γράφει η Αθηνά Παπανικολάου
Πατέρα πώς, από πού, ρωτούσε και ξαναρωτούσε αλλά απόκριση δεν έπαιρνε. Θα δεις, του ’λεγε εκείνος, θα δεις, όταν θα γιάνεις θα δεις και θα καταλάβεις. Δεν επέμενε κι αυτός, έβλεπε το σκοτεινό που απλώνονταν στα μάτια του πατέρα του, σύννεφα μαύρης βροχής που δεν ξεσπούσε ποτέ κι αυτό τον φόβιζε περισσότερο.
Από το Φθινόπωρο του 42, αφότου οι Ιταλοί πρώτα κι ύστερα οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν αφέντες σκληροί στα μέρη τους, δεν ξαναβγήκε από το δωμάτιο του. Λίγες φορές, πρωί πρωί, κι αν τύχαινε να είναι ο καιρός καλός, γιατί στα μέρη τους κρατάει πολύ ο χειμώνας, τον έπαιρνε ο πατέρας μαλακά από το χέρι και τον κάθιζε στην πεζούλα της πίσω αυλής, μάτι κακόβουλο της γειτονιάς δεν την έπιανε, ανάμεσα στην κυδωνιά και τους τενεκέδες με τις γαρυφαλλιές που είχε φυτέψει η κυρά του. Ήταν στο δρόμο του γυρισμού από το μέτωπο όταν πήρε το πικρό μαντάτο. Δεν θα την έβρισκε να τον περιμένει στο κεφαλόσκαλο, ανίκητο θεριό το χτικιό είχε καταβροχθίσει όλο της το σόι. Αλύγιστο κεφάλι, δεν άκουσε γονείς και συγγενείς, πού πας, ποια πας να βάλεις το στεφάνι; Εκείνος θυμόταν τα ξανθά της τα μαλλιά, τα αγαθά της μάτια, τη χάρη όταν πότιζε τ’ άνθη της και τα τραγούδια στο μαγεριό της, εκείνη τη γλύκα που ημέρωνε θεριά όταν βύζαινε τον μονάκριβο τους. Μόνο ένα δεν ημέρωσε, τη ζήλεψε, την πήρε.
Και τώρα, μόνος κι έρημος ξανάβλεπε μπροστά τον ακοίμητο εχθρό να βάφει κίτρινο το λιγνό κορμί, να σκάβει βαθιά τις κόγχες των ματιών του, να ξερνάει αιμάτινες κλωστές τα σάλια του στο άσπρο μαξιλάρι. Λύγισε το κυπαρισσάκι του, ένα αρνί άκακο, ένα βλαστάρι τρυφερό σαν της κληματαριάς τα πασχαλιάτικα νιόβγαλτα κοτσανάκια, όμορφο σαν τον άγιο στρατηλάτη στο εικονοστάσι τους. Δυο χρόνια αφότου γύρισε, έγινε πατέρας, μάνα, αδελφός, φίλος και νοσοκόμος, στιγμή δεν το άφηνε μόνο του, όλα αυτός, όλα από πάνω του περνούσαν. Πείσμωσε σαν είδε τα σημάδια του χτικιού, μάτωσε με τα νύχια τις παλάμες του, έβγαλε μέσα του κραυγή απ’ αυτές που μόνο στα σωθικά αντηχούν και κανείς δεν τις ακούει, τέτοια ούτε στον πόλεμο δεν ακούστηκε, όταν ορμούσε στον εχθρό του. Ετούτος ο εχθρός όμως πιο ύπουλος, άσαρκος κι έτρωγε σάρκες, φώλιαζε στα πνευμόνια του και τους περιγελούσε. Έβγαζε γλώσσα μοχθηρή, βρωμούσε η αναπνοή του.
Μόνο μια νύχτα βγήκε ο γιος από το ερημητήριο. Τη νύχτα που ο πατέρας του τον σήκωσε από το κρεβάτι, τον σκέπασε με τη μάλλινη χλαίνη που φορούσε στο μέτωπο, εκείνη που μέρες την ξεψείριζαν και τρεις φορές την έβρασαν μέσα στο καζάνι για να φύγει η άγρια οσμή του πολέμου, μόνο τότε ξεμύτισε από την απομόνωση κι από τη μουλαρόστρωτα καβάλα στο αγαπημένο του άλογο τον πήγε στη Χρούπιστα, στο γιατρό. Γύρνα πίσω, είπε εκείνος, πόλεμος γύρω μας, αέρα καθαρό έχετε μπόλικο, κρέας, φαΐ καλό, αυτή είναι η σωτηρία, για φάρμακα ούτε λόγος, κράτα το σπίτι αμόλυντο κι άιντε στην ευχή του Θεού. Λεφτά δεν πήρε, ήταν καλός, κάτι αυγά και ελάχιστο σιτάρι η πληρωμή γιατί η πείνα θέριζε. Μάτωσαν τότε τα μέσα του, ποτάμια ξεχύθηκαν ορμητικά, τα ’πνιξε πριν βγουν στη στράτα. Έσφιξε τόσο τα χείλη του και πάνιασε η μορφή του, που μες στη νύχτα τη θεοσκότεινη άστραψε άσπρο φως το πρόσωπό του, άσπρο απόκοσμο, άσπρο απελπισίας.
Δυο χρόνια πέρασαν. Έβρεχε, χιόνιζε, φούντωνε το πράσινο στις ρεματιές, έλιωνε η γη από το λιοπύρι, δυο χρόνια έπλενε τα μαντίλια του, άπλωνε τα στρωσίδια του, δυο χρόνια έξω η πείνα θέριζε κι αυτός με το φαΐ του, κρέας δεν έλειψε ποτέ, μόνο η μυρωδιά κι η γεύση άλλαζε κάθε φορά. Πατέρα πώς, από πού, γιατί έχει άλλο χρώμα;
Θα δεις, θα δεις, μη βιάζεσαι του απαντούσε εκείνος κι όλο χαιρόταν που έβλεπε ν’ ανθίζουν ροζ χνουδωτά τριαντάφυλλα στα μάγουλα του παιδιού του. Το Πάσχα του 44 ήρθε κι αντρείεψε το σώμα του, οι θέρμες ξεχάστηκαν, δροσούλα αυγή το μέτωπό του, η ανάσα μοσχοβόλησε πασχαλιές, τα μαξιλάρια ολόασπρα μπαϊράκια νικηφόρας μάχης ξεδιπλώθηκαν στο ανοιξιάτικο αεράκι.
Πατέρα πώς, πού το βρες τόσο κρέας;
Τον πήρε απ’ το χέρι μαλακά, μα δεν τον πήγε στην πεζούλα. Στον αχυρώνα τον οδήγησε και κει μέσα στο μισοσκόταδο είδε το παιδί το θάμα. Αμέτρητα καύκαλα, άδεια κιβούρια οι χελώνες, σωροί τα φιδοπουκάμισα, βουνό τα δέρματα οι σκαντζόχοιροι, βατραχοπόδαρα αρμαθιές ήταν το γιατρικό του. Πατέρα τ’ άλογο; Απόκριση δεν πήρε.
1. Χρούπ(ι)στα, η παλαιότερη ονομασία για το Άργος Ορεστικόν της Καστοριάς.
πηγή: artinews.gr
e-prologos.gr