Η απόφαση του Τραμπ για αποχώρηση των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έκλεισε προσωρινά αυτό το γύρο αντιπαράθεσης με την Κίνα. Μόνο όμως για να ανοίξει ένα νέο, με επίκεντρο αυτή τη φορά το Χονγκ Κόνγκ.

Αφορμή αποτέλεσε η απόφαση της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας της Κίνας να υιοθετήσει το νέο νόμο για την “εθνική ασφάλεια” της αυτόνομης περιοχής και ενός από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου, εντείνοντας ακόμη περισσότερο τον έλεγχο του Πεκίνου.
Η κίνηση αυτή σε συνδυασμό με τη δήλωση του προέδρου Σι Τζινπινγκ κατά τη συνεδρίαση της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης της Κίνας σύμφωνα με την οποία τα στρατεύματα του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) είναι έτοιμα “για παν ενδεχόμενο” δείχνουν την αποφασιστική στροφή της κινεζικής ηγεσίας σε θέματα “εθνικής ασφαλείας”.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης ο Σι Τζινπίγνκ είπε πως “η Κίνα θα ενισχύσει την ετοιμότητά της για ένοπλη σύγκρουση” ανακοινώνοντας αύξηση των στρατιωτικών δαπανών για τη νέα χρονιά κατά 6,6%. Κινέζοι αξιωματούχοι έκαναν επίσης λόγο για ετοιμότητα της Κίνας να αντιμετωπίσει “νέους κινδύνους και προκλήσεις στην εθνική της άμυνα”.

Εκπρόσωπος του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA), δήλωσε ότι “η εθνική άμυνα της χώρας θα πρέπει να αναπτυχθεί σε συντονισμό με την οικονομική της ανάπτυξη”.
Μετά την ψήφιση του νέου νόμου, ο Τραμπ ανακοίνωσε πως δρομολογεί τις διαδικασίες για την διακοπή των προνομιακών σχέσεων με το Χονγκ Κονγκ και ζήτησε σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το Πεκίνο απάντησε πως το θέμα αφορά “εσωτερική υπόθεση” της Κίνας, βάζοντας φρένο στη συνεδρίαση.
Στο πλευρό της κινέζικης ηγεσίας στάθηκε και η Ρωσία με τον ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ να σχολιάζει ότι “για το Χονγκ Κονγκ οι ΗΠΑ κάνουν πολύ θόρυβο, για κάτι που επί της ουσίας αποτελεί εσωτερικό θέμα της Κίνας”.

Οι ΗΠΑ καταγγέλλουν ότι οι κινέζικες ενέργειες “υπονομεύουν θεμελιωδώς τον υψηλό βαθμό αυτονομίας και ελευθεριών που απορρέει από τη σινοβρετανική Διακήρυξη του 1984”, την οποία έχει επικυρώσει ο ΟΗΕ “και κατά συνέπεια αποτελεί διεθνή Συνθήκη” και ότι αποτελεί “επείγον παγκόσμιο πρόβλημα που έχει συνέπειες για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια”.

Η επιστροφή του Χονγκ Κονγκ, από τη Βρετανία στην καπιταλιστική Κίνα, έγινε το 1997 στη βάση της αρχής “μία χώρα, δύο συστήματα” διατηρώντας το ειδικό καθεστώς του ως χρηματοπιστωτικό κέντρο, εμπορικό κόμβο και φορολογικό παράδεισο.
Δίνοντας τη γεωπολιτική διάσταση της κρίσης, άρθρο των New York Times σημειώνει πως “αυτό που κρίνεται εδώ δεν είναι μόνον οι πόθοι του λαού του Χονγκ Κονγκ για δημοκρατία. Αν οι υπολογισμοί του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ βγουν αληθινοί …θα συνεχίσει, επεκτείνοντας τον έλεγχό του στην Ταϊβάν και στη Νότια Σινική Θάλασσα”, προειδοποιώντας ότι “τα περιθώρια του ελεύθερου κόσμου να υψώσει το ανάστημά του στενεύουν”.

Η Κίνα έχει κατηγορήσει τις ΗΠΑ για παρέμβαση στις εσωτερικές της υποθέσεις με καταγγελίες για στήριξη και υποδαύλιση των αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων στο Χονγκ Κόνγκ.
Απαντώντας στις αιτιάσεις των ΗΠΑ ο εκπρόσωπος του υπουργείου εξωτερικών της Κίνας Ζάο Λιζιάν τόνισε ότι: “Το Χονγκ Κονγκ είναι της Κίνας. Οι υποθέσεις του Χονγκ Κονγκ είναι καθαρά εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας[…]. Οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία δικαιοδοσία να κουνάνε το δάχτυλο και να ανακατεύονται”. Για να συμπληρώσει με νόημα πως “αν οι ΗΠΑ επιμείνουν να βλάπτουν τα συμφέροντα της Κίνας, η Κίνα θα λάβει αναμφισβήτητα όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αντεπιτεθεί σθεναρά”.

Από τη μεριά της, η φίλα προσκείμενη στο Πεκίνο κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ προειδοποίησε τον Αμερικανό πρόεδρο πως η διακοπή των σχέσεων μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ “που θα βλάψει όχι μόνο τα συμφέροντα του Χονγκ Κονγκ αλλά και ιδιαίτερα αυτά των ΗΠΑ”.
Από το 2009 έως το 2018, το εμπορικό πλεόνασμα ύψους 297 δισ. ευρώ των ΗΠΑ με το Χονγκ Χονγκ ήταν από τα μεγαλύτερα μεταξύ των εμπορικών εταίρων της Ουάσινγκτον και πάνω από 1.300 αμερικανικές εταιρίες εδρεύουν στην πόλη, ενώ ζουν περισσότεροι από 85.000 Αμερικανοί.
Η πόλη έως τώρα έχει εξαιρεθεί από τους δασμούς που οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει στην Κίνα και οι Αμερικανοί έχουν το δικαίωμα να ταξιδεύουν στο Χονγκ Κονγκ χωρίς να απαιτείται βίζα.

★★★

ΗΠΑ, Αυστραλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδάς εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση επικρίνοντας την κίνηση της Κίνας. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον σε άρθρο του υπογράμμισε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα εγκαταλείψει τους πολίτες του Χονγκ Κονγκ αν η Κίνα επιβάλει το νόμο για την εθνική ασφάλεια ο οποίος, σύμφωνα με το Λονδίνο, παραβιάζει τη συμφωνία του 1984.
Ο υπουργός εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ψάχνει το μετά-Brexit βηματισμό του, ακολούθησε την τακτική “του μαστίγιου και του καρότου” προς την Κίνα. Από τη μία δήλωσε πως η κινέζικη ηγεσία “ή μπορεί να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να παραβιάσει την αυτονομία και τα δικαιώματα των πολιτών στο Χονγκ Κονγκ ή μπορεί να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, να κατανοήσει την διάχυτη ανησυχία της διεθνούς κοινότητας και να αρθεί στο ύψος των ευθυνών της ως κορυφαίου μέλους της διεθνούς κοινότητας”.

Από την άλλη, άφησε ορθάνοιχτη την πόρτα της συνεργασίας με τον ασιατικό γίγαντα καταλήγοντας πως “δεν επιδιώκουμε να αποτρέψουμε την άνοδο της Κίνας, κάθε άλλο, χαιρετίζουμε την Κίνα ως κορυφαίο μέλος της διεθνούς κοινότητας και προσβλέπουμε στο να συμμετέχουμε μαζί με την Κίνα στα πάντα, από το εμπόριο έως την κλιματική αλλαγή”.
Πιο ήπια ήταν η αντίδραση της ΕΕ στα γεγονότα, η οποία προσπαθεί να βρει κοινό βηματισμό ανάμεσα στη σύγκρουση ΗΠΑ και Κίνας. Μετά από μια τηλεδιάσκεψη με τους 27 Υπουργούς Εξωτερικών, ο επικεφαλής Εξωτερικής Πολιτικής Ζοζέφ Μπορέλ τόνισε πως δεν προβλέπονται κυρώσεις εναντίον της Κίνας.

«Θα συνεχίσουμε να συζητάμε και να προσεγγίζουμε το Πεκίνο. Η αντίδρασή μας πρέπει να είναι ανάλογη με τα βήματα που έχουν ήδη κάνει και θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε να ασκήσουμε πίεση στις κινεζικές αρχές για να τους ενημερώσουμε ότι αυτό το ζήτημα θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε ορισμένα από τα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο στην ημερήσια διάταξη», τόνισε ο Ζοζέφ Μπορέλ.

Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας, η οποία από 1η Ιουλίου αναλαμβάνει την προεδρεία της ΕΕ, επισήμανε πως βλέπει την Ευρώπη ως διαμεσολαβητή μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. “Ειδικά εμείς οι Ευρωπαίοι δεν έχουμε κανένα συμφέρον να γίνει αγεφύρωτη η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. Ο κόσμος δεν πρέπει να διασπασθεί σε μια κινεζική και μια αμερικανική σφαίρα συμφερόντων” δήλωσε σε συνέντευξή του.

Κρίνοντας ως πολύ σημαντικό να διενεργηθεί η σύνοδος κορυφής Κίνας-ΕΕ το Σεπτέμβριο, τόνισε πως “εναπόκειται στην Ευρώπη να ηγηθεί του αγώνα για τη δημιουργία ενός μελλοντικά βιώσιμου πολυμερούς συστήματος” και πως “υπάρχουν πάρα πολλά σημαντικά ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε με την Κίνα”.

★★★

Συνοριακό επεισόδιο μεταξύ Κίνας και Ινδίας έγινε προ ημερών με αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό 7 Κινέζων και 4 Ινδών συνοριοφυλάκων, αποτυπώνοντας τον περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών. Το περιστατικό έλαβε χώρα στην οροσειρά των Ιμαλαΐων, στο συνοριακό πέρασμα Νούκα Λα κοντά στο Θιβέτ, σε υψόμετρο άνω των 5000 μέτρων.
Το Πεκίνο αναφέρει ως αιτία της έντασης την παραβίαση των κινεζικών συνόρων από Ινδούς στρατιώτες, οι οποίοι ξεκίνησαν την κατασκευή οχυρωματικών έργων εντός της κινεζικής επικράτειας. Αντίθετα το Νέο Δελχί απαντά ότι οι δυνάμεις του εργάζοταν εντός της ινδικής επικράτειας.
Το 2017, Πεκίνο και Νέο Δελχί ήρθαν ένα βήμα πριν την ένοπλη σύγκρουση, όταν η Κίνα ξεκίνησε να κατασκευάζει έναν δρόμο σε διαφιλονικούμενη περιοχή, την οποία η Ινδία θεωρεί έδαφος του συμμαχικού της Μπουτάν.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το