Ισχυρό βαρομετρικό χαμηλό έχει εγκατασταθεί στο Βερολίνο και την πολιτική σκηνή της Γερμανίας μετά τις εθνικές εκλογές.
Ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ των “αδελφών” δεξιών κομμάτων CDU/CSU που συναποτελούν τη Χριστιανική Ένωση και του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που συγκροτήθηκε εν μέσω έντονων πιέσεων, αντιμετωπίζει την έντονη αμφισβήτηση ακόμη από την επόμενη της συγκρότησής του.
Ακόμη και η μέχρι σήμερα αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος της γερμανικής πολιτικής, Α. Μέρκελ, έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα στο γόητρο της και η γραμμή της αμφισβητείται.
Μετά τη “βελούδινη επανάσταση” των βουλευτών του CDU προς το πρόσωπό της και την καταψήφιση του εκλεκτού της, για επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας (πρώτη φορά μετά το 1973), πρόσφατη δημοσκόπηση ανεβάζει στο εκπληκτικό 89% των ερωτηθέντων το ποσοστό που την αμφισβητεί. Χαρακτηριστικό της κυβερνητικής φθοράς είναι το γεγονός ότι στις δύο τελευταίες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται ο αρχηγός του CSU και υπουργός Εσωτερικών, Χορστ Ζεεχόφερ, και ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βαυαρίας, Μάρκους Σέντερ, που ανήκει στο ίδιο κόμμα.
Ενόψει μάλιστα των επικείμενων κρίσιμων εκλογών στη Βαυαρία, προπύργιο του CSU, όπου εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία εδώ και δεκαετίες, τα ποσοστά του εμφανίζονται πολύ μακριά από αυτόν το στόχο.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι το μέλλον της καγκελαρίου θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τα αποτελέσματα των εκλογών στη Βαυαρία και στο κρατίδιο της Έσσης τον Οκτώβριο, αλλά και από τον τρόπο λειτουργίας του μεγάλου συνασπισμού το επόμενο διάστημα.
Μάλιστα, φαίνεται πως όλοι συμφωνούν ότι οι αντιπαραθέσεις για το Προσφυγικό το καλοκαίρι, όσο και η ιστορία με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Προστασία του Συντάγματος, Χανς-Γκέργκ Μάασεν, συνέβαλαν δραστικά στην πολιτική φθορά της. Οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος θα φανούν, όπως εκτιμάται, στο επόμενο τακτικό συνέδριο του κόμματος που έχει προγραμματιστεί για τις αρχές Δεκεμβρίου, στο οποίο, ανάλογα με τις εξελίξεις, είναι πιθανό να τεθεί θέμα ηγεσίας.
Οι έντονες ζυμώσεις στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας δεν πρέπει να ειδωθούν ξέχωρα από την όξυνση των παγκόσμιων ανταγωνισμών και το αντίκτυπό τους στην ιμπεριαλιστική πολιτική της χώρας, που με τη συνέχειά τους τροφοδοτούν διαφορετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπισή τους.
Σε μία ασυνήθιστα δυναμική παρέμβαση στα πολιτικά τεκταινόμενα, η γερμανική ένωση βιομηχανιών BDI προειδοποίησε για πλήγμα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης από το “κύμα” εθνικισμού και ξενοφοβίας, ενώ υπογράμμισε ότι ήδη γίνεται αισθητός ο αντίκτυπος από τον εμπορικό πόλεμο και την αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη του Brexit.
H ΒDI αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για τους εφετινούς ρυθμούς ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας στο 2%, από 2,5%, υπολογίζοντας ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν σε πραγματικούς όρους κατά 3,5% έναντι αρχικού στόχου για αύξηση 5%.
“Ένας εθνικισμός, που διακηρύσσει ότι κάθε ξένος είναι εχθρός συνιστά απειλή στο επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας μας, που στηρίζεται στην ανοιχτή κοινωνία και θέτει σε κίνδυνο την ευημερία και την απασχόληση” προειδοποίησε ο επικεφαλής της BDI, Κεμπφ.
Σημείωσε επίσης πως “η εμπορική πολιτική του Αμερικανού πρόεδρου Τραμπ και το επικείμενο Brexit ρίχνουν τη σκιά τους στις επενδυτικές δραστηριότητες ανά τον πλανήτη και κατά συνέπεια στις γερμανικές εξαγωγές”.
Πιο απαισιόδοξο εμφανίζεται το Οικονομικό Ινστιτούτο της Κολωνίας (IW), προειδοποιώντας ότι η κλιμάκωση της εμπορικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα θα αφήσει “πληγές” στη γερμανική οικονομία.
Οι αναλυτές του IW προβλέπουν ρυθμό ανάπτυξης 1,8% φέτος και 1,4% το 2019 έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 2% και για τις δύο χρονιές.
“Η μάχη εξουσίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας γίνεται αισθητή εδώ – οι εξαγωγές πέφτουν και οι εταιρίες επενδύουν λιγότερο” επισημαίνουν στο σημείωμά τους.
Αξίζει να τονίσουμε ότι τόσο η Capital Economics όσο και η Citigroup έχουν προειδοποιήσει ότι η Γερμανία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε “παράπλευρη απώλεια” του σινο-αμερικανικού πολέμου.
e-prologos.gr