στο καθήκον της και βοήθησε τους ελληνικούς πληθυσμούς, την ώρα της καταστροφής. Αντί άλλων, αναφέρουμε τα εξής:
1) Διαβάζουμε στο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου: “Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του αγγλικού ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο”, τις δηλώσεις του Μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Χρύσανθου: “Οι “άθεοι” Μπολσεβίκοι, εν αντιθέσει προς ό,τι δεν έπραξαν αι “χριστιανικαί” Δυνάμεις της Δύσεως διά του κολοσσιαίου αυτού στόλου κατά την εν μηνί Αυγούστω 1922 πυρπόλησιν και σφαγήν της Σμύρνης…περισυνέλεξαν όλο τον χριστιανικό εκείνον κόσμον και τον μετέφεραν με ασφάλεια στην Τραπεζούντα”
2) Και πάλι στο βιβλίο του Φωτιάδη Κ, “ΠΟΝΤΟΣ Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ”, διαβάζουμε: ”εις πολλάς περιστάσεις οι Τούρκοι συνέλαβον ολόκληρους πληθυσμούς, με σκοπόν να τους εκτοπίσουν και οι Μπολσεβίκοι εξηγόραζον από τους Τούρκους τους πληθυσμούς αυτούς. Εκτός αυτού έθετον εις την διάθεσιν των Ελλήνων και πλοία ίνα μεταφέρουν αυτούς από Τραπεζούντος εις τα έναντι ρωσικά παράλια»
Σύντροφοι-ισσες, φίλοι και φίλες,
Οι νίκες του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο πεδίο της μάχης, στην περιοχή του Εσκή Σεχήρ τον Ιούλη του 1921 και η αποφασιστική νίκη στο Σαγγάριο ποταμό τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη 1921, το διώξιμο των Ιταλών από την Αττάλεια τον Ιούνη του 1921, το συνεχές σφυροκόπημα των Γάλλων στην Κιλικία βαθαίνουν τη διάσπαση του ιμπεριαλιστικού μπλοκ, το οποίο έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν ουσιαστικά ενιαίο. Τους αναγκάζουν να προστρέξουν, ο ένας μετά τον άλλο, σε συμφωνίες τελικά με τον Κεμάλ. Έτσι, ήδη από το 1921, όλοι οι ιμπεριαλιστές διαπραγματεύονταν με τον Κεμάλ (φοβισμένοι και από την σοβιετοτουρκική συνθήκη ειρήνης), ενώ οι Γάλλοι θα υπογράψουν αντίστοιχα συμφωνία τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου και θα αναχωρήσουν από την Κιλικία, εξασφαλίζοντας βασικά δικαιώματά τους στην περιοχή.
Έτσι, άνοιξε ο δρόμο για το άδειασμα της εξαρτημένης Ελλάδας. Οι ιμπεριαλιστές αφού μας χρησιμοποίησαν ως μοχλό πίεσης, για να πιέσουν τον Κεμάλ, τελικά μας άφησαν. Μετά από όλα αυτά, άνοιξε ο δρόμος για τα τραγικά γεγονότα του Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 1922….
Ακολουθεί η ομιλία του Ιάσονα Αδριανού με τίτλο:
100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή:
Ιστορικά διδάγματα και πολιτικά συμπεράσματα για το σήμερα
Η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν μπορεί να ιδωθεί με πληρότητα αποκομμένη από το ιστορικό πλαίσιο που την γέννησε, τόσο σε παγκόσμια κλίμακα, όσο και στη βάση των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων. Για να μπορέσουμε να βγάλουμε αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα στο σήμερα, οφείλουμε να σταθούμε σε ορισμένα βασικά σημεία που καθόρισαν την πορεία προς τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και σε όσα ακολούθησαν μετά από αυτήν.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον ιμπεριαλισμό
Η ολόπλευρη εξάρτηση της Ελλάδας από τον ιμπεριαλισμό ήταν το βασικό στοιχείο που καθόρισε όλη τη νεοελληνική εξέλιξη, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Η σχέση εξάρτησης και υποτέλειας από τον ιμπεριαλισμό αποτέλεσε μια βασική στρατηγική επιλογή της ντόπιας ολιγαρχίας του πλούτου, η οποία -μετά την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους- στήριξε την αντιλαϊκή της εξουσία πάνω στον λαό στις πλάτες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Από τα δάνεια της Ανεξαρτησίας μέχρι τον Εμφύλιο, από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο το 1897, μέχρι το ΔΝΤ το 2010, από τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή μέχρι την αμερικανοκίνητη δικτατορία και την τραγωδία της Κύπρου, από τις κατοχικές και ξενόδουλες κυβερνήσεις τις δεκαετίες ‘40-’50 μέχρι τις σημερινές ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και προσταγές που καθορίζουν το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής σήμερα, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση αποτέλεσε και αποτελεί όρο επιβίωσης και συστατικό στοιχείο του ελληνικού καπιταλισμού.
Η “Μεγάλη Ιδέα” και οι επιδιώξεις της μεγαλοαστικής τάξης
Στην ιστορική περίοδο που μας απασχολεί, η σχέση εξάρτησης και υποτέλειας της εγχώριας μεγαλοαστικής τάξης εκφράστηκε σε όλη τη φάση που προηγήθηκε της μικρασιατικής εκστρατείας, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σταδιακή αποσύνθεση και παρακμή της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έδωσε περαιτέρω ώθηση στα νεοσύστατα εθνικά κράτη και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στα Βαλκάνια να διεκδικήσουν περισσότερα εδάφη, στη βάση και της υποστήριξης που τους παρείχαν οι αγγλογάλλοι ιμπεριαλιστές. Έτσι, μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, η Ελλάδα σχεδόν διπλασιάζει τα εδάφη της με την προσάρτηση της Μακεδονίας, ενώ ένα χρόνο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προσαρτά στο ελληνικό κράτος την Ήπειρο και με τη συνθήκη των Σεβρών το 1920, της παραχωρούνται τα εδάφη της ανατολικής Θράκης, καθώς και η Ίμβρος και η Τένεδος, ενώ της δίνονται γραπτές εγγυήσεις για την παραχώρηση σε επόμενη φάση των Δωδεκανήσων και τη διενέργεια δημοψηφίσματος σε 5 χρόνια για την τύχη της Σμύρνης, η οποία περνά σε ελληνική διοίκηση, κάτω, βέβαια, από την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Ανεξάρτητα από το αν η Συνθήκη των Σεβρών σε ό,τι αφορά στις ελληνικές αξιώσεις και εδαφικές διεκδικήσεις ακυρώθηκε στην πράξη από την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και τη Μικρασιατική Καταστροφή, οδηγώντας υποχρεωτικά στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, είναι φανερό πως “η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”, η λεγόμενη “Μεγάλη Ιδέα”, μεγάλωνε όσο της επέτρεπαν οι επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών πατρώνων της στην περιοχή.
Οι κυβερνήσεις και οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής, με βασικό εκπρόσωπό τους τον Βενιζέλο, παρουσίαζαν τις εδαφικές προσαρτήσεις της περιόδου εκείνης ως αποτέλεσμα του αξιόμαχου -υποτίθεται- ελληνικού στρατού και των διπλωματικών ενεργειών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, βέβαια, για μια ακόμη φορά, ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και των πολιτικών της εκπροσώπων αποτέλεσαν την άλλη όψη του νομίσματος της εξάρτησης και της υποτέλειας. Έτσι, η τύχη των ελληνικών εδαφών και η διαμόρφωση των συνόρων στη βαλκανική χερσόνησο και την ανατολική Μεσόγειο ευρύτερα δεν κρίθηκε τόσο από τα στρατιωτικά μέτωπα και τους πολέμους ή πολύ περισσότερο από τις αλυτρωτικές βλέψεις και επιδιώξεις του ελληνικού κράτους. Κρίθηκε επί της ουσίας στη βάση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των λαών της περιοχής ενάντια στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους ιμπεριαλιστές, αλλά και στη βάση των ανελέητων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για τον διαμοιρασμό των εδαφών και των ζωνών επιρροής στα εδάφη της διαλυμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο “εθνικός διχασμός” και η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αντανάκλαση αυτών των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων είχε μοιραίες συνέπειες για τον λαό και τον τόπο, την περίοδο του λεγόμενου Εθνικού Διχασμού, με τη χώρα να κόβεται κυριολεκτικά στα δύο. Από τη μία, οι φιλοδυτικές μερίδες της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης με κύριο πολιτικό τους εκπρόσωπο τον Βενιζέλο και το κόμμα των Φιλελευθέρων καλούσαν σε συμμετοχή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Από την άλλη πλευρά, οι κεφαλαιοκρατικές μερίδες που διατηρούσαν σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας με τις Κεντρικές Δυνάμεις, με κύριους εκπροσώπους τους τον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο και τα αντιβενιζελικά φιλοβασιλικά κόμματα, πρόβαλλαν ως ορθότερη την τήρηση μιας ουδέτερης στάσης στον πόλεμο. Οι δυνάμεις αυτές δεν πρόβαλλαν ανοιχτά την υποστήριξη της Γερμανίας, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε αποδοχή των βουλγαρικών και τουρκικών διεκδικήσεων στην Μακεδονία και την Θράκη. Παρόλα αυτά, όταν οι βουλγαρικές και γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και οι βραχύβιες ελεγχόμενες από αυτόν φιλοβασιλικές κυβερνήσεις, όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν, αλλά παρέδωσαν εντελώς αμαχητί τα ελληνικά εδάφη.
Αποτέλεσμα της ρήξης ανάμεσα στις δύο μερίδες της κεφαλαιοκρατίας και της άρνησης του βασιλιά να υποστηρίξει την Αντάντ, ήταν η δημιουργία από τους Αγγλογάλλους της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, της λεγόμενης κυβέρνησης “Εθνικής Αμύνης” τον Σεπτέμβρη του 1916 με πρωθυπουργό τον Βενιζέλο. Στη συνέχεια, ο αποκλεισμός του Πειραιά και άλλων ελληνικών λιμανιών, καθώς και ο βομβαρδισμός της Αθήνας από τον γαλλικό στόλο της Αντάντ και η αποβίβαση 3.000 Γάλλων στρατιωτών που προέβησαν σε δολοφονίες ακόμη και άμαχου πληθυσμού, αποδεικνύει τον μεγάλο βαθμό ξενοδουλείας του ελληνικού κράτους, που καλωσόρισε ως “απελευθερωτές” τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής. Λίγα χρόνια αργότερα, ήταν οι πολιτικοί απόγονοι του Βενιζέλου και του Βασιλιά, που θα υποδέχονταν τα αγγλικά στρατεύματα κατοχής στην Αθήνα, που ματοκύλησαν τον λαό και τους κομμουνιστές κατά τον ματωμένο Δεκέμβρη του 1944…
Τελικά, με την αγγλογαλλική ιμπεριαλιστική παρέμβαση, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και ο Βενιζέλος έβαλε την Ελλάδα στον πόλεμο τον Ιούνιο του ’17, ενώ το τέλος του το 1918 την βρίσκει στο πλευρό των “νικητών”. Οι δυνάμεις της Αγγλίας, των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ιταλίας χωρίς καμία καθυστέρηση επιχείρησαν μετά το τέλος του πολέμου να μοιράσουν τη λεία. Ένας λυσσαλέος οικονομικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο των πετρελαίων και των υπόλοιπων πλουτοπαραγωγικών πηγών στα εδάφη της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής ξέσπασε ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές, μετά και από την αποχώρηση των γερμανικών μονοπωλίων από την περιοχή, η οποία άφηνε κενό οικονομικό και πολιτικό χώρο που έπρεπε να καλυφθεί από τις “νικήτριες” ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό, -και ενώ ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του τουρκικού λαού ολοένα και φούντωνε- η Αγγλία, ως βασικός προστάτης της Ελλάδας, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον ελληνικό στρατό ως τοποτηρητή των αγγλικών συμφερόντων στην περιοχή, αλλά και ως κατασταλτικό μηχανισμό του τουρκικού εθνικοαπελευθερωτικοιύ κινήματος.
Η μικρασιατική εκστρατεία
Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, προκειμένου να προωθήσει και να διασφαλίσει τα συμφέροντά του στην περιοχή, επέβαλε στην κυβέρνηση του Βενιζέλου την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην περιοχή της Σμύρνης. “Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ όλην τη μακράν του ιστορία”, γράφει ο Βενιζέλος σε επιστολή του προς τον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζαφειρίου, ξεδιαλύνοντας κάθε αυταπάτη για το ποιος πραγματικά ήταν πίσω από τη μικρασιατική εκστρατεία. Φυσικά, αυτή η ιμπεριαλιστική προσταγή συναντιόταν και με την πολιτική της “Μεγάλης Ιδέας”, της “Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”, η οποία από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε βασικό προπαγανδιστικό εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης για να δικαιολογεί κάθε φορά τις αλυτρωτικές και εθνικιστικές της βλέψεις απέναντι στην Τουρκία και τις άλλες γειτονικές της χώρες, δηλητηριάζοντας τα μυαλά του λαού με το δηλητήριο του εθνικισμού και του ρατσισμού. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, της Μακεδονίας και της Κρήτης το 1913, αλλά και τις συμμαχικές “εγγυήσεις” για τις νέες παραχωρήσεις εδαφών στην ανατολική Θράκη, την Ήπειρο και την Μικρά Ασία μετά το τέλος του πολέμου, ο μεγαλοϊδεατισμός του Βενιζέλου και συνολικά της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης έβρισκε πρόσφορο έδαφος για να δικαιολογήσει τις νέες τυχοδιωκτικές επιθετικές της ενέργειες. Ταυτόχρονα, η καταπίεση -αλλά και η παρουσία από μόνη της- του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή της Μικράς Ασίας (όπου την εποχή στην οποία αναφερόμαστε κατοικούσαν πάνω από 2.5 εκατομμύρια Έλληνες σε ένα σύνολο πληθυσμού περίπου 10 εκατομμυρίων), αποτέλεσε εργαλείο στα χέρια των Άγγλων ιμπεριαλιστών και της ντόπιας πλουτοκρατίας για να δικαιολογηθεί η ελληνική στρατιωτική επέμβαση στην Μικρά Ασία.
Έτσι, στα μέσα Μαΐου του 1919, το πρώτο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αποβιβάζεται στην Σμύρνη, εγκαθιστώντας ελληνική στρατιωτική κατοχή στην περιοχή και θέτοντας τις βάσεις για την επακόλουθη μικρασιατική εκστρατεία. Πρέπει, βέβαια, να γίνει κατανοητό, πως η ξενοδουλεία της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και των πολιτικών της εκπροσώπων ήταν τέτοια, που και η παραμικρή κίνηση του ελληνικού στρατού, ακόμη και η υποχώρηση ή η εκδήλωση άμυνας απέναντι σε εχθρικές επιθέσεις, έπρεπε να γίνεται κάτω από τη σύμφωνη γνώμη του “Συμμαχικού Συμβουλίου” και βασικά της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι χαρακτηριστική η διαταγή του Άγγλου στρατηγού Μιλν, αρχηγού των αγγλικών στρατευμάτων κατοχής στην Τουρκία προς τον αρχιστράτηγο των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων Λεωνίδα Παρασκευόπουλο: “Ουδεμία προέλασις πέραν των ήδη κατεχομένων θέσεων λάβη χώρα άνευ προηγουμένης εγκρίσεώς μου”. Ο βενιζελικός αξιωματικός, μετά την αντικατάστασή ύστερα από την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 θα γράψει σχετικά: “Φοβούμαι ότι και την Θράκην θα χάσωμεν. Από ό,τι βλέπω εκεί βαδίζομεν. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι άσπονδοι εχθροί μας, αλλά μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερον έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν την κατάστασιν, θέλει τας ελληνικάς λόγχας. Όταν αύριον δεν θα τας έχει ανάγκην διότι θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ τότε θα μας δώσει την κλωτσιά κατάστηθα και ευρισκόμεθα πολύ πλησίον της εποχής αυτής…”
Η τουρκική αντεπίθεση και η καταστροφή
Κατά την πρώτη φάση της μικρασιατικής εκστρατείας, τα ελληνικά στρατεύματα, με λεηλασίες και σφαγές σε τουρκικές πόλεις και χωριά, προωθήθηκαν στα βάθη της Τουρκίας, φτάνοντας το Εσκί Σεχήρ και το Αφιόν Καραχισάρ, ακόμη και λίγα χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα, στον Σαγγάριο ποταμό. Τον Αύγουστο του 1922, ξεκινά η γενική αντεπίθεση του τουρκικού στρατού, ο οποίος φτάνει στην Σμύρνη, πυρπολεί την πόλη και προχωρά σε γενικευμένες σφαγές, βιασμούς και λεηλασίες. Τα αγγλογαλλικά καράβια παρακολουθούν από κοντά τους κατατρεγμένους Έλληνες και τους άλλους πληθυσμούς της Σμύρνης να πετιούνται στη θάλασσα και να πνίγονται, ενώ οι στρατιώτες χτυπούσαν τα χέρια των κατατρεγμένων, μην τυχόν και καταφέρουν να ανέβουν στα πλοία. “Κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι, μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά…”, λένε χαρακτηριστικά οι στίχοι του τραγουδιού, αποτυπώνοντας με τον πιο καθαρό τρόπο τη στάση των ιμπεριαλιστών προστατών. Αυτή ήταν η συμμαχική αλληλεγγύη και βοήθεια, πρώτα έσυραν τον λαό στις τυχοδιωκτικές πολεμικές ενέργειες στην Μικρά Ασία, βυθίζοντας τον στη φτώχεια και την εξαθλίωση και ύστερα στην προσφυγιά και την απελπισία, αφήνοντάς τον μόνο και αβοήθητο…
Η στάση των κομμουνιστών
Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημείο αυτό να σταθούμε στη στάση των κομμουνιστών και του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, το οποίο το 1924, με την είσοδό του στην Κομμουνιστική Διεθνή μετονομάστηκε σε ΚΚΕ. Και έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε στη στάση του ΣΕΚΕ, ιδιαίτερα σήμερα, που η αντιδραστική εγχώρια και διεθνής προπαγάνδα λυσσομανάει απέναντι στους κομμουνιστές και τη στάση τους στη Μικρασιατική Καταστροφή. Έφτασαν, μάλιστα, στο σημείο, αστικές φυλλάδες να γράφουν αθλιότητες και αισχρά ψεύδη για τους “ριψάσπιδες κομμουνιστές”, για την “προδοσία του ΣΕΚΕ” και άλλα αντίστοιχα, παραχαράσσοντας και διαστρεβλώνοντας με τον χειρότερο τρόπο την ιστορία. Για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, λοιπόν, για την υπεράσπιση της επαναστατικής ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος της πατρίδας μας, οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής:
1. Το ΣΕΚΕ από την πρώτη στιγμή κατήγγειλε την εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία ως άδικη και τυχοδιωκτική. Ταυτόχρονα, καταδίκασε την πολιτική της ξενοδουλείας και του συρσίματος της χώρας στις πολεμικές περιπέτειες για την εξυπηρέτηση των αγγλικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση της ΚΕ του ΣΕΚΕ:
“(…)Ελληνες εργάται και χωρικοί και όλοι οι βιοπαλαισταί!
Η χώρα μας εξήλθεν από τον πόλεμον εθνικώς υποδουλωμένη και οικονομικώς κατεστραμμένη. Εθνικώς υποδουλωμένη εις τας μεγάλας αστικάς δυνάμεις της Δύσεως αι οποίαι την εμεγάλωσαν διά να τη χρησιμοποιούν στρατιωτικώς όπου τα συμφέροντά των κινδυνεύουν. Οικονομικώς βεβαρημένη με δυσβάστακτα χρέη, τα οποία ο εργαζόμενος ελληνικός λαός θα κληθή να πληρώση. Τα κολοσσιαία ελλείμματα του ογκώδους προϋπολογισμού, ο οποίος κατασπαταλάται εις πολέμους και εις εξοπλισμούς, δεν είναι ικανοί πλέον να καλύψουν οι βαρύτατοι φόροι υπό τους οποίους ο εργαζόμενος λαός στενάζει. Νέα δάνεια και νέα υποδούλωσις, οικονομική και πολιτική, είναι η συνέπεια της πολιτικής ταύτης. Κάθε επιχείρησις, κάθε πηγή πλούτου συνεκεντρώθη εις χείρας των ολίγων εκμεταλλευτών, οι οποίοι επλούτισαν από τον πόλεμον (…).
Κάτω οι πολέμοι και η αλληλοσφαγή των λαών!
Κάτω η επιστράτευσις και κάθε άλλος εκβιασμός του λαού διά νέους πολέμους!
Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου!
2. Με πρωταγωνιστές τους κομμουνιστές, οργανώθηκαν στα πολεμικά μέτωπα αντιπολεμικές επιτροπές και συμβούλια, καλώντας τους φαντάρους σε αγώνα για την Ειρήνη και την Εθνική Ανεξαρτησία, στην πάλη για τη συναδέλφωση των λαών. Μόνο το καλοκαίρι του 1921, οι ανυπότακτοι φαντάροι ξεπέρασαν τους 60.000, ακριβώς επειδή φούντωσαν τα αντιπολεμικά αισθήματα ανάμεσα στους στρατιώτες, που έβλεπαν τον λαό να υποφέρει και να πεινάει, να βυθίζεται στη φτώχεια και την απόγνωση, ενώ η πλουτοκρατία και οι ιμπεριαλιστές επέβαλαν διαρκώς νέες οικονομικές θυσίες σ’ αυτόν, ύστερα από δεκαετίες ολόκληρες πολέμων, επεμβάσεων και αλυτρωτικής εθνικιστικής προπαγάνδας… Ήταν κάτω και από την επίδραση του ΣΕΚΕ, που ο μεγαλοϊδεατισμός της κυρίαρχης μεγαλοαστικής τάξης δέχτηκε πλήγματα, οδηγώντας και σε εκλογική ήττα τον Βενιζέλο και τους Φιλελεύθερους τον Νοέμβρη του 1920, αναγκάζοντας τους εκλογικούς του αντιπάλους να προβάλλουν αντιπολεμικά συνθήματα, ανεξάρτητα από το αν στη συνέχεια συνέχισαν την ίδια πολιτική του πολέμου και της εξυπηρέτησης των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
“Δεν είμαστε πια οι αγαθοί μοιρολάτρες του περασμένου καιρού. Μέσα στην κόλαση των τελευταίων τούτων αιματόβρεχτων χρόνων ξυπνήσαμε, χρειάστηκε ν’ αφίσουμε τη ζωή του πολίτη που τόσο όμορφα ξέρετε να τη ζωγραφίσετε ως ελεύθερη και ειρηνική και να συρθούμε βίαια στον ανθρώπινο αλληλοσπαραγμό για να αντικρύσουμε τη φοβερή πραγματικότητα της κοινωνικής εκμετάλλευσης που τόσο τεχνικά σκεπάζετε με τα ψεύτικα στολίδια σας. Και το αντίκρισμά της σκόρπισε τα πλάνα ιδανικά σας, τις «πατρίδες» σας και τα «εθνικά όνειρά» σας και μας έδειξε ολοφάνερα τι κρύβει από πίσω τους: Το σιχαμερό εγώ σας, το εγώ της κεφαλαιοκρατικής σας τάξης. Και είδαμε ότι εμείς οι φτωχοί βιοπαλαιστές, οι εργάτες, δεν μπορούμε μέσα σε τούτη την κοινωνία που κυριαρχεί η εκμετάλλευση να απολάψουμε ελευτεριά, γιατί κι όταν δεν στρατευόμαστε σε πόλεμο είμαστε πάντα στρατευόμενοι στο βιομηχανικό και εμπορικό στρατό της πλουτοκρατίας, πάντα σκλάβοι που ή με το αίμα ή με τον ιδρώτα μας θα πληθαίνουμε τους θησαυρούς της και θα ικανοποιούμε τις ανικανοποίητες απολαύσεις της χτηνώδικης αχορτασιάς της”, έγραφε σε ανακοίνωσή του την παραμονή του 1922 το Κεντρικό Συμβούλιο των κομμουνιστών στρατιωτών.
Τον Ιούλη του ‘22, αρκετά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ θα συλληφθούν και θα οδηγηθούν στις φυλακές, ακριβώς για να αντιμετωπιστεί με τον αυταρχισμό και την καταστολή η αντιπολεμική δράση και το πλάτεμα της μαζικής επιρροής των κομμουνιστών.
Η προσφυγιά
Εκτός από την οικονομική εκμετάλλευση του λαού, την εθνική ταπείνωση, τους χιλιάδες θανάτους και τις εδαφικές παραχωρήσεις στις οποίες οδήγησε ο τυχοδιωκτισμός της μικρασιατικής εκστρατείας, η κύρια συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν το τεράστιο προσφυγικό κύμα, καθιστώντας την την μεγαλύτερη τραγωδία του λαού μας στη νεότερη ιστορία του. Σε πάνω από 1.5 εκατομμύριο υπολογίζονται οι πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από την Μικρά Ασία ως Έλληνες, για να τους υποδεχτεί η μάνα Ελλάδα ως “τουρκόσπορους” και να τους χρησιμοποιήσει η εγχώρια πλουτοκρατία ως φθηνό εργατικό δυναμικό. Σε σκηνές, παραπήγματα και παράγκες, στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, στις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, αλλά και ολόκληρης σχεδόν της χώρας, οι κατατρεγμένοι και εξαθλιωμένοι πρόσφυγες ξεκίνησαν από την αρχή, χτίζοντας τη ζωή και το μέλλον τους, όπως σήμερα οι σημερινοί πρόσφυγες και μετανάστες- θύματα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων. Η ιστορία της προσφυγιάς, ζωντανή ιστορία του λαού μας, ζει στις ιστορίες των γιαγιάδων και των προγιαγιάδων μας για τους Τσέτες, για τα χαμένα αδέρφια τους που “έφυγαν νωρίς”, η ιστορία τους ζει στα σμυρνέικα και ρεμπέτικα τραγούδια, στα φαγητά μας, στον πλούτο της λαϊκής μας παράδοσης. Η προσφυγιά στον τόπο μας απέκτησε βαθιές ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα και το ΣΕΚΕ, ενώ συνδέθηκε γρήγορα με τα πιο πρωτοπόρα και αγωνιστικά τμήματα της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι πρόσφυγες οργανώθηκαν στο ηρωικό ΚΚΕ και συμμετείχαν στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης και του Β’ Αντάρτικου, μέσα από τις γραμμές των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Εκατοντάδες πρόσφυγες καλλιτέχνες πλούτισαν την εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή, στο θέατρο, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και τόσους ακόμη τομείς.
Συμπεράσματα για το σήμερα
100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι πυρηνικοί αλληλοεκβιασμοί σε παγκόσμια κλίμακα, η ιμπεριαλιστική εξάρτηση και υποτέλεια τροφοδοτούν τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό και στις δύο μεριές του Αιγαίου. Η τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα, στη βάση και του ενδοτισμού και της υποχωρητικότητας της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης οδηγεί σε διαρκή όξυνση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, φέρνοντας όλο και πιο κοντά την απειλή πολεμικών επεισοδίων. Και είναι η ίδια πολιτική που 52 χρόνια ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου, η οποία από το 1974 μέχρι σήμερα παραμένει αντιμέτωπη με την τουρκική κατοχή σχεδόν στη μισή χώρα, με το κυπριακό πρόβλημα να παραμένει άλυτο και τον κυπριακό λαό όμηρο των ιμπεριαλιστικών προσταγών και των άδικων τουρκικών διεκδικήσεων. 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο επανάληψης μιας νέας μικρασιατικής εκστρατείας, κάτω από τις εντολές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για να συνετιστεί και να συρθεί πίσω από το δυτικό άρμα η Τουρκία. 100 χρόνια μετά, στεκόμαστε σταθερά και αταλάντευτα απέναντι σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο επίθεσης της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία. Και καταδικάζουμε απερίφραστα τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, τις αμφισβητήσεις των ελληνικών συνόρων και την καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας και θα τα υπερασπιστούμε από ενδεχόμενη επίθεση της Άγκυρας. 100 χρόνια μετά, υπερασπιζόμαστε την Ειρήνη και τη φιλία των δύο λαών και αγωνιζόμαστε για την Εθνική Ανεξαρτησία, για να εξαλειφθούν πλήρως οι αιτίες που γέννησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, για να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά μια τέτοια τραγωδία. Για να ξημερώσουν στη χώρα μας και όλο τον κόσμο καλύτερες μέρες, χωρίς πολέμους, φτώχεια, πείνα και προσφυγιά. Για να δικαιωθούν οι πόθοι και τα όνειρα του λαού μας για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη πατρίδα, με τον λαό πραγματικά αφέντη στον τόπο του.
e-prologos.gr