Η Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-ΗΠΑ στις 15 Ιουνίου 2021 ανανέωσε τη διατλαντική σχέση των δύο μερών και καθόρισε νέους κοινούς στόχους στη συνεργασία τους για την εποχή μετά την πανδημία. Ακολούθησε η πρωτοφανής αύξηση των ναύλων μεταφοράς και η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι κυρώσεις των ΗΠΑ και ΕΕ στη Ρωσία, το «πάγωμα» της ροής του φυσικού αερίου των αγωγών Nord Stream ΙΙ (και αργότερα του Stream Ι), τα ενεργειακά προβλήματα σε όλη την Ευρώπη και ιδίως στην Γερμανία, η άνοδος του πληθωρισμού, η σιτοδεία, η εκτίναξη των τιμών σε καύσιμα και λιπάσματα, η ενεργειακή κρίση στην ΕΕ, η αδυναμία εξεύρεσης κοινής λύσης στο πρόβλημα των δυσθεώρητων τιμών του αμερικάνικου υγροποιημένου φυσικού αερίου, η ανακοίνωση της Γερμανίας για επιδότηση 200 δισ. € στα μονοπώλια φυσικού αερίου και 100 δισ. € για νέα εξοπλιστικά προγράμματα, η διάσταση απόψεων μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας.
Με την πρόσφατη επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Σόλτζ στο Παρίσι, επιχειρήθηκε μία προσπάθεια γεφύρωσης των διαταραγμένων δεσμών του γαλλογερμανικού άξονα. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν εκατέρωθεν δηλώσεις, σηματοδοτεί και τη συνέχιση της έντασης μεταξύ των δύο ισχυρότερων κρατών της ΕΕ. Γίνεται φανερό πως την ώρα που η ύφεση και η ενεργειακή κρίση βρίσκονται σε εξέλιξη μέσα στην Ευρώπη, τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία ακολουθούν αντίθετες πολιτικές, θέτοντας νέους όρους στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό τους, αλλά και στις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ.
Για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες η Γερμανία αποτέλεσε την κινητήρια οικονομική δύναμη της ΕΕ συμβάλλοντας κατά περίπου 30% στον οικονομικό προϋπολογισμό της. Σήμερα, η ενεργειακή κρίση που αντιμετωπίζουν τα γερμανικά μονοπώλια που συνεπάγεται τον κίνδυνο καθίζησης της γερμανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τη διακοπή των σχέσεων με τη Ρωσία, οδήγησαν στη σχετική μετατόπιση της Γερμανίας προς τις ΗΠΑ, δημιουργώντας μια σημαντική αλλαγή «η οποία προορίζεται να μεταμορφώσει το πρόσωπο της Ευρώπης», όπως αναφέρει η Figaro.
Σε ποια όμως σημεία συνίσταται η διαφοροποίηση ανάμεσα στις δυο χώρες;
Το Βερολίνο προχωρά ήδη στην κρατική ενίσχυση των γερμανικών μονοπωλίων ενέργειας με 200 δισ. €, επιδοτώντας το «πλαφόν» στην τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση. Η Γερμανία «καίγεται» για την προμήθεια, όχι για την τιμή, γεγονός που δείχνει το βαθμό πίεσης της γερμανικής οικονομίας. Από την πλευρά του το Παρίσι βασίζεται στη γαλλική πυρηνική ενέργεια και ασκεί κριτική στη Γερμανία για «στρέβλωση της κοινής αγοράς», ενώ παράλληλα συμφώνησε με Πορτογαλία και Ισπανία για δημιουργία υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου και «πράσινου» υδρογόνου, ανατρέποντας τα γερμανικά σχέδια περί αγωγού «MidCat», για τη διοχέτευση LNG στη Γερμανία μέσω Γαλλίας.
Η στάση απέναντι στην Κίνα δημιουργεί επίσης τριβές. Η Γερμανία επιδιώκει απ’ ευθείας πλέον διμερείς σχέσεις με το Πεκίνο. Μάλιστα ο καγκελάριος Σολτς, μαζί με Γερμανούς επιχειρηματίες θα επισκεφθεί επίσημα την Κίνα στις αρχές Νοέμβρη προκειμένου να υπογράψει μία σειρά Συμφωνιών με τον Σι Τζινπίνγκ, σε συνέχεια και της πρόσφατης Συμφωνίας για το λιμάνι του Αμβούργου με την κινεζική εταιρεία COSCO. Αντίθετα, η Γαλλία φαίνεται διατεθειμένη να μην παρεκκλίνει από την κοινή γραμμή της συνολικής εκπροσώπησης της ΕΕ, ακολουθώντας τις αποφάσεις της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Επίσης στο ζήτημα της Άμυνας, είναι γνωστές οι αποφάσεις του Βερολίνου να στηρίξει με 100 δισ. € τη γερμανική εξοπλιστική βιομηχανία προκειμένου να δημιουργήσει «τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης», παρακάμπτοντας τις αοριστολογίες και τα περί «κοινού στρατού» της ΚΕΠΠΑ. Το Παρίσι επιμένει στη συνέχιση της λειτουργίας και επέκταση της ΚΕΠΠΑ, επιδιώκοντας τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ και την «ευρωπαϊκή άμυνα», που θα βασίζεται κυρίως στα γαλλικά εξοπλιστικά προγράμματα. Σε μία κίνηση απαξίωσης των γαλλικών Rafale κ.ά. οπλικών συστημάτων, ο Σόλτζ επέλεξε τα αμερικανικά μαχητικά F-35 και τα «Patriot» για να ενισχύσει τη γερμανική πολεμική αεροπορία.
***
Το τίμημα της ΕΕ να ακολουθήσει την ενεργειακή γραμμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού κατά της Ρωσίας και της Κίνας αποδείχθηκε καταστροφικό για τα συμφέροντα των περισσοτέρων κρατών-μελών που χρησιμοποιούν ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Η Ευρώπη βρίσκεται κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την άβυσσο και όλα θα εξαρτηθούν από τις λύσεις που θα αποφασιστούν σε ό,τι αφορά το δυσθεώρητο κόστος καυσίμων. Ήδη, το οικονομικό τίμημα που πληρώνει η Ευρώπη για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, είναι εξαιρετικά υψηλό. Οι τιμές για την ΕΕ, με βάση τις οποίες προμηθεύεται LNG από τις ΗΠΑ, είναι τρεις με τέσσερις φορές υψηλότερες απ’ ό,τι πωλούν οι Αμερικάνοι παραγωγοί στις ντόπιες βιομηχανίες τους ή στις τρίτες χώρες, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Οι άλλες προμηθεύτριες χώρες (Νορβηγία, Αυστραλία, Κατάρ, κ.ά.) ακολουθούν τις ΗΠΑ με λίγο χαμηλότερες τιμές, αλλά και αδυναμία κάλυψης των ευρωπαϊκών αναγκών. Σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Wood Mackenzie, «τα αμερικάνικα καράβια δεν προλαβαίνουν να γεμίσουν» και το αμερικανικό φυσικό αέριο φτάνει ως LNG να πωλείται στην Ευρώπη έως και 700% πιο ακριβά από ότι στις ΗΠΑ! Αλλά και πάλι τα ευρωπαϊκά ενεργειακά μονοπώλια εξασφαλίζουν υπερκέρδη, αδειάζοντας τις τσέπες των καταναλωτών!
Θυμίζουμε πως η ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο έχει αυξηθεί κατακόρυφα στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα, μετά τις ευρωαμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η ευρωπαϊκή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο μειώθηκε από το 38% που ήταν πριν ένα χρόνο στο 9% τον Οκτώβρη 2022 σύμφωνα με την Κομισιόν, ενώ οι εισαγωγές LNG αυξήθηκαν από 15% σε 38% το ίδιο διάστημα. Επιπλέον, στην Ευρώπη κατευθύνεται το 65% του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, δηλ. 1,95 δισ. κυβ. μέτρα. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στην πρώτη θέση των εξαγωγέων LNG παγκοσμίως, ενώ παράλληλα αύξησαν την ημερήσια παραγωγή κατά 80% τα τελευταία 13 χρόνια (από 1,5 δισ. κ.μ. αερίου την ημέρα το 2008, σήμερα παράγουν 2,7 δισ. κ.μ. ενώ οι εκτιμήσεις μέχρι το τέλος του χρόνου αναφέρουν πως θα φτάσουν τα 2,83 δισ. κ.μ.).
Γι’ αυτό το αμερικάνικο πάρτι κερδών, ο Μακρόν άσκησε σκληρή κριτική για την ενεργειακή πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης, καταγγέλλοντας πως οι ΗΠΑ κυρίως αποκομίζουν «τα πραγματικά υπερκέρδη» από τον γεωπολιτικό πόλεμο.
Με τη σειρά του ο Γερμανός υπΕΞ, Ρ. Χάμπεκ κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι χρεώνουν με αστρονομικά ποσά τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, τη στιγμή που η χώρα του πασχίζει να διασφαλίσει την ενεργειακή επάρκειά της, παραβαίνοντας την ενεργειακή Συμφωνία του 2021.
Προφανώς, τόσο ο Μακρόν όσο και ο Χάμπεκ έχουν κατά νου μία «δίκαιη» μοιρασιά των υπερκερδών, πράγμα που αρνούνται κατηγορηματικά οι Αμερικανοί πετρελαιάδες.
Οι σχέσεις του γαλλογερμανικού άξονα με την Ουάσιγκτον εντείνονται και στο ζήτημα των αμοιβαίων Συμφωνιών για την «πράσινη ανάπτυξη». Πρόσφατα (Αυγ. ’22), το Κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε φοροαπαλλαγές ύψους έως 75 δισ. δολάρια και παράλληλα ισχυρές επιδοτήσεις για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων που φτιάχτηκαν στη Βόρεια Αμερική, παραβιάζοντας ανοιχτά όχι μόνον τις κοινές Συμφωνίες, αλλά και τους Κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
***
Το συμπέρασμα είναι, πως η άλλη ανάγνωση του «η Αμερική επέστρεψε» του Μπάιντεν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου το 2021, έχει να κάνει με την αρπακτική φύση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, να τορπιλίσει κάθε δυνατότητα ανεξάρτητης ανάπτυξης της ΕΕ, να την γονατίσει και να τη σύρει πειθήνια στο άρμα του. Κι αυτό κάνει τώρα, τόσο με το LNG, όσο και με την αύξηση των επιτοκίων (ελέγχοντας δήθεν τον πληθωρισμό), ισχυροποιώντας την εσωτερική του αγορά, λόγω της αύξησης του εμπορικού ελλείμματος (ακριβότερες οι εξαγωγές προϊόντων από τις ΗΠΑ) και τέλος επιδοτώντας συνεχώς και αδρά το κόστος των παραγόμενων προϊόντων, με δολάρια που «κόβει» απεριόριστα μέσω της Fed.
Ο χειμώνας έρχεται. Και ναι μεν οι ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου παρουσιάζουν σχετική πληρότητα, ωστόσο τα πάντα κρέμονται από τη συμφωνία των κρατών-μελών σε ένα κοινά αποδεκτό μηχανισμό διόρθωσης του πανάκριβου LNG (δηλ. επιδότησης προς τα ενεργειακά μονοπώλια), ώστε να αποφευχθούν κοινωνικές αναταραχές από τις εξωφρενικά υψηλές τιμές καυσίμων και ηλεκτρικού ρεύματος προς τους ευρωπαϊκούς λαούς. Παράλληλα, πολλά κράτη-μέλη αποστασιοποιούνται από την Κομισιόν, ακολουθώντας δικές τους ενεργειακές πολιτικές, έχοντας εξασφαλίσει από αλλού φτηνότερες (!) πηγές καυσίμων.
Ωστόσο, οι τεράστιες δαπάνες των κρατών-μελών στο θέμα της ενέργειας, τις παρασύρουν σε ένα ράλι ανόδου του κρατικού τους χρέους, με αποτέλεσμα εδώ και κάποια χρόνια να καταστρατηγείται η δημοσιονομική ισορροπία και σταθερότητα, με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης να έχει ουσιαστικά ατονήσει. Σημειώνουμε ότι με απόφαση της Κομισιόν τα τελευταία χρόνια το ΣΣΑ «χαλάρωσε», λόγω της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης, οδηγώντας σε εκτροχιασμό τόσο του δημοσιονομικού ελλείμματος όσο και του κρατικού χρέους (το μεν δημοσιονομικό έλλειμμα ενός κράτους μέλους να μην υπερβαίνει το όριο του 3% και το κρατικό χρέος το 60% του ΑΕΠ, όπως προβλέπει η Συνθήκη). Στη χώρα μας το κρατικό χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2020 εκτινάχθηκε στα 341,086 δισ. € ή 206,3% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα, σύμφωνα με το ESA 2010, ανήλθε σε 16,674 δισ. € ή 10,1% του ΑΕΠ (ΕΛΣΤΑΤ Δημοσιονομικά στοιχεία περιόδου 2017-2020)!
Το ΣΣΑ αποτέλεσε για δεκαετίες το Ευαγγέλιο του «σκληρού πυρήνα» της ΕΕ για την επιβολή μίας αυστηρής πειθαρχίας προς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, στην ακολουθητέα δημοσιονομική και νομισματική τους πολιτική, με στόχο την αποφυγή επικίνδυνων κλυδωνισμών από την εμφάνιση πληθωριστικών φαινομένων. Με βάση αυτό το εργαλείο, οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις προχώρησαν στην εξάρθρωση των θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή στις νεοφιλελεύθερες επιταγές του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου (ιδιωτικοποιήσεις, ανταγωνισμός, αποκρατικοποιήσεις, αυτορρύθμιση κλπ). Τώρα η Γερμανία τινάζει σαν σκόνη από το μανίκι της το μέχρι πρότινος πολύτιμο εργαλείο της, επιχειρώντας μία αυτόνομη πολιτική.
***
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση δείχνει να βαθαίνει. Το γεγονός ότι επιζητήθηκε η «εύκολη λύση» του να φορτωθούν όχι μόνο τα βάρη αλλά και οι αιτίες στους λαούς, δεν φαίνεται να αποτρέπει την κρίση της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα στις χώρες της ΕΕ.
Το χάσμα μεταξύ της πραγματικής οικονομίας -δηλ. της παραγωγής πρώτων υλών (πχ βαμβάκι, νήματα, υφάσματα, πετρέλαιο, στάρι, φάρμακα κλπ, κλπ)- και της πλασματικής οικονομίας -δηλ. της «παραγωγής» προϊόντων της χρηματοπιστωτικής αγοράς (ομόλογα, ασφάλειες, χρηματιστηριακές αγορές, CDS, charter parties κλπ αξιόγραφα)- διευρύνεται συνεχώς υπέρ των δεύτερων. Το χρηματιστικό κεφάλαιο (και κυρίως το τραπεζικό του μέρος) που ελέγχει όλη αυτή την εικονική «παραγωγή», από τους ναύλους, τις τιμές, τις υπηρεσίες, τη διακίνηση, τις αποθηκεύσεις κλπ, απελευθερωμένο από κάθε φραγμό κινείται χωρίς να συναντά κανένα εμπόδιο, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, επωφελούμενο από την ραγδαία αναπτυσσόμενη ψηφιακή τεχνολογία. Η ιδιαιτερότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων είναι πως -αντίθετα με τα παραγόμενα γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα- η ζήτησή τους αυξάνεται όσο αυξάνεται και η τιμή τους. Ένα γερμανικό ή αμερικανικό ομόλογο με την πολύ ψηλή του αξία, αποτελεί πόλο έλξης για τους επενδυτές του είδους. Το αποτέλεσμα είναι ότι πάνω από 90 τρισ. δολάρια είναι επενδυμένα σ’ αυτά τα εικονικά προϊόντα, ενώ διπλάσιες αυτού αξίες παίζονται καθημερινά στους «ναούς του κέρδους», τα παγκόσμια χρηματιστήρια!
Οι πολλαπλές κρίσεις -ενεργειακή, υγειονομική, περιβαλλοντική κλπ- αποτελούν συνιστώσες της παγκόσμιας οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης που συνταράζει εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία τα κράτη και ξερνά συνεχώς την πραγματική φύση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, την πολιτική, ηθική, πολιτιστική και κοινωνική του παρακμή. Τα ιμπεριαλιστικά κυρίως κέντρα των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Ρωσίας και της Κίνας, οδηγούν στη φτώχεια και την εξαθλίωση ευρύτατα στρώματα της παγκόσμιας εργατικής τάξης, κάνοντας αφόρητη την επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων.
Για την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο διάσπασης, το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο πατά και υψώνεται πάνω στην καθυπόταξη, τη δυστυχία και την καταστροφή των δυνάμεων της εργασίας, προκειμένου να ανταπεξέλθει στους οξύτατους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Όταν οι χαρμόσυνες καμπάνες σημαίνουν για το μονοπωλιακό κεφάλαιο, ηχούν ταυτόχρονα και τα πένθιμα σήμαντρα για τον κόσμο της εργασίας που θυσιάζεται στο βωμό του Μολώχ του κέρδους για να εξασφαλιστεί η ευημερία των λίγων. Κι αυτή η πίεση εντείνει στο έπακρο τις ταξικές αντιθέσεις, οι οποίες από ένα σημείο και πέρα μετατρέπονται σε μαζικούς αγώνες όπως είδαμε στη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ισπανία, την Ουγγαρία. Ωστόσο, η νικηφόρα έκβαση όλων αυτών των αγώνων εξαρτάται από την ύπαρξη ενός ρωμαλέου επαναστατικού κινήματος που καθοδηγείται από ένα πρωτοπόρο κομμουνιστικό κόμμα.
Αυτό είναι το ζητούμενο και εκεί πρέπει να βαρούν τα σφυριά μας…
Ιωσήφ Σταυρίδης, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ
e-prologos.gr