Με τη σφραγίδα της ανερχόμενης οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Κίνας

Ενώ όλοι οι αναλυτές μιλούν για τον 21ο αιώνα ως τον «αιώνα της Κίνας», το Πεκίνο υπέγραψε μια σημαντική συμφωνία που θορύβησε τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία της δύσης. Προχώρησε στη μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση του πλανήτη, δημιουργώντας μια τεράστια ζώνη ελεύθερου εμπορίου, για τη διείσδυση των κινεζικών μονοπωλίων και την επέκταση της οικονομικής και πολιτικής τους κυριαρχίας στην περιοχή της ΝΑ Ασίας και του Ειρηνικού.

Στις 14 Νοεμβρίου υπογράφηκε, μέσω τηλεδιάσκεψης που «φιλοξένησε» το Ανόι, στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής του ASEAN (Ένωση Χωρών Νοτιοανατολικής Ασίας) η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία του πλανήτη που καλύπτει 15 χώρες από 2 ηπείρους (Ασία και Ωκεανία), 2,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, αθροιστικό ΑΕΠ 26,2 τρισ. δολαρίων (30% του παγκόσμιου ΑΕΠ) και το 28% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής.
Καλύπτει μια ζώνη πιο πολυπληθή από την ΕΕ και τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), την οποία έχουν συγκροτήσει οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Μεξικό.

Τη συμφωνία, στην οποία συμμετέχουν η δεύτερη και η τρίτη οικονομία του πλανήτη, υπέγραψαν εκτός της Κίνας, η Ιαπωνία, η Ν. Κορέα, η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και οι 10 χώρες του ASEAN (Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος, Μιανμάρ, Μπρουνέι). Υπάρχει οψιόν μελλοντικής συμμετοχής της Ινδίας (6η οικονομία του πλανήτη) με την προσθήκη επιπλέον 1,4 δισ. ανθρώπων και 2,6 τρισ. δολαρίων ΑΕΠ.
Η Ινδία συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Εταιρική Σχέση (Regional Compre­hensive Economic Partnership – RCEP), όπως ονομάστηκε η συμφωνία, αλλά αποχώρησε πέρυσι μπροστά στον φόβο της κυριαρχίας του Πεκίνου στην ευρύτερη περιοχή και για να μην υπονομευτεί η εθνική της αγορά και παραγωγή.

Προσανατολίστηκε προς τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του «Τετραμερούς Διαλόγου Ασφαλείας» στον οποίο συμμετέχουν επιπλέον η Αυστραλία και η Ιαπωνία, οι οποίες προσχώρησαν στην RCEP δείχνοντας ότι θέλουν να εξισορροπήσουν τις αμερικανικές πιέσεις και να προσανατολίσουν τις οικονομικές τους σχέσεις προς την Κίνα, έχοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Το εντυπωσιακό είναι ότι στη συμφωνία συμμετέχουν παραδοσιακοί ανταγωνιστές της Κίνας και σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή. Ενώ και η συνεργασία μεταξύ Τόκιο και Σεούλ είναι αξιοσημείωτη μιας και στο παρελθόν οι δύο χώρες είχαν οικονομικές διαμάχες. Ενδιαφέρον προκαλεί επίσης η συμμετοχή των «δυτικών» χωρών της περιοχής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία.
Η Κίνα είναι ήδη μέλος πολλών διμερών εμπορικών συμφωνιών, αλλά είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέλος ενός περιφερειακού πολυμερούς εμπορικού μπλοκ. Η συμφωνία δεν αποτελεί μόνον τη χαριστική βολή στο σχέδιο της κυβέρνησης Ομπάμα για τη δημιουργία του αποκαλούμενου Ασιατικού Άξονα, αλλά συνιστά και σοβαρό πλήγμα στον εμπορικό πόλεμο και τις αντικινεζικές πρωτοβουλίες του Τραμπ.
Η εφημερίδα The Wall Street Journal προειδοποίησε πως η συμφωνία αυξάνει δυσανάλογα τις πιέσεις προς τον εκλεγμένο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να προχωρήσει άμεσα προς την εμβάθυνση της εμπορικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην τεράστια ζώνη Ασίας-Ειρηνικού.

Πριν στεγνώσει το μελάνι της νέας συμφωνίας ο νέος Αμερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε πως σκοπεύει να συνεργαστεί με «άλλες δημοκρατίες» για να ξαναθέσει «το διεθνές εμπόριο σε μια νέα τροχιά». Δήλωσε πως: «Ελέγχουμε το 25% των διεθνών εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως. Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας με τις άλλες δημοκρατίες, άλλο ένα 25% ή περισσότερο ώστε να θέσουμε το διεθνές εμπόριο σε μια νέα τροχιά» και πρόσθεσε ότι η εναλλακτική θα είναι «η Κίνα και άλλοι να ορίσουν τα θέματα, διότι θα παίζουν μόνοι τους στο γήπεδο». Τόνισε πως «δεν θα ασκήσει τιμωρητικό εμπόριο» χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει πώς θα ξαναγράψει του παγκόσμιους εμπορικούς κανόνες.

Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε τονίσει παλιότερα πως επιβάλλεται η αναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership-TPP) της κυβέρνησης Ομπάμα που υπογράφτηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 2016, για να καταργηθεί το 2017 από τον Τραμπ, τρεις μόλις μέρες μετά την ορκωμοσία του.

Η RCEP θεωρείται πως επεκτείνει και εδραιώνει την κινεζική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, όπου ξεδιπλώνονται σκληροί ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος, αφότου αποσύρθηκαν από την TPP. Η συμφωνία TPP υπογράφτηκε, μετά από δεκαετείς διαπραγματεύσεις, από 12 χώρες (Μπρούνεϊ, Αυστραλία, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ και ΗΠΑ) καλύπτοντας το 40% της οικονομίας του πλανήτη με σκοπό να αποτελέσει ένα ανάχωμα έναντι του γεωοικονομικού επεκτατισμού της Κίνας. Σήμερα είναι σε ισχύ η αναθεωρημένη TPP (CPTPP) μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ.
Το διπλωματικό μήνυμα της RCEP είναι εξίσου σημαντικό με το οικονομικό αφού όπως σχολιάστηκε «η Κίνα κατήγαγε μείζονα διπλωματική νίκη κλείνοντας αυτή τη συμφωνία». Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω ζώνη ελεύθερου εμπορίου είναι «ρηχή» αν συγκριθεί με την ΤΡΡ, έχει όμως πολύ μεγάλο εύρος και καλύπτει πολλές οικονομίες και μεγάλο φάσμα αγαθών, σε μια περίοδο μάλιστα επιστροφής στον προστατευτισμό.

Το κύριο άρθρο των Global Times, αγγλόφωνου ανεπίσημου οργάνου της κινεζικής ηγεσίας, αναφέρει πως οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 2012 και αποτέλεσαν την απάντηση των χωρών της ASEAN στην ΤΡΡ, προκειμένου να διαφυλάξουν τον ρόλο τους ως οδηγού της ασιατικής περιφερειακής ολοκλήρωσης και να αποφύγουν διαιρέσεις και αποκλεισμούς που προωθούσαν οι ΗΠΑ. Η μονομερής ακύρωση της ΤΡΡ από τον Τραμπ και η ταυτόχρονη γεωπολιτική προώθηση της «Τετραμερούς» ενίσχυσε τις επιφυλάξεις των εν λόγω χωρών για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να συνεργασθούν σε «αμοιβαία επωφελή βάση».
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο η περιφερειακή ολοκλήρωση παραμένει ανοιχτή σε ενδεχόμενη αμερικανική συμμετοχή. Όμως, κατά τους Global Times, τα μεγαλύτερα εμ­πόδια που θα συναντήσει μια κυβέρνηση Μπάιντεν σε αυτή την αλλαγή πορείας δεν θα προέλθουν από την Κίνα ή εν γένει από την Ασία, αλλά από το εσωτερικό. Ο οικονομικός εθνικισμός, παρατηρεί το δημοσίευμα, έχει αποκτήσει ρίζες στην αμερικανική κοινωνία, αγγίζοντας και τους Δημοκρατικούς και ο Τζο Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να αλλάξει αφήγημα. Το ενδεχόμενο της αμερικανικής συμμετοχής άφησε ανοιχτό με δηλώσεις του τόσο ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κεϊτζάνγκ όσο και ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Γιοσιχίντε Σούγκα.

Οι ευρωπαϊκές αντιδράσεις

Καμπάνες συναγερμού χτύπησαν στην Ευρώπη μετά τη συμφωνία. Ο γερμανικός τύπος επισημαίνει την ηχηρή απουσία της ΕΕ και ότι μεγάλη κερδισμένη είναι η Κίνα. Σε σχόλιο της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, αναφέρεται ότι: «Η Κίνα πρωταγωνιστεί και η Δύση μένει σε ρόλο παρατηρητή» και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι «η συμφωνία στην Άπω Ανατολή αποτελεί προειδοποιητική βολή για τη Γερμανία και την Ευρώπη» γιατί «σε μια τόσο τεράστια αγορά κινδυνεύουν να μείνουν εκτός επιχειρήσεις από την ΕΕ».
Η Die Zeit τόνισε την ανάγκη αποφασιστικής διαπραγμάτευσης με το Πεκίνο στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ-Κίνας και καταλόγισε πως «τα άλλα δύο κέντρα ισχύος στη Γη, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες, παρέμειναν θεατές».

Σε ό,τι αφορά τα γερμανικά συμφέροντα, στο άρθρο τονίζεται πως το Βερολίνο επενδύει στη συνεργασία με την Γαλλία που έχει δικά της συμφέροντα στην περιοχή του Ειρηνικού και παροτρύνει τις Βρυξέλλες να ενεργήσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού. Γίνεται λόγος για «προκλήσεις», όπως την «ελεύθερη διέ­λευση στη Νότια Κινεζική Θά­λασ­σα», τις οποίες «η Γερμανία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη» και «πρέπει να διεκδικήσει ευρωπαϊκή κάλυψη». Το Βερολίνο πρέπει «να κερδίσει περιφερειακούς εταίρους στη Νοτιοανατολική Ασία» καταλήγει το άρθρο.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το