Έψαχνε εναγωνίως ο Γ. να βρει σκιερό μέρος για να αποφύγει, όσο μπορούσε, το δυνατό ήλιο που χτυπούσε το πρόσωπό του. Λιγάκι δύσκολο
βέβαια, καθώς ήλιος και ζέστη ήταν πρώιμα φρούτα. Πρώιμα ήταν και νεογέννητα, μόλις αχνοπρασίνιζαν πολλά από αυτά, τα φύλλα πάνω στα
δέντρα που εδώ και λίγες μέρες ξύπναγαν από τη χειμερινή τους σιέστα. Κανείς δε θα μιλούσε σήμερα για πρώτες μέρες της άνοιξης, όπως φανέρωναν λογής ημερολόγια και αποδείξεις κάθε είδους, αλλά για πρώιμο,όμορφο καλοκαιράκι. Τέτοιο, ασυνήθιστο, βιαστικό που βρίσκει καθένα μας απροετοίμαστο σωματικά και ψυχικά, μαθημένο ακόμη στα κρύα και τις παγερές ημέρες και νύχτες του χειμώνα.
Βολεύτηκε όπως όπως κάτω από ένα όχι και τόσο θαλερό δέντρο, μαζί με άλλους που τον αναγνώριζαν και τον γνώριζαν ψάχνοντας όπως και κείνος προσωρινό καταφύγιο. Τα δέντρα έξω από τον καγκελόφραχτο περίβολο του επιβλητικού κτιρίου, λιγοστά και μια κοψιά, λες και μια αόρατη λεπίδα τα έκοψε στο ίδιο ακριβώς μπόι. Πού και πού ξεχώριζε ένα που πήγαινε,λιγάκι, να ξεφύγει από τον κανόνα. Ήταν πολλοί κι οι μαζεμένοι, στριμωγμένοι κάτω από τη φιλόξενη καταφυγή τους, οι ασυνήθιστοι στην κάψα του ανοιξιάτικου, παιχνιδιάρη ήλιου. Ένας ήλιος που μια κρυβόταν πίσω από αναιμικά, ξασπρισμένα σύννεφα μια φανερωνόταν περήφανος, Ηλιάτορας κανονικός και «καγκελοπαιχνιδάτορας»! Έκανε τούτη τη σκέψη ο Γ. κι ένιωσε βλάσφημος που κακομεταχειριζόταν τον ποιητή. Κοιτούσε όμως ένα γύρο κι έβλεπε τα κάγκελα του μεγάλου και ψηλού κιγκλιδώματος πότε να φωτίζονται όμορφα και να στιλβώνουν και έπειτα,όταν ο παιχνιδιάρης έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, να θαμπώνουν και να σκοτεινιάζουν
όμορφα και πάλι.
Ήταν πολλοί οι συγκεντρωμένοι, πολύχρωμο πλήθος, κι αναρωτήθηκε, όσο πιο φωναχτά μπορούσε στο θόρυβο του πανηγυριού τους, αν κάποιος άλλος εκτός απ’ αυτόν έκανε την ίδια σκέψη. Φευγαλέα όμως! Άλλωστε ούτε ο τόπος ούτε κι ο χρόνος ήταν ιδανικοί για μακρές στο χρόνο σκέψεις…το αντίθετο,όλα μιλούσαν και φώναζαν για δράση.
Με τους λίγους που αντάλλαξε κουβέντα ο Γ., είτε έξω από το δέντρο καταφύγιο, είτε κάτω από αυτό, λίγα πράγματα είχαν πει. Λόγια κοφτά…καλημέρες, χαμόγελα, σφίξιμο των χεριών, μια δυο κουβέντες για το σήμερα και τα γεγονότα. Έτσι βέβαια ταίριαζε στην περίσταση. Άλλοι τον ήξεραν καλά, τον γνώριζαν τόσα χρόνια στο μετερίζι, τους γνώριζε καλά κι αυτός.
Με κάποιους δε γνωρίζονταν προσωπικά όμως τους είχε πάρει το μάτι του και το σουλούπι και η μορφή τους του ήταν οικεία. Κάποιοι πάλι, νεότεροι στην ομήγυρη ή και την ηλικία, του ήταν παντελώς άγνωστοι, τους έβλεπε είτε πρώτη φορά είτε για δεύτερη ή τρίτη. Πόσους πια να ξέρει κανείς μέσα στο βουερό πλήθος; Όλοι όμως τον αναγνώριζαν,παλιοί ή νέοι, καθώς τον είχαν δει πολλές φορές να κρατά στιβαρά, πάντα από την αριστερή πλευρά του δρόμου το χοντρό ξύλο που στήριζε το πανό! Ήταν η αγαπημένη του θέση και κανείς δε γνώριζε γιατί αυτός, ο σωματώδης άντρας δεν
άλλαζε ποτέ μα ποτέ θέση στην πορεία, μα είχε επιλέξει εκείνη και μόνο εκείνη.
Ο Γ. ήταν και σ’ άλλους πολύ γνωστός κι απ’ τη δουλειά, και όλοι έλεγαν πως «υπηρετούσε» χρόνια πολλά ανάβοντας φωτιές. Ήταν εμπρηστής, αλλά οι φωτιές που άναβε δεν έμοιαζαν με τις άλλες. Τις φούντωνε μες στα μυαλά και τις καρδιές νεαρών μυαλών. Θύμιζε στα πάντα του αυτή τη φράση, σπίρτο αυτός για να ανάψει η θεϊκή τούτη φωτιά, φρόντιζε να μην το ξεχνά ποτέ του ο ίδιος, φρόντιζε να το πραγματοποιεί καθημερινά κι ακούραστα χρόνια τώρα. Φρόντιζε και τους άλλους …να μην το ξεχνούν, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι όλοι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα, μοιάζουν με τα δάχτυλα των χεριών μας…δε μοιάζουν μεταξύ τους.
Το πολύβουο και πολύχρωμο σμάρι σπρώχνονταν πέρα δώθε υψώνοντας στον ουρανό, ανάμεσα από τα γύρω κτίρια βουητό, σπονδή αρχαίας ιεροτελεστίας. Σημαίες κρατημένες σφιχτά στα χέρια, κάποιες ανάμεσα σε μασχάλες για μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης χεριών,συνόδευαν το ελαφρύ, δροσιστικό αεράκι που έτυχε να φυσά αυτή τη μέρα. Κυμάτιζαν και χτυπούσαν δω και παφλάζοντας κι ήταν ωραία να τις βλέπει κανείς να ανεμίζουνε κι ας χτύπαγαν καμιά φορά σε ανυποψίαστους ώμους και κεφάλια. Άλλωστε δεν έδειχναν να ξαφνιάζονται ή να ενοχλούνται.
Ξάφνου, κι ενώ τα μάτια του Γ. περιπλανιόνταν γρήγορα, όπως και το μυαλό κι οι σκέψεις, κι ο λόγος των διπλανών του ήταν για τις τελευταίες
εξελίξεις στο φλέγον ζήτημα, τον είδε με την άκρη του ματιού του να κάθεται ήσυχα, σχεδόν ανύπαρκτα στο απέναντι τσιμεντένιο πεζούλι,
ακουμπώντας την πλάτη στα κιγκλιδώματα του δικού του κτιρίου, γερμένος ελαφρά μπροστά.
Τον αναγνώρισε αμέσως το Ν. κι ας είχε περάσει καιρός από τότε που είχαν συναντηθεί… τι καιρός, χρόνια αρκετά. Είχε περάσει τα πενήντα. Τα έδειχνε τα χρόνια πιο πολύ απ’ τα γκριζαρισμένα του μαλλιά, όχι από κάτι άλλο.
Κορμοστασιά και σουλούπι, εξ όσων μπορούσε να διακρίνει, έστω και λιγάκι πειραγμένα από τον Πανδαμάτορα, παρόλα αυτά σε αρκετά καλή
κατάσταση, όπως περίπου τον θυμόταν. Ντυμένος όπως πιο παλιά, σωστά για τα μέτρα τα δικά του, ωραία σταθμισμένα…μοντέρνα αλλά όχι
υπερβολικά. Κοιτούσε ένα γύρω τα ανθρωπίσια ρυάκια που μαζεύονταν απειλώντας να γίνουν σιγά σιγά ορμητικό ποτάμι. Μα δεν μπορούσες να καταλάβεις αν κοίταγε ψάχνοντας κάτι ή κάποιον συγκεκριμένα. Το βλέμμα του περπατούσε δεξιά αριστερά, πάνω κάτω, χωρίς να αντικρίζει συγκεκριμένα κάτι. Μα ήταν φανερό πως έβαζε στη ζυγαριά της μνήμης πρόσωπα και φυσιογνωμίες. Ένα αδιόρατο, στους πολλούς, νεύμα κάθε φορά που σταμάταγε το μάτι για λίγο σε κάποιο πρόσωπο –κι ήταν πολλά που κυκλοφορούσαν– αλλά και μια μικρή κίνηση του χεριού που ίσα ίσα υψώνονταν χαιρετώντας.
Έλειπε καιρούς από τις συγκεντρώσεις, τη χαρά όσων έβαζαν εμπρός το δίκιο από το άδικο. Είχε ξαφνικά χαθεί, όπως και τόσοι ακόμη, μη μπορώντας να αντέξουν τη σκόνη και τη σκουριά που σωριάζονταν πάνω σε ζωές κι οράματα. Οι άλλοι αναρωτήθηκαν πολλές φορές πού να είχε άραγε χαθεί ο Ν. Έριχναν πολλές φορές κατηγόριες σε κείνους που είχαν «εγκαταλείψει», είχαν απογοητευτεί και ιδιωτεύσει όπως αυτός. Εύκολα λόγια σκεφτόταν ο Γ., θυμικό, χωρίς να πολυσκέφτονται αιτίες ούτε να
κάθονται να συζητήσουν σοβαρά. Κάποια στιγμή έπαψαν και να αναρωτιούνται. Συνήθισαν να ζουν με την απουσία τόσων κι άλλων
τόσων, όπως ο Ν. Ο ήλιος όμως ο σημερινός, το πανηγύρι της ζωής έδειχνε αλλιώς τα πράγματα, τα φώτιζε πιο καθαρά. Μέσα στο πολύβουο πλήθος ήταν ο Ν. κι ένας θεός ξέρει πόσοι και πόσες ακόμη σαν αυτόν.
Σηκώθηκε από το σκιερό του καταφύγιο, πέρασε στη φωτεινή άσφαλτο, διέσχισε κάθετα το δρόμο, ίσα απέναντι στο σημείο που αναγνώρισε την κοψιά του παλιού του φίλου. Υπήρχε λίγος ακόμη χρόνος ωσότου να αρχίσουν να πορεύονται στους δρόμους του αγώνα και των οραμάτων.
Ν.,του είπε! Ν., τι κάνεις;
Δυο μάτια,όπως ακριβώς τα θυμόταν από παλιά, κινήθηκαν και συνάντησαν τα δικά του. Του φάνηκε αιώνας του Γ. μα τα χείλια του Ν. κινήθηκαν σε απόκριση χαμογελώντας. Ο Ν. σηκώθηκε όρθιος προσφέροντας το χέρι σε μια σφιχτή και θερμή χειραψία, φανερά χαρούμενος που κάποιος από τα παλιά τον θυμήθηκε και του μίλησε. Δυο κουβέντες αντάλλαξαν για τις
παλιές καλές εποχές, κι ο Γ. φρόντισε εκείνη τη στιγμή να μη σκαλίσει πληγές, να μην πληγώσει άθελα. Υπήρχε χρόνος,κάποια άλλη στιγμή, να τα βάλουν κάτω και να τα συζητήσουν. Όχι, τώρα! Αυτό που προείχε τώρα ήταν η συνάντηση, η επιστροφή!
Ν. είναι πολύ ωραίο που σε συναντώ ξανά εδώ! Κι είναι σήμερα τόσο ωραίος ο καιρός! Καλοκαιράκι ο καιρός, καλοκαιράκι κι οι καρδιές
μας με τόσο κόσμο, ορθό!
Θα προτιμούσα να μην έμοιαζε καλοκαίρι, απάντησε κοφτά ο Ν. Τόσα και τόσα καλοκαίρια της ζωής μου τα ’χω περάσει στην άκρη, κι η θλίψη ανάμιχτη με θυμό βγήκαν στον αέρα!
Απ’ τα μεγάφωνα αναγγελλόταν το ξεκίνημα του ποταμιού του όρθιου ανθρώπου.Ήδη αρχίζαν τα πρώτα βήματα, ήδη ακούγονταν τα πρώτα
συνθήματα. Σειρές ανθρώπων, με το κεφάλι ψηλά στο δυνατό, παιχνιδιάρη Ήλιο άρχιζαν να βαδίζουν αργά αλλά αποφασιστικά μπροστά,έχοντας αλυσοδεμένα τα χέρια σ’ ένα περίεργο κι όμορφο συνάμα χορό! Δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια.
– Πάμε Ν. Πάμε να μαζέψουμε ήλιο από το δικό μας καλοκαίρι! Πάμε για καθαρό αέρα!
Γιάννης Μελιόπουλος
πηγή: Αντιτετράδια, τ. 120
e-prologos.gr