Γιώργος Κ. Καββαδίας*
Καμιά δήλωση περί «βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης δεν μπορεί να κρύψει τη γκρίζα πραγματικότητα. Δεν μπορεί να κρύψει ότι και το 2023 με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής, το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε 30 τμήματα ΑΕΙ με λιγότερο από 10 εισακτέους και δεκάδες τμήματα με πολλά κενά. 153 τμήματα από τα συνολικά 450 δέχτηκαν λιγότερους υποψήφιους από αυτούς που μπορούσαν να έχουν και έμειναν κενές 10.754 θέσεις. Οι χιλιάδες αυτές θέσεις εισακτέων που έμειναν (σε συνδυασμό με τη «δράση των μετεγγραφών») αποψίλωσαν περίπου 50-60 τμήματα κατά βάση περιφερειακών πανεπιστημίων. Ωστόσο αξίζει να αναφερθεί ότι το σύνδρομο των κενών θέσεων αρχίζει και πλήττει και το κέντρο. Οι κενές θέσεις που έμειναν στα ΑΕΙ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έφτασαν φέτος τις 2.403, ενώ πέρυσι ήταν 2.060.
Ταυτόχρονα από τους 97.205 υποψηφίους των ΓΕΛ και ΕΠΑΛ οι 70.714 πέρασαν την ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) και απέκτησαν δικαίωμα να καταθέσουν μηχανογραφικό. Εισήχθησαν 61.950 υποψήφιοι ΓΕΛ και ΕΠΑΛ. Δηλαδή, από όσους δήλωσαν συμμετοχή έμειναν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οι 35.255, ενώ από όσους απέκτησαν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση δεν τα κατάφεραν λόγω ΕΒΕ οι 8.764.
Η δημοσιοποίηση των βάσεων εισαγωγής από το Υπουργείο Παιδείας κάθε χρόνο «φωτίζει » το «έγκλημα» σε βάρος των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Είναι οι ορατές συνέπειες, η κορυφή του παγόβουνου της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής τα τρία τελευταία χρόνια. Η θέσπιση της ΕΒΕ από το 2021 είναι ένα επιπλέον μεγάλο εμπόδιο για τους υποψηφίους, κυρίως των ασθενέστερων τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας.
Ένας στους τρεις υποψηφίους σταθερά και βασανιστικά αποκλείεται κάθε χρόνο από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Περισσότεροι από 22.000 υποψήφιοι των ΓΕΛ κάθε χρόνο δεν καταθέτουν μηχανογραφικό εξαιτίας της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ενώ, όπως καταγράφηκε σε πολλές καταγγελίες μαθητών και γονέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αποκλείστηκαν από τις σχολές προτίμησής τους μέσα από το εκρηκτικό «κοκτέιλ» της ΕΒΕ και των ειδικών μαθημάτων.
Συνολικά στην τριετία που εφαρμόζεται η ΕΒΕ (2021-2023) έχουμε πάνω από 36.000 κενές θέσεις στα ΑΕΙ. Στο βάθος βρίσκεται η αρχή μιας νέας μαύρης εποχής για τα δημόσια Πανεπιστήμια, που θα έχουν να αντιμετωπίσουν την αποψίλωση, και η αρχή μιας χρυσής εποχής για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, που έρχονται καλπάζοντας. Στο βάθος περιμένει η «αρχή μιας νέας «χρυσής εποχής» για τα κολέγια, τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία. Για αυτό και το γνωστό σλόγκαν: Με 8.000 μόρια δεν χωράς στο δημόσιο ΑΕΙ, με 8.000 ευρώ «χωράς και παραχωράς» στο κολέγιο. Όταν, λοιπόν, το υπουργείο παιδείας ανακοινώνει, κάθε χρόνο, θέσεις εισακτέων ουσιαστικά πρόκειται για μια «πρόσκληση» σε ανεπιθύμητους καλεσμένους.
Η ΕΒΕ του 1/3
Επιπλέον, υπολογίζεται ότι μόνο το 1/3 περίπου των υποψηφίων έχει τη δυνατότητα να δηλώσει οποιαδήποτε σχολή επιθυμεί στο μηχανογραφικό δελτίο. Ο ένας στους τρεις που έγραψε πάνω από 14,5 δεν είχε κανένα πρόβλημα με την ΕΒΕ, καθώς δεν επηρέαζε καθόλου τις επιλογές του. Το τελευταίο 1/3 που απομένει είναι εκείνο που θα μπορέσει να δηλώσει σχολές μεσαίου και χαμηλού ενδιαφέροντος.
Μετά από τρία χρόνια εφαρμογής της ΕΒΕ μπορούμε να δούμε ότι δεν αποκλείστηκαν μόνο οι υποψήφιοι του 3, του 4 και του 5. Αποκλείστηκαν και ένας στους τρεις υποψηφίους περίπου που έγραψε από 8,37 έως 14,43 το 2022 και είχε περιορισμένη πρόσβαση στο Μηχανογραφικό Δελτίο. Δεν μπορούσε, δηλαδή, να δηλώσει όποια σχολή ήθελε στο Μηχανογραφικό του Δελτίο. Και το 14 για μας που γνωρίζουμε τους όρους διεξαγωγής των πανελλαδικών εξετάσεων είναι μια καλή βαθμολογία, καλύτερη από ό, τι ακούγεται. Και δεν αναφερόμαστε στα υψηλόβαθμα τμήματα. Όμως υπάρχουν τμήματα που θα μπορούσε να εισαχθεί ένας υποψήφιος με μέσο όρο 14 και δεν εισάγεται. Έχουμε, δηλαδή, κάτι διαφορετικό από το επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας να μην εισάγονται στα ΑΕΙ υποψήφιοι με βαθμό 3,4 και 5. Στα τμήματα που είχαν ΕΒΕ μεγαλύτερη του 14 είχαμε 924 κενές θέσεις το 2022.
Και καμιά δήλωση των επιτελών του υπουργείου Παιδείας δεν μπορεί να εξαφανίσει τη σαλάτα αποτελεσμάτων που οδηγεί υποψηφίους με υψηλές βαθμολογίες να μην μπορούν να πιάσουν τη σχολή της προτίμησής τους και άλλους να κόβονται από την είσοδο των Πανεπιστημίων από τις παράδοξες τεχνικές της ΕΒΕ. Το μόνο που εγγυάται η εφαρμογή της ΕΒΕ είναι παιδιά με άριστες και μέτριες βαθμολογίες να οδηγούνται σε σχολές που δεν είναι της πρώτης προτίμησής τους.
Αποδομείται, λοιπόν, με τον πιο εναργή τρόπο το κυβερνητικό αφήγημα ότι οι μαθητές/τριες γίνονταν φοιτητές με πολύ χαμηλές βαθμολογίες.
Αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι ο βασικός στόχος είναι η μείωση του αριθμού των εισακτέων και η δρομολόγησή τους προς τα ιδιωτικά κολλέγια και ΑΕΙ για όσες οικογένειες μπορούν να «χρηματοδοτήσουν» τις σπουδές των παιδιών τους, αλλά και προς τα Δημόσια ΙΕΚ ή άλλες δομές κατάρτισης. Εξάλλου, η προηγούμενη υπουργός παιδείας Ν. Κεραμέως φρόντισε εγκαίρως να νομοθετήσει την επαγγελματική ισοτιμία των πτυχίων των κολλεγίων με τα Δημόσια Πανεπιστήμια, και οι μηχανισμοί προπαγάνδας φρόντισαν εγκαίρως να δυσφημήσουν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Η ΕΒΕ μαζί με την τράπεζα θεμάτων και τις συνεχείς εξετάσεις λειτουργούν αποτρεπτικά, στο να συνεχίσουν οι μαθητές τη Λυκειακή βαθμίδα, οδηγώντας τους μετά το γυμνάσιο στις Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης και την κατάρτιση.
Επί της ουσίας η κυβέρνηση “κλείνει το μάτι” στην αγορά της κατάρτισης που βρίσκει νέο πεδίο κερδοφορίας, πατώντας πάνω στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να μορφώσει τα παιδιά της, ώστε να πάρουν τα κατάλληλα εφόδια για το μέλλον.
Είναι φανερό δια γυμνού οφθαλμού ότι ο βασικός προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι η μείωση των εισακτέων, η πριμοδότηση της ιδιωτικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου με την παραχώρηση υποδομών του για όσους ξένους φοιτητές μπορούν να πληρώνουν δίδακτρα. Παράλληλα, με τον σταδιακό μετασχηματισμό των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων σε επιχειρήσεις παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, τη μετάλλαξη της γνώσης από κοινωνικό αγαθό σε εμπορικό προϊόν και τη μετατροπή της μόρφωσης από συλλογικό δικαίωμα σε ατομική επιλογή. Ας μην αμφιβάλλει κανείς. Με το σκιάχτρο της ίδρυσης των ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα σπρωχθούν τα δημόσια να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, να μειώσουν τα χρόνια σπουδών και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (ίδρυση σχολών στην αγγλική γλώσσα με δίδακτρα, τέλη εγγραφής, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος στο 3ο ΓΕΛ Κερατσινίου, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου
e-prologos.gr