Στις 20/05/1941 αρχίζει η Μάχη της Κρήτης. Στις σκληρές μάχες που κράτησαν 10 μέρες ρίχτηκε σύσσωμος ο Κρητικός λαός, με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή.
Εισαγωγή
Η Κρήτη ήταν αφοπλισμένη από το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά μετά την ένοπλη εξέγερση ενάντιά του το 1938, κατάσταση που διατήρησε και η κυβέρνηση Τσουδερού. Ο εξοπλισμένος λαός, μετά μάλιστα από μια τέτοια απόπειρα, γίνεται δυο φορές επικίνδυνος για το κατεστημένο κι ας ήταν ήδη οι χιτλεροφασίστες κατακτητές στην Ελλάδα.
Οι Άγγλοι, από τη μεριά τους, είχαν υποσχεθεί την αποστολή στο νησί 10.000 τουφεκιών, από τα οποία έφτασαν μόνο τα 3.500! Η Κρήτη, λίγες μέρες πριν από την επίθεση, βρίσκεται «ξαρμάτωτη»…
Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν πίστευε ότι ο λαός μπορεί να υπερασπίσει την Κρήτη αντιμετωπίζοντας τη γερμανική εισβολή αποτελεσματικά. Ο συνταγματάρχης Παπαθανασόπουλος, διοικητής της ταξιαρχίας Ηρακλείου, αναφέρει στην έκθεσή του για τα γεγονότα τα εξής: «Ανάφερα στην κυβέρνηση την κατάσταση της ταξιαρχίας μου. Το ηθικό της ήταν άριστο, όπλα είχαμε ελάχιστα, αλλά η πεποίθησίς μας πως θα υπερνικήσουμε τις αντιξοότητες ήταν απόλυτος. Οι υπουργοί, όμως στο σύνολό τους δεν πίστευαν ούτε καν μια στιγμή πως ήτο δυνατόν να νικήσουμε. Ενόμιζαν πως η αντίστασίς μας ήταν ένα είδος συμβολικής μάχης για την τιμή των ελληνικών όπλων. Ποτέ δεν πίστεψαν πως επρόκειτο περί μάχης μεγίστης σπουδαιότητος, πως ήταν απολύτως δυνατόν να κερδηθεί! Την παραμονή τους στην Κρήτη τη θεωρούσαν χαμένο καιρό για μια χαμένη υπόθεση και φρόντιζαν να βρουν τρόπο να διαφύγουν στην Αίγυπτο».
Κι όμως, η συμμετοχή του λαού στη μάχη ήρθε να ανατρέψει την κατάσταση που πήγε να δημιουργηθεί. Ανδρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά, πολέμησαν τα τμήματα των αλεξιπτωτιστών, τους «ομπρελάδες», όπως τους έλεγαν, ακόμη και με μαχαίρια, τσεκούρια, αξίνες και πέτρες, χωρίς ούτε στιγμή να δειλιάσουν.
Η οργάνωση αντίστασης στην Κρήτη ενάντια στην εισβολή έγινε έργο του λαού της, που προδόθηκε από την πολιτική ηγεσία και τους Άγγλους. Ήδη μια βδομάδα πριν την εισβολή, η πλειοψηφία των Ελλήνων αξιωματικών στάλθηκε στην Αίγυπτο. Στις 27 Μάη και ενώ η κατάληψη της Κρήτης δεν είχε κριθεί, η κυβέρνηση της Αγγλίας μέσω του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής δίνει διαταγή για εκκένωση του νησιού. Ο ίδιος ο Γερμανός στρατηγός Στούντεντ αναφέρει: «Η αιφνίδια κατάρρευσις της αμύνης της νήσου την 27ην Μαΐου μάς κατέπληξε, διότι επεριμέναμεν μακρόν αγώνα».
Καταγράφουμε εδώ μαρτυρία του Μήτσου Βλησίδη, που έζησε τα γεγονότα: «Οταν έγινε γνωστό ότι το Λονδίνο αποφάσισε να εγκαταλειφθεί η Κρήτη και άρχισε να συνειδητοποιήται το γεγονός της ήττας, ο κρητικός λαός και όσοι άλλοι (Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί μαχητές) πολέμησαν, αισθάνθηκαν προδομένοι. Θυμούμαι τη σκηνή στο καφενείο του χωριού μου στις 2.00 το μεσημέρι της 27ης Μάη που συγκεντρωμένοι πολλοί χωριανοί κάτω από το απαίσιο μουγκρητό των “Στούκας” ακούσαμε από το ραδιόφωνο την είδηση ότι δόθηκε εντολή να εκκενωθεί η Κρήτη. Ολοι φώναξαν: Προδοσία! Και ξέσπασαν σε βρισιές εναντίον των Αγγλων. Μου ‘ρχονται στο νου οι άγριες σκηνές που ζήσαμε στις σπηλιές στους κομητάδες στις 28 και 29 του Μάη, όταν μέσα απ’ το φαράγγι της Νίμπρου κατέβαιναν τις βραδινές ώρες μπαρουτοκαπνισμένοι, με την αγριάδα της μάχης στα πρόσωπα και τις κινήσεις τους, πεινασμένοι και διψασμένοι οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί μαχητές, με την ελπίδα να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο για την Αίγυπτο και να γλιτώσουν την αιχμαλωσία. Όλοι τους βρίζουν με τις χειρότερες βρισιές τον Τσόρτσιλ, την Αγγλία. Γρονθοκοπούσαν, κλοτσούσαν και κατακεφάλιαζαν με τον υποκόπανο κάθε Βρετανό στρατιώτη που συναντούσαν. Όλοι τους είχαν πολεμήσει με την πιο μεγάλη παλικαριά και αυταπάρνηση. Και διδάχτηκαν από τα γεγονότα ότι έχασαν τη μάχη από ανικανότητα της ηγεσίας τους. Υποψιάζονταν ότι προδόθηκαν. Αυτές τις ώρες και μέσα από την εμπειρία της μάχης, η γνωστή αγγλοφιλία των Κρητικών “πάτωσε” στη συνείδησή τους. Όλοι είχαν γίνει πολιτικά σοφότεροι».
Η Μάχη της Κρήτης
Με την ονομασία αυτή έμεινε στην ιστορία η αεραποβατική επιχείρηση, που επιχείρησε η Ναζιστική Γερμανία κατά της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η οποία έληξε δώδεκα μέρες μετά, την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Μεγαλονήσου. Ήταν μία από τις σημαντικότερες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με πολλές πρωτιές σε επιχειρησιακό επίπεδο
Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης.
Η Μάχη στην Κρήτη ονομάστηκε και «Νεκροταφείο των γερμανών αλεξιπτωτιστών», εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, γεγονός που ανάγκασε τον Χίτλερ να διατάξει τον τερματισμό κάθε αεραποβατικής επιχείρησης στο μέλλον. Από την πλευρά τους, οι Σύμμαχοι εντυπωσιάστηκαν από τις μεγάλες δυνατότητες των αλεξιπτωτιστών στη μάχη και δημιούργησαν τις δικές τους αεραποβατικές δυνάμεις.
20 Μαΐου 1941: Όταν οι ναζί αλεξιπτωτιστές γέμιζαν τον ουρανό της Κρήτης κι οι Κρήτες αντιστάθηκαν | Σπάνιο φωτογραφικό υλικό
20 Μάη 1941, ξεκίνησε η Μάχη της Κρήτης, μια από τις σημαντικότερες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έμεινε στην Ιστορία τόσο για την αντίσταση που συνάντησαν οι ναζιστικές δυνάμεις όσο και για τις απώλειες που υπέστησαν στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν την Κρήτη.
Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεροπορική έφοδος των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου.
Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά την διάρκεια του πόλεμου.
Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που κατέβαλαν ενάντια στους αριθμητικά ανώτερους Γερμανούς και το μεγάλο τίμημα που η επίθεση και η επακόλουθη κατοχή είχαν στον πληθυσμό του νησιού.
Οι βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν την κατοχή της Κρήτης από την περίοδο της Ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940. Ο Ιταλικός στρατός αρχικά απωθήθηκε από τους Έλληνες, στην συνέχεια όμως Γερμανικές ενισχύσεις ανέτρεψαν τα δεδομένα. Με την επιτυχή Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, 57.000 σύμμαχοι στρατιώτες διώχθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα από το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, εκ των οποίων αρκετοί κατέληξαν στην Κρήτη, οπού ενίσχυσαν την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη των 14.000 ανδρών.
Στην πραγματικότητα, στην αρχή της μάχης οι σύμμαχοι είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής ανωτερότητας και της ναυτικής υπεροχής. Οι Γερμανοί είχαν αεροπορική υπεροχή και μεγαλύτερη κινητικότητα, κάτι που τους επέτρεπε να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους πιο αποτελεσματικά.
Συμμαχικές Δυνάμεις
Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελείτο από περίπου 9.000 Έλληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, (τα οποία είχαν μείνει πίσω όταν η υπόλοιπη μονάδα είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την γερμανική εισβολή), διοικητής του ενός τάγματος ήταν ο Αναστάσιος Νταλίπης, την Κρητική Χωροφυλακή (μια δύναμη με μέγεθος τάγματος), τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορικές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα του 12ου και του 20ου ελληνικού τμήματος στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρετανική διοίκηση). Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Ακαδημίας της Χωροφυλακής και νεοσύλλεκτοι από τα κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στην Πελοπόννησο, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη για να αντικαταστήσουν τους εκπαιδευμένους στρατιώτες που είχαν σταλεί για να πολεμήσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε αριθμημένα συντάγματα εκπαιδευομένων νεοσυλλέκτων και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα διαμόρφωση για την οργάνωση των ελληνικών μονάδων, ενισχύοντάς τις με έμπειρους άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Το στρατιωτικό απόσπασμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμα στρατιώτες που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα. Αυτοί οι 25.000 στρατιώτες ήταν ένα μείγμα από ακέραιες μονάδες κάτω από δική τους διοίκηση, πρόχειρες μονάδες φτιαγμένες βιαστικά από διοικητές, στρατιώτες κάθε είδους χωρίς ηγεσία, και λιποτάκτες. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν βαρύ εξοπλισμό.
Οι μονάδες-κλειδιά ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η ταξιαρχία και την διοίκηση του τμήματος, που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η ταξιαρχία και η βρετανική 14η ταξιαρχία πεζικού. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεση τους 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμα περίπου 85 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Πολλά από αυτά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού.
Στις 30 Απριλίου ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Η κατοχή του νησιού παρείχε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό άριστα λιμάνια για την ανατολική Μεσόγειο. Από την Κρήτη, μπορούσαν να βομβαρδίσουν τις πετρελαιοπηγές του Πλοϊέστι στην Ρουμανία. Επιπλέον, με την Κρήτη σε συμμαχικά χέρια, η νότιο-ανατολική θέση των δυνάμεων του Άξονα δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής, κάτι που θα ήταν ζωτικής σημασίας πριν ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, δηλαδή η εισβολή στην Ρωσία, στις 22 Ιουνίου 1941. Οι Γερμανοί πραγματοποίησαν επιχειρήσεις με συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού, κάτι που τελικά ανάγκασε την βρετανική Βασιλική Αεροπορία να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια, δίνοντας έτσι στην Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe) την αεροπορική υπεροχή. Παρόλα αυτά το νησί παρέμενε απειλή και θα έπρεπε τελικά να κατακτηθεί.
Δυνάμεις του Άξονα
Στις 25 Απριλίου, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε την Διαταγή του υπ’ αριθμ. 28, διατάζοντας έτσι την εισβολή στην Κρήτη. Οι δυνάμεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού από την Αλεξάνδρεια διατηρούσαν τον έλεγχο του υδατικού χώρου γύρω από την Κρήτη, έτσι κάθε αμφίβια επίθεση θα αποφασιζόταν από τη φύση μίας μάχης αέρος-θαλάσσης, κάνοντας το ένα ριψοκίνδυνο τόλμημα στην καλύτερη περίπτωση. Με τη γερμανική υπεροχή από αέρος δεδομένη, αποφασίστηκε εισβολή από αέρος.
Αυτή θα ήταν η πρώτη πραγματική μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή, παρόλο που οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα σε επιθέσεις (αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα) στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν σταλεί να καταλάβουν την γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου που οι Βρετανοί Βασιλικοί Μηχανικοί (σκαπανείς) ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Γερμανοί μηχανικοί προσγειώθηκαν με ανεμοπλάνα κοντά στη γέφυρα, ενώ πεζικό αλεξιπτωτιστών ασκούσαν πίεση στις περιμετρικές δυνάμεις άμυνας. Η γέφυρα υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της σύρραξης, κάτι που καθυστέρησε την Γερμανική προέλαση και έδωσε στους Συμμάχους χρόνο να μεταφέρουν 18.000 στρατιώτες στην Κρήτη και 23.000 ακόμα στην Αίγυπτο, με κόστος όμως την απώλεια ενός μεγάλου τμήματος του βαρέως οπλισμού.
Υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν Fallschirmjäger (Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της γερμανικής αεροπορίας) για να καταληφθούν θέσεις-κλειδιά του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και αεροδρομίων τα οποία μετέπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων από αέρος. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης, το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) θα έπρεπε να συνεργαστεί με την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έρριπτε τους άνδρες της με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 22η Μεραρχία Αεραπόβασης, όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Η επίθεση ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε, όμως, για τις 20 και η 5η “Ορεινή” Μεραρχία αντικατέστησε την 22η Μεραρχία.
Οι βρετανικές πληροφορίες και οι υποκλοπές Ultra
Μέχρι τότε, οι διοικητές των Συμμάχων ήταν ενήμεροι για την επικείμενη εισβολή μέσω των υποκλοπών Ultra. Ο στρατηγός Φρέυμπεργκ είχε ενημερωθεί για το σχέδιο μάχης των Γερμανών και είχε ξεκινήσει να ετοιμάζει την άμυνα κοντά στα αεροδρόμια και στις βόρειες ακτές. Παρ’ όλα αυτά καθυστέρησε σημαντικά λόγω έλλειψης σύγχρονου εξοπλισμού, και συνειδητοποίησε ότι ακόμα και οι ελαφρά οπλισμένοι αλεξιπτωτιστές είχαν ίση ή μεγαλύτερη δύναμη πυρός από τα δικά του στρατεύματα. Αν και οι πληροφορίες που είχε ο Φρέυμπεργκ από τις υποκλοπές της Ultra ήταν πολύ λεπτομερείς, η μετάφραση από τα γερμανικά είχε γίνει από γλωσσολόγους και όχι ειδικούς στην τακτική. Το αποτέλεσμα ήταν παραπλανητικές πληροφορίες που είχαν βγει από τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, τα γερμανικά μηνύματα ανέφεραν ναυτικές επιχειρήσεις, κάτι που επηρέασε σημαντικά την τοποθέτηση των στρατευμάτων του Φρέυμπεργκ καθώς περίμενε αμφίβια απόβαση ενώ ο πραγματικός στόχος των Γερμανών ήταν το αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Γερμανική κατασκοπεία
Ο ναύαρχος Βίλχελμ Κανάρις, αρχηγός της γερμανικής Άμπβερ (υπηρεσίας πληροφοριών), αρχικά ανέφερε ότι υπήρχαν μόνο 5.000 Βρετανοί στρατιώτες στην Κρήτη και καθόλου ελληνικές δυνάμεις. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Κανάρις, ο οποίος είχε ένα εκτενές δίκτυο κατασκοπείας στη διάθεσή του, ήταν παραπληροφορημένος ή προσπαθούσε να σαμποτάρει τα σχέδια του Χίτλερ (ο Κανάρις αργότερα θα εκτελούνταν για τη δράση του εναντίον της πολιτικής του Χίτλερ). Η Άμπβερ επιπλέον είχε προβλέψει ότι ο κρητικός πληθυσμός θα υποδεχόταν τους Γερμανούς σαν απελευθερωτές, λόγω των ισχυρών τους δημοκρατικών και αντιμοναρχικών πεποιθήσεων τους, και ότι θα ήθελαν να συμμετάσχουν στην “ευνοϊκή” συμφωνία που απολάμβανε η ηπειρωτική Ελλάδα. Ενώ αληθεύει ότι οδημοκρατικός πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν Κρητικός και έχαιρε μεγάλης υποστήριξης από το νησί, οι Γερμανοί υποτίμησαν σοβαρά το βάθος του πατριωτισμού των Κρητικών. Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και η ακολουθία του είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσω της Κρήτης με τη βοήθεια Ελλήνων και Κοινοπολιτειακών στρατιωτών, Κρητών πολιτών, και ακόμα μίας ομάδας φυλακισμένων που είχαν απελευθερωθεί λόγω της προέλασης των Γερμανών.
Η υπηρεσία πληροφοριών της γερμανικής 12ης Στρατιάς περιέγραφε την κατάσταση ως λιγότερο αισιόδοξη, αλλά πίστευε ότι υπήρχαν πολύ λιγότεροι Βρετανοί και Κοινοπολιτειακοί στρατιώτες απ’ ότι υπήρχαν στην πραγματικότητα, και ακόμα υποτίμησε τον αριθμό των Ελλήνων στρατιωτών που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα. Ο στρατηγός Αλεξάντερ Λερ (Alexander Löhr) ήταν πεπεισμένος ότι θα μπορούσε να κατακτήσει το νησί με δύο μεραρχίες, αλλά αποφάσισε να κρατήσει την 6η Ορεινή Μεραρχία στην Αθήνα σαν εφεδρεία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα επαλήθευαν ότι αυτή ήταν μία σοφή απόφαση.
Αρχική μέρα – 20 Μαΐου
Το πρωί της 20ής Μαΐου, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό από αεροσκάφη της Λουφτβάφφε, άρχισε η κατά κύματα ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η προσγείωση ανεμοπλάνων στην δυτική Κρήτη. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις αμέσως άρχισαν την εκτόξευση αντιαεροπορικών πυρών, ενώ οι μονάδες πεζικού προσέβαλαν με δραστικά πυρά τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος.
Στο Μάλεμε η ομάδα Κομήτης, υπό τον Υποστράτηγο Μάιντλ, κατέλαβε την γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το στρατόπεδο της ΡΑΦ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το ύψωμα 107, που δέσποζε του αεροδρομίου, ήταν σκληρή, με τους Νεοζηλανδούς να προτάσσουν σθεναρή άμυνα. Η φθορά που είχαν υποστεί οι δυνάμεις των αμυνομένων στο ύψ. 107 έκανε τον διοικητή τους να αμφιβάλει για το πόσο μπορούσε να αντέξει νέα γερμανική επίθεση την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα την νύχτα να αποσυρθεί από το ύψωμα. Δυτικά του Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, η ελληνική Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απέκρουσε με επιτυχία τους Γερμανούς αλλά οι απώλειες της και η έλλειψη πυρομαχικών την ανάγκασαν σε σύμπτυξη σε νέα τοποθεσία.
Ανατολικότερα, στην περιοχή της Αγυιάς, διεξήχθησαν σφοδροί αγώνες ολόκληρη την μέρα, με το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, που κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά και βρέθηκε μέσα στην ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών της ομάδας Άρης, να δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας διοικητής λόχου και πολλοί διμοιρίτες του Συντάγματος ήταν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Ο άνισος αγώνας υποχρέωσε το Σύνταγμα σε σύμπτυξη προς τον Γαλατά. Οι Γερμανοί παρά τις σοβαρές απώλειες κατάφεραν να σταθεροποιηθούν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς, όπου μια αντεπίθεση από ένα Νεοζηλανδικό τάγμα το βράδυ καθηλώθηκε. Η επίθεση για την κατάληψη της Σούδας και των Χανίων απέτυχε με μεγάλες απώλειες για τους αλεξιπτωτιστές, αναγκάζοντας τους Γερμανούς, που ανέμεναν αντεπίθεση από τους Βρετανούς την νύχτα, να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να οργανωθούν αμυντικά στην περιοχή των φυλακών Αγυιάς
Τις απογευματινές ώρες 161 μεταφορικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν ρίψη αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού υλικού στην περιοχή του Ρεθύμνου. Ένα τμήμα αλεξιπτωτιστών, αφού κατέλαβε τα χωριά Περιβόλια και Καστελάκια, κινήθηκε προς το Ρέθυμνο, αποκρούστηκε όμως από το Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Έλληνες και Αυστραλοί απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση σε ένα λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου συλλαμβάνοντας μάλιστα 80 αιχμαλώτους. Παρά τις σοβαρές απώλειες τους, που ανήλθαν στο ένα τρίτο της δύναμής τους, οι Γερμανών κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και έναν λόφο ανατολικά του αεροδρομίου.
Στον Τομέα Ηρακλείου η επίθεση της ομάδας Ωρίων ξεκίνησε στις 15:00, με την πόλη του Ηρακλείου να δέχεται για μία ώρα σφοδρό βομβαρδισμό που της προκάλεσε σοβαρές καταστροφές. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών έγινε στις 16:00 χωρίς όμως να έχουν αεροπορική υποστήριξη γεγονός που ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη των γερμανικών τμημάτων. Το τάγμα αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου εξοντώθηκε από Βρετανικές και Αυστραλιανές δυνάμεις, ενώ δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (μειωμένης δύναμης) υποχρεώθηκαν σε αμυντική στάση από τις προσβολές που δέχτηκαν από τολμηρούς ένοπλους πολίτες, χωροφύλακες και οπλίτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού
Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων ήταν ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με 1.190 αεροπλάνα στη διάθεσή του και 29.000 αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους. Οι Ιταλοί προσέφεραν 3.000 στρατιώτες στο σχέδιο. Όσοι Έλληνες, Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί βρισκόταν στο νησί ήταν υπό το γενικό πρόσταγμα του 52χρονου Νεοζηλανδού στρατηγού Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, επίσης βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ελλιπώς εξοπλισμένοι υπερασπιστές της Κρήτης ήταν περίπου 40.000 – μα στο πλευρό τους βρέθηκαν χιλιάδες ακόμα άμαχοι κάτοικοι του νησιού, κάτι που δεν είχαν προβλέψει οι επικεφαλής των ναζιστικών δυνάμεων. Η Μάχη της Κρήτης ολοκληρώθηκε την 1η του Ιούνη του 1941.
Ο απολογισμός της Μάχης ήταν απροσδόκητος για τη Γερμανία και είχε σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον του πολέμου, αφού αποφασίστηκε να μην πραγματοποιηθεί ξανά αεραποβατική επιχείρηση τέτοιου μεγέθους: 3.986 νεκρούς και αγνοούμενους, 2.594 τραυματίες, 370 αεροπλάνα οι απώλειες σύμφωνα με τα γερμανικά στοιχεία – σύμφωνα με τους Συμμάχους, όμως, οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις 16.000. Στους Συμμάχους η Μάχη κόστισε 3.500 ζωές, 1.900 τραυματίες και 17.500 αιχμάλωτους.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης στο Νομό Λασιθίου αποβιβάστηκε ένα Σύνταγμα Ιταλών και σε λίγες μέρες έφθασε η Μεραρχία της Σιένας που απλώθηκε σ’ όλο το Νομό, καθώς και στα Δωδεκάνησα. Στην υπόλοιπη Κρήτη απλώθηκαν οι Γερμανοί.
Η λέξη “αντίσταση” για πρώτη φορά παίρνει σάρκα και οστά, σε αυτή τη Μάχη. Μετά τη Μάχη της Κρήτης ο πόλεμος είναι πόλεμος λαϊκής αντίστασης σε μεγάλο βαθμό, άρνησης του ναζισμού και ναζιστικής σκληρότητας κατά των λαών που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι.
Η πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών
Παραθέτουμε ένα εκτενές απόσπασμα από το ιστορικό άρθρο του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Μιλτιάδη Πορφυρογένη, με τίτλο “Ενωμένοι προς τη νίκη”, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ηρακλείου “Κρητικά Νέα”, στις 16 Μαΐου 1941.
Έχοντας αποδράσει από τη Φολέγανδρο, όπου τον κρατούσε εξόριστο η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Πορφυρογένης διέφυγε στην Κρήτη. Το άρθρο του αποτελεί ένα από τα τεκμήρια, που διαψεύδουν τον αντικομμουνιστικό μύθο πως τάχα οι κομμουνιστές τάχθηκαν υπέρ της αντίστασης στους φασίστες εισβολείς και κατακτητές, μόνο όταν η ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ, στις 21 Ιουνίου 1941.
“Ο χιτλερισμός, γερμανικός και ιταλικός, αφού στη χώρα του στραγγάλισε τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού και τον έριξε σε αφάνταστη δυστυχία και πείνα, ανέλαβε μια πρωτοφανή σε ένταση και έκταση εκστρατεία για να υποδουλώση ολόκληρο τον κόσμο στο ζυγό της φασιστικής κτηνωδίας και βαρβαρότητας.
Η μικρή μας σε έκταση, μα μεγάλη σε ζωή και σε αγώνες για τη λευτεριά χώρα, παραδόθηκε, ηθικά νικήτρια και όχι νικημένη, στα χέρια του κατακτητή. Στην Ακρόπολη του Περικλή και της Δημοκρατικής Αθήνας, εκεί όπου ακούστηκαν οι συνταρακτικές και για σήμερα εκκλήσεις του Δημοσθένη υπέρ της ελευθερίας, σηκώθηκε σύμβολο της βαρβαρότητας και της δουλείας, ο αγκυλωτός σταυρός.
Και μένει η Κρήτη: Το νησί όπου και η κάθε πέτρα έχει κάτι να διηγηθή για κάποιο αίμα που χύθηκε στον αγώνα για τη λευτεριά, για κάποιον ηρωισμόν που του στάθηκε μάρτυρας. Στην καινούργια αυτή φάση του τιτάνιου αγώνα της Ελλάδος μας, όπου η Κρήτη γίνεται ο προμαχώνας της ελευθερίας καθήκον του κάθε Έλληνα είναι να σταθή άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θάναι τεράστιες.
Το ίδιο καθήκον πέφτει και πάνω στους κομμουνιστές. Είναι τιμή μας που ο φασισμός μάς έχει ανακηρύξει τον υπ’ αριθ. 1 εχθρό του και που έχουμε ανοιχτές ακόμα, τις πληγές που μας έδωσε. Κι αν μισήσαμε το φασισμό γιατί οδηγεί την ανθρωπότητα σε βαρβαρότητα χειρότερη από τη μεσαιωνική, τον μισούμε πιο πολύ τώρα, που η βρωμερή μπότα του πατάει σκληρά πάνω στο ματωμένο, το ρημαγμένο σώμα της πατρίδος μας.
Στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης που είναι αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδος, οι κομμουνιστές πρέπει νάναι στις πρώτες γραμμές. Δεν υπάρχουν διαφωνίες και επιφυλάξεις, που να μπορούν να τεθούν πάνω από το πρώτο, το κύριο, το μοναδικό για σήμερα αυτό, καθήκον”.
Το κάλεσμα αυτό είχε τεράστια ανταπόκριση στον κρητικό λαό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια ομάδα Κρητών κομμουνιστών που δραπέτευσαν από τη Φολέγανδρο, με σκοπό να φτάσουν στην Κρήτη. Όταν έφτασαν στο νησί, οι ντόπιες αρχές τούς συνέλαβαν και τούς οδήγησαν στα κρατητήρια της Ασφάλειας Ηρακλείου. Απέδρασαν και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Ας παρακολουθήσουμε πώς περιγράφει αυτά τα γεγονότα ο εξόριστος στη Φολέγανδρο Σωκράτης Καλλέργης, μέλος της ομάδας που δραπέτευσε και που φανερώνει όλο εκείνο το μεγαλείο της ψυχής και της αντρειοσύνης, αλλά και της αγάπης των κομμουνιστών απέναντι στην πατρίδα και το λαό μας.
«Οι Κρητικοί, που είμαστε στην Ομάδα της Φολεγάνδρου, εξόριστοι, νιώσαμε την ανάγκη να φύγουμε όπως μπορέσουμε για την ιδιαίτερη πατρίδα μας, για να της προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στις δύσκολες εκείνες μέρες.
»Η Ομάδα μας ήρθε σε συνεννόηση μ’ ένα καΐκι που επέστρεφε στην Κρήτη με φαντάρους από το μέτωπο και χωρίς καμιά προετοιμασία πήγαμε στο πίσω μέρος του νησιού, όπου έριξε βάρκα το καΐκι και μας παρέλαβε. Είμαστε οι παρακάτω: Βιτσαξάκης Μιχάλης, Καλαϊτζάκης Γιάννης, Καλλέργης Σωκράτης, Μαριακάκης Θύμιος, Μανουσάκης Νίκος, Πισσαδάκης Μανώλης, Σιμιτζής Γιάννης, Τριανταφύλλου Γιάννης και ο Αναστασιάδης Στέργιος, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Από το λιμάνι του νησιού το καΐκι είχε παραλάβει και δυο χωροφύλακες, που μας γνώριζαν και μας έβλεπαν με εχθρότητα. Στο ταξίδι για την Κρήτη κινδυνέψαμε να πνιγούμε. Είχε φουρτούνα, έφυγε και ο έλικας του καϊκιού και άρχισε να γεμίζει νερά. Σωθήκαμε χάρη στην αυτοθυσία του εξόριστου Τριανταφύλλου, που βούτηξε με μια λινάτσα και βούλωσε την τρύπα και με κουβάδες άδειασε τα νερά. Ύστερα από πολλές δυσχέρειες, φτάσαμε στο Ηράκλειο. Πόση απογοήτευση, όμως, μας κυρίευσε, όταν είδαμε τους χωροφύλακες να μας καταδίδουν για δραπέτες στις αγγλικές και ελληνικές αρχές, που ελέγχανε το Λιμάνι! Αμέσως μας συνέλαβαν, μας έβαλαν σε ένα καμιόνι και, με συνοδεία, μας μετέφεραν στην Ασφάλεια που είχε διοικητή τον Πολιουδάκη.
Μας έκλεισαν σ’ ένα μικρό αποπνιχτικό κελί σε τέλεια απομόνωση από τον κόσμο. Την επομένη, μας κάλεσε ο Πολιουδάκης στο γραφείο του και μας επρότεινε να υπογράψουμε δήλωση για να αφεθούμε ελεύθεροι!.. Του αναπτύξαμε για ποιους λόγους δραπετεύσαμε και ζητήσαμε να μας δοθούν όπλα, για να βρεθούμε κοντά στο λαό και να τον βοηθήσουμε στην προετοιμασία της μάχης για απόκρουση επιδρομής των Γερμανών, που όλοι την περίμεναν, ύστερα από την ολοκλήρωση της κατάληψης της ηπειρωτικής Ελλάδας. Δυστυχώς, ο Πολιουδάκης στάθηκε ανένδοτος. Οι εργαζόμενοι όμως του Ηρακλείου, που πληροφορήθηκαν την άφιξή μας, μας έστειλαν τρόφιμα και χρήματα, άρχισαν διαβήματα και διαμαρτυρίες για την άμεση απόλυσή μας. Και επειδή οι αρχές επέμεναν στην κράτησή μας, οι εργαζόμενοι εκδηλώσανε διαθέσεις να μας αποσπάσουν με τη βία. Τότε, οι αρχές προειδοποίησαν ότι θα μας εκτελέσουν σε παρόμοιο ενδεχόμενο…
Οι άνδρες που μας φύλαγαν σιγά – σιγά εξαφανίζονται, αλλά εμείς είμαστε κλεισμένοι από μια μεγάλη εξώπορτα, ώσπου μας γλίτωσε μια βόμβα. Έπεσε δίπλα στην πόρτα και δημιούργησε ρήγμα, έτσι βρεθήκαμε έξω. Στις 20.5.41 ξαμοληθήκαμε, ελεύθεροι πια, ύστερα από 4 χρόνια εξορία, στους δρόμους κι ανταμωθήκαμε με πολλούς πατριώτες.
Μάθαμε τότε για κάτι αποθήκες πολεμικού υλικού, που είχαν οι Άγγλοι σύμμαχοι και πήγαμε σε μια απ’ αυτές. Βρήκαμε διάφορα λιανοτούφεκα, αλλά δεν υπήρχαν σφαίρες. Τελικά, με διάφορους συνδυασμούς βρεθήκαμε όλοι με όπλα και άφθονες σφαίρες.
Ο Στέργιος Αναστασιάδης πήρε μέρος σε όλες τις μάχες της Κρήτης, που περήφανα έστεκε ενωμένη στις φλόγες και τα ερείπια ως την τελευταία μάχη στο ύψωμα Αϊ – Λια έξω από το Ηράκλειο, στις 30 του Μάη 1941. Ο ταξίαρχος διοικητής της ταξιαρχίας Ηρακλείου Παπαθανασόπουλος και ο φρούραρχος του Ηρακλείου Τσαγκαράκης επανειλημμένα απένειμαν επαίνους και εύφημη μνεία στον Στέργιο Αναστασιάδη και τους άλλους 8 συντρόφους του για εξαιρετικές πράξεις επί του πεδίου της τιμής και για την προσφορά πολύτιμων υπηρεσιών στην πατρίδα.
Έπειτα από την κατάληψη της Κρήτης απ’ τους Γερμανούς, ο Στέργιος Αναστασιάδης οργάνωσε μαζί με τους άλλους κομμουνιστές που βρίσκονταν στο νησί και άλλους πατριώτες που πολέμησαν τους Γερμανούς, τις πρώτες ομάδες αντίστασης στην Κρήτη. Ήταν ένας απ’ τους καθοδηγητές της μεγάλης σύσκεψης πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων, που έγινε στις 26/6/1941 στο Τσαλικάκι – Μετόχι, συνοικισμός έξω από το Ηράκλειο, και συνεχίστηκε τις δύο επόμενες μέρες σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Μάραθο (δυτικά του Ηρακλείου). Η σύσκεψη αυτή διατύπωσε τα πρώτα συμπεράσματα της μάχης της Κρήτης και υπογράμμισε την ανάγκη της συνέχισης του αγώνα με κάθε μορφή, ενάντια στο βάρβαρο κατακτητή μέχρι την πλήρη συντριβή του και την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας μας.
Ο Στέργιος Αναστασιάδης έμεινε περίπου ακόμα δύο χρόνια στην Κρήτη και βοήθησε στην ενδυνάμωση του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, πολεμώντας με το όπλο στο χέρι. Το καλοκαίρι του 1943, με απόφαση της καθοδήγησης του ΚΚΕ, ήρθε στην Αθήνα και δούλεψε σαν μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ.
e-prologos.gr