Στο α΄ μέρος του άρθρου μας (το οποίο μπορείτε να αναζητήσετε εδώ) αναφερθήκαμε στην πρώιμη φάση ανόδου του ναζισμού και στη λεγόμενη δημοκρατία της Βαϊμάρης, δηλαδή στην κυβέρνηση των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία κατά την περίοδο 1919 – 1933, χρονιά που ο Χίτλερ ανέλαβε την καγκελαρία.

Στο β΄ μέρος αναφερόμαστε αναλυτικά στην ενδυνάμωση των φασιστών ώσπου να καταλάβουν την εξουσία (1933). Θεωρούμε ότι η «μαύρη διεθνής» που πλανάται κυρίως πάνω από τη Δυτική Ευρώπη, η νίκη του Μπαλσονάρο στη Βραζιλία επιβάλλουν την ιστορική γνώση της πορείας των φασιστών προς την εξουσία κατά τον 20ο αιώνα.

Σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί ο ισπανικός εμφύλιος καθώς και η γιαπωνέζικη κατοχή στην Κίνα, πράγματα με τα οποία θα ασχοληθούμε το επόμενο διάστημα.

Β’ Μέρος 

γ) Το κεφάλαιο και ο ναζισμός

Το σημαντικότερο στοιχείο των αποτελεσμάτων των νέων εκλογών (στις 6 Νοεμβρίου 1932) είναι η πρόσκαιρη υποχώρηση των ναζιστών, οι οποίοι μέσα σε τρεις μήνες χάνουν πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους και 34 βουλευτικές έδρες.  Το KPD σημειώνει άνοδο κερδίζοντας 6.000.000 ψήφους (16,9%), το SPD με 7.251.000 ψήφους χάνει 700.000 ψήφους. Τα δύο κόμματα μαζί κερδίζουν το 37,3% και 221 έδρες, έναντι 33,1% και 196 εδρών για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο καταγράφει όχι τυχαία τα χαμηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις και τα υψηλότερα στις αγροτικές περιοχές. Στις πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη πολιτικοποίηση, ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχεί η «παράδοση» και η στήριξη στους ναζιστές.                                                                Την 1η Δεκεμβρίου 1932 ο Χίντενμπουργκ αναθέτει στον Σλάιχερ τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το Ράιχσταγκ αναστέλλει εκ νέου τις εργασίες του αναθέτοντας στο γραφείο του την εκ νέου σύγκλησή του. Όμως, στις 8 Δεκεμβρίου η εφημερίδα Deutsche Allemeine Zeitung – που εκφράζει το περιβάλλον της βιομηχανίας –  γράφει ότι υπάρχει κίνδυνος «το ισχυρότερο κόμμα της δεξιάς να απεξαρθρωθεί πριν εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, που είναι να πραγματοποιήσει, μαζί με τις άλλες δυνάμεις του μετώπου της δεξιάς, την εξυγίανση του εθνικού κράτους».

Κρουπ: μεγιστάνας της πολεμικής βιομηχανίας

Οι Γερμανοί κάτοχοι της βιομηχανίας και των τραπεζών αποφασίζουν να ρίξουν όλο το βάρος τους για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία. Θεωρούν ότι η δύναμη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος εγγυάται μια σταθερή κυβέρνηση, με σταθερές αρχές, ικανή να εξασφαλίσει την «κοινωνική ειρήνη», συντρίβοντας έτσι το λαϊκό, εργατικό κίνημα. Επιπλέον το πρόγραμμα των ναζιστών για αλλαγή των συνόρων και για το αnschluss – «ζωτικό χώρο» μπορούσε να εξασφαλίσει νέες αγορές, για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με τη δύναμη των όπλων. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι στόχος του γερμανικού κεφαλαίου και βρίσκεται ψηλά στην πολιτική ατζέντα του Χίτλερ.

Έτσι ο Χίτλερ απευθύνει στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ μία έκκληση με τις υπογραφές των Γερμανών μεγαλοβιομηχάνων Κρουπ, Κούνο, Χάνιελ, Ζήμενς, Τύσεν, Μπος κλπ. Η έκκληση αυτή ζητά «να ανατεθεί η ευθύνη της εξουσίας στον αρχηγό του σημαντικότερου εθνικού κόμματος». Είναι απόλυτος μύθος ότι το μεγάλο κεφάλαιο στην Γερμανία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου κράτησε «ουδέτερη στάση».

Τον Ιανουαρίου 1933, στην έπαυλη του τραπεζίτη Σραίντερ συναντιούνται ο φον Πάπεν με τον Χίτλερ, οι οποίοι καταλήγουν στη συμφωνία η οποία θα εφαρμοστεί από τις 30 Ιανουαρίου. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο Χίτλερ θα γινόταν καγκελάριος, ο φον Πάπεν αντικαγκελάριος, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα θα μοιραζόταν την εξουσία με το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα DNVP.

Οι ναζιστές κάνουν μία επίδειξη δύναμης στο Βερολίνο με συγκεντρώσεις και με διαδήλωση των SA, υπό την προστασία της αστυνομίας, μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Την ίδια μέρα γίνεται νέα συνάντηση φον Πάπεν και Χίτλερ, αυτήν τη φορά με τη συμμετοχή του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, γιου του προέδρου. Η νέα κυβέρνηση στελεχώνεται από ναζιστές όπως ο Γκέριγκ. Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ είναι καγκελάριος της Γερμανίας. Την 1η Φεβρουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ διαλύει το Ράιχσταγκ, στο οποίο η νέα κυβέρνηση δεν είχε πλειοψηφία, και ορίζει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.

Η Reichsverband der Deutschen Industrie υποσχόταν στην κυβέρνηση την πλήρη υποστήριξη των εργοδοτών διαβεβαιώνοντάς την ότι «θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της». Στα συγχαρητήριά του ο Κρουπ, πρόεδρος της εργοδοτικής ένωσης, προς τον Χίτλερ λέει χαρακτηριστικά: «Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης ανταποκρίνεται στις ευχές τις οποίες είχαμε εκφράσει εδώ και καιρό εγώ ο ίδιος και η διοικούσα επιτροπή».

Στις 20 Φεβρουαρίου 1933 στη βίλα του Γκέρινγκ ο Χίτλερ συναντιόταν με ομάδα εικοσιπέντε ηγετών της γερμανικής βιομηχανίας, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Γκέοργκ φον Σνίτσλερ, της χημικής βιομηχανίας IG Farben, ο Κρουπ φον Μπόλεν, της αυτοκρατορίας Κρουπ και πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών βιομηχάνων, ο Άλμπερτ Βέγκλερ, της Vereinigte Stahlwerke, της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας χάλυβα στον κόσμο. Ο Χίτλερ δήλωνε τους στόχους του. Σχεδίαζε να βάλει τέλος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στόχευε να τσακίσει την αριστερά και γι’ αυτόν τον στόχο ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο. Είχε έρθει η ώρα «να συντριβεί πλήρως η άλλη πλευρά». Εφόσον τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων συνδέονταν άμεσα με την πάλη κατά της αριστεράς, θα έπρεπε να συμβάλουν οικονομικά: «Οι θυσίες», επισήμαινε ο Γκέρινγκ, «θα είναι πολύ ευκολότερες (…) αν [η βιομηχανία] αντιλαμβανόταν ότι οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι σίγουρα οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, πιθανόν και για τα επόμενα 100 χρόνια». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο Σαχτ θα συγκέντρωνε για λογαριασμό τού ναζιστικού κόμματος οικονομικές ενισχύσεις από 17 διαφορετικές επιχειρηματικές ομάδες. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές προήλθαν από την IG Farben (400.000), την Deutsche Bank (200.000), την ένωση ιδιοκτητών ορυχείων (400.000) και μια ομάδα εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικών μηχανών που περιλάμβανε τις Telefunken, AEG και Accumulatoren Fabrik, σε σύνδεση με τα αμερικάνικα συμφέροντα. Τα επόμενα χρόνια το Adolf Hitler Spende θα θεσμοθετούνταν ως μόνιμη συνεισφορά για τα προσωπικά έξοδα του Χίτλερ.

Μερικές εβδομάδες νωρίτερα ο Χίτλερ μιλώντας στους Γερμανούς στρατηγούς είχε αναφερθεί ανοιχτά «στον επανεξοπλισμό και στην ανάγκη εδαφικής επέκτασης». Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει την εύνοια του στρατού. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1933, στο συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη, ο Χίτλερ λέει: «Αν την ώρα της επανάστασης ο στρατός δεν είχε τοποθετηθεί στο πλευρό μας, δεν θα είμαστε εδώ που είμαστε σήμερα».

Παράλληλα, ο Χίτλερ εξασφαλίζει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ διάταγμα «για την προστασία του λαού» στη βάση του οποίου αρχίζει η εκκαθάριση της διοίκησης και της αστυνομίας και η τοποθέτηση σίγουρων ατόμων στις θέσεις κλειδιά. Στην Πρωσία τα SA, τα SS και οι Χαλυβδόκρανοι κηρύσσονται «βοηθητικοί αστυνομικοί σχηματισμοί», που τα μέλη τους μπορούν να κάνουν έρευνες σε σπίτια και γραφεία και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Οι εφημερίδες και οι συγκεντρώσεις των εργατικών αριστερών κομμάτων απαγορεύονται. Στις 23 Φεβρουαρίου η αστυνομία καταλαμβάνει τα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βερολίνο.

δ) Κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες

Η αντικομμουνιστική προπαγάνδα αναφέρεται ιδιαίτερα στην πολιτική του KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) για τον -τάχα- ενδοτισμό του απέναντι στον φασισμό. Η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία του KPD έκανε συχνά – πυκνά εκκλήσεις στο SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας) για ενιαίο μέτωπο κατά του φασισμού, πράγμα που οι σοσιαλδημοκράτες αντέκρουαν.

Έτσι στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ιδρύεται η Kampfbund gegen den Faschismus (Ένωση πάλης κατά του φασισμού), η οποία ήταν ανοιχτή σε «όλες τις οργανώσεις και τα άτομα που είναι διατεθειμένα να διεξάγουν μαζική πολιτική και ιδεολογική πάλη εναντίον του φασισμού, ιδιαιτέρως εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού».

Στις 25 Απριλίου 1932 η ΚΕ εκδίδει έκκληση προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλισμένους εργάτες: «Είμαστε έτοιμοι να παλαίψουμε μαζί με κάθε οργάνωση στην οποία συσπειρώνονται εργαζόμενοι και η οποία θέλει πραγματικά να δώσει την πάλη εναντίον της μείωσης των μισθών». Τον Μάιο η ΚΕ απευθύνει νέα έκκληση «να φράξουμε στον χιτλερικό φασισμό τον δρόμο για την εξουσία».

Στις 4 Ιουνίου εσωτερική εγκύκλιος προς τους υπεύθυνους των οργανώσεων του κόμματος διευκρινίζει: «Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του αστικού-καπιταλιστικού ταξικού μετώπου σε σχέση με τις μεθόδους της αστικής δικτατορίας – παρότι ανάμεσα στις δύο πτέρυγες δεν υπάρχει καμιά ταξική διαφορά ή αντίθεση – μπορεί ωστόσο να οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Έτσι ο χιτλερικός φασισμός έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να αποδυναμώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις οργανώσεις στις οποίες στηρίζεται η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας (…). Ο στρατηγικός προσανατολισμός του κύριου κτυπήματος εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει εντούτοις ότι στη ζύμωσή μας βάζουμε πριν από κάθε ζήτημα την καταγγελία του SPD με χονδροειδή και σχηματικό τρόπο».

Αυτή η γραμμή εκφράζεται με την οικοδόμηση στις επιχειρήσεις και στις συνοικίες της «Αντιφασιστικής Δράσης». Τον Ιούλιο στο περιφερειακό συνέδριο του Βερολίνου – Βρανδεμβούργου της Αντιφασιστικής Δράσης συμμετέχουν 1.500 αντιπρόσωποι, εκ των οποίων 954 χωρίς κόμμα, 132 από το SPD και τη Reichsbanner. Το συνέδριο εκδίδει εκτός των άλλων ένα μανιφέστο όπου «η Αντιφασιστική Δράση δεν ανέχεται να εγκαθιδρυθεί στη Γερμανία η φασιστική δικτατορία, να καταστραφούν και να απαγορευτούν οι ταξικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να καταπατηθούν όλα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, να καταργηθούν οι κοινωνικές ασφαλίσεις και όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης». Το σύνθημα του μανιφέστου είναι «ένας εχθρός, ένα μέτωπο, μία πάλη». Αντιπαρατάσσεται στο σύνθημα των χιτλερικών «Ein Volk, ein Reich, ein Führer» (ένας λαός, ένα Ράιχ, ένας φύρερ).

Όπως φαίνεται καθαρά δεν ισχύει διόλου η διαβολή πως το KPD σφύριζε αδιάφορα για τον φασισμό.

ε) «Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών»

η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών

Την επομένη της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ προσπαθεί να ελέγξει το κόμμα του, ιδιαίτερα την φτωχή λαϊκή βάση του. Δεν ανέχεται τη δημαγωγία μιας «δεύτερης εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης».

Έτσι, σε συγκέντρωση αρχηγών των SS και των SA στη Βαυαρία την 1η και 3η Ιουλίου 1933 ο Χίτλερ δηλώνει: «Θα αντιταχθώ με όλη μου την ενεργητικότητα σε μια δεύτερη επανάσταση…». Μία βδομάδα μετά οι φιλοφασιστικές εφημερίδες δημοσιεύουν την άποψη της κυβέρνησης: «Το να μιλά κάποιος για  συνέχιση της επανάστασης ή ακόμη και για δεύτερη επανάσταση… αυτά τα λόγια αποτελούν σαμποτάζ της εθνικής επανάστασης και θα τιμωρηθούν σοβαρά».

Τα σχέδια του Ρεμ να μετατρέψει τα Τάγματα εφόδου σε εθνική πολιτοφυλακή απασχολούν ιδιαίτερα το παλιό στρατιωτικό κατεστημένο. Τις ίδιες ανησυχίες για τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των SA εκφράζουν οι εργοδότες.

Τον Ιούνιο 1934 ο Χίτλερ επισκέπτεται τον Κρουπ. Στις 29 Ιουνίου ο Μπλόμπεργκ, υπουργός της Reichswehr κηρύσσει τον στρατό σε κατάσταση επιφυλακής. Στις 29 Ιουνίου ο Χίτλερ βρίσκεται στο Μόναχο, όπου η Reichswehr έχει καταλάβει τα γραφεία των SA. Ο Χίτλερ καθαιρεί αυτόματα την ηγεσία τους, αρχίζοντας την εκκαθάριση της βάσης του NSDAP, θέλοντας να κρατικοποιήσει το κόμμα του.

Την επομένη συλλαμβάνεται ο Ρεμ και αργότερα και οι άλλοι ηγέτες των SA. Εκατοντάδες μέλη και ηγέτες των SA, μεταξύ των οποίων ο Ρεμ και οι υπαρχηγοί του Χάινες και Ερνστ, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες από την αστυνομία και αποσπάσματα των SS του Χίμλερ. Αυτή η σφαγή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών».

Ταυτόχρονα η εκκαθάριση επενδύεται με την προπαγάνδα περί συνωμοσίας. Ο Χίντενμπουργκ με τηλεγράφημά του ευχαριστεί τον Χίτλερ για την κατάπνιξη της συνωμοσίας. Στις 5 Ιουλίου η εφημερίδα των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων καταγγέλλει την κλίκα των φιλόδοξων που ήθελαν να εξαπολύσουν έναν νέο αγώνα για την εξουσία και συγχαίρει το καθεστώς «για την ταχεία επέμβαση της 30ης Ιουνίου που μας έσωσε από αυτόν τον κίνδυνο».

Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο αρχηγός των SA γίνεται υπουργός του Ράιχ καταργείται. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα μέλη που δεν υποτάσσονται ανεπιφύλακτα στη ναζιστική εξουσία. Στο συνέδριο του κόμματος το 1935 ο Χίτλερ αναγγέλλει: «Τα μέλη μας υποβλήθηκαν σε σοβαρή εκκαθάριση». Το ναζιστικό κόμμα υποτάσσεται στη ναζιστική κρατική εξουσία. Το Νοέμβριο του 1934 αποφασίζεται με διάταγμα ότι «όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις και όλες οι διαδηλώσεις του κόμματος (…) πρέπει να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή». Το κράτος έχει ήδη αλωθεί. Το NSDAP πρέπει ν’ αναλάβει υποδεέστερο ρόλο.

Το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στο στρατό, όπως και η αρχή της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.

στ) Συνόψιση – συμπεράσματα

Η σύζευξη του γερμανικού μιλιταρισμού με τον «πρωσισμό», η αντικομμουνιστική υστερία του Χίτλερ και η αίσθηση υπεροχής των ναζιστών στην τεχνολογικά προηγμένη στρατιωτική μηχανή τούς γέννησαν την ιδέα εξάπλωσης στ’ ανατολικά και εξαφάνισης του Σοβιετικού κράτους. Οι ναζιστές ήθελαν τους Σλάβους σκλάβους και η εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία τους καθοδηγούσε σαν φάντασμα. Ο Χίτλερ υπνώτιζε τους Αγγλογάλλους με τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του. Άλλωστε οι Άγγλοι (Τσάμπερλεν) θεωρούσαν ότι υπ’ αριθμόν ένα απειλή ήταν η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της.

Όταν στις 17 Ιούλη 1936 ξεσπά ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ο Φράνκο στέλνει προσωπική επιστολή στον Χίτλερ για βοήθεια. Ο τελευταίος, όπως και ο Μουσολίνι, ανταποκρίνονται αμέσως, ενώ στο πλευρό των Ισπανών δημοκρατών βρίσκεται μόνο η Σοβιετική Ένωση και οι θρυλικές Διεθνείς Ταξιαρχίες. Οι Αγγλογάλλοι τηρούν «ουδετερότητα», δηλαδή κάνουν πλάτες στο τρίγωνο Φράνκο – Χίτλερ – Μουσολίνι, και έτσι ο ισπανικός εμφύλιος αποτελεί στην πραγματικότητα τον πρόλογο σ’ ό,τι έμελλε να ακολουθήσει.

Στα πεδία των μαχών οι Χίτλερ – Μουσολίνι δοκίμασαν όλο τον στρατιωτικό εξοπλισμό τους, όπως ακριβώς ύστερα από μία δεκαετία οι ΗΠΑ τις βόμβες Ναπάλμ ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Στις 12 Μάρτη 1938 τα γερμανικά στρατεύματα, στη λογική της επέκτασης (άνσλους), καταλαμβάνουν την Αυστρία και ο Χίμλερ συλλαμβάνει 67.000 (!) Αυστριακούς ως εχθρούς του ναζισμού.

Η διάσκεψη του Μονάχου: από αριστερά Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ, Χίτλερ, Μουσολίνι και Τσιάνο

Η προσάρτηση της γερμανόφωνης Αυστρίας δεν προκαλεί καμία αντίδραση στις κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας, οι οποίες αρνούνται τις αντιφασιστικές προτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Το ίδιο συμβαίνει όταν το ίδιο έτος η Γερμανία προσαρτά τη γερμανόφωνη Σουδητία (τμήμα της Τσεχοσλοβακίας) και το 1939 ολόκληρη τη χώρα στη «λογική» του Καρλομάγνου, του Βίσμαρκ και της πολιτικής τού Χίτλερ για «ένα έθνος, ένα κράτος, ένας Φύρερ». Η διάσκεψη του Μονάχου (29/9/1938) με τους Χίτλερ, Μουσολίνι, Νταλαντιέ (Γαλλία) και Τσάμπερλεν (Αγγλία) για να «διευθετηθεί η κρίση στην κεντρική Ευρώπη» αποτελεί μνημείο ενδοτισμού των Αγγλογάλλων στον ανερχόμενο φασισμό. Υπολόγιζαν ότι ο Χίτλερ θα κινηθεί ανατολικά προς τη Σοβιετική Ένωση γι’ αυτό και εφάρμοζαν τη λεγόμενη «πολιτική κατευνασμού». Ακόμα και ο κυνικός αστός, Ουίνστον Τσώρτσιλ, το 1938 σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων μιλάει χλευαστικά για τον Τσάμπερλεν και υποσημειώνει ότι «βρισκόμαστε καταμεσής μιας καταστροφής πρώτου μεγέθους».

Θυμίζουμε ότι η Σοβιετική Ένωση, που είχε γίνει μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (ο ΟΗΕ της εποχής) το 1934, αποπέμφθηκε το 1939 μετά την καταδίκη της για τον ρωσοφινλανδικό πόλεμο. Θυμίζουμε επίσης για τους αμνήμονες ότι τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλλουν στην ΕΣΣΔ μαζί με φινλανδικό και ρουμανικό στρατό στις 22/6/1941. Ήταν πλέον φανερό ότι η προσπάθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν μονομερείς συνθήκες ειρήνης με τη Γερμανία έπεφτε στο κενό. Όταν μάλιστα στις 7/12/1941 η αυτοκρατορική – φασιστική Ιαπωνία θα επιτεθεί αλαζονικά στη βάση των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ ο χάρτης έχει διαμορφωθεί. Από τη μία πλευρά οι Γερμανία – Ιταλία – Ιαπωνία και από την άλλη η ΕΣΣΔ με τις δυτικές αστικές δημοκρατίες και τα αντιφασιστικά κινήματα σ’ όλον τον κόσμο.

ο κόκκινος στρατός ευτελίζει τα σύμβολα των ναζί

Η συντριπτική ήττα των ναζιστών στο Στάλινγκραντ τον Φλεβάρη 1943 με την περίφημη 6η στρατιά του Φον Πάουλους να αιχμαλωτίζεται από τους Σοβιετικούς είναι η απαρχή της συντριβής της μεγαλύτερης πολεμικής μηχανής στη σύγχρονη ιστορία. Οι Γερμανοί είχαν αποτύχει όπως έναν αιώνα νωρίτερα ο Ναπολέοντας στην προσπάθειά του να υποτάξει τη Ρωσία. Και αν τον 19ο αιώνα έφταιγε ο «ρώσικος χειμώνας», τον 20ο «έφταιγαν» οι κομμουνιστές.

 

 

 

 

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το