Το Χαϊδάρι στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας με 5.869 κατοίκους το 1940, υπήρξε την περίοδο της τριπλής Κατοχής σημαντικότερο πεδίο εφαρμογής των κατασταλτικών μεθόδων και αντιποίνων των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, αλλά και ένα άγνωστο αλλά σημαντικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Κατασκευασμένο το 1937 από τη Μεταξική Δικτατορία, το στρατόπεδο Χαϊδαρίου χρησίμευσε αρχικά ως στρατώνας, χωρίς όμως ποτέ να ολοκληρωθεί από τη Δικτατορία ως κτιριακό συγκρότημα. Η περίοδος όμως που το στρατόπεδο Χαϊδαρίου ξεκίνησε την πραγματικά νοσηρή ιστορία του ξεκινά το 1943. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1943, το στρατόπεδο θα περάσει στην διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής, ενώ μερικές ημέρες μετά, στις 10 του ίδιου μήνα το στρατόπεδο Χαϊδαρίου θα περάσει στα χέρια των Γερμανών.
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου θα εγκατασταθεί κλιμάκιο της SD, της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS, τα έργα και τις ημέρες της οποίας μνημονεύει άρτια ο Μπέρτολντ Μπρεχτ.
Οι πρώτοι κρατούμενοι του στρατοπέδου Χαϊδαρίου υπήρξαν, όπως μας καταμαρτυρεί και ο Αντώνης Φλούντζης (ιατρός, στέλεχος του ΚΚΕ, κρατούμενος της Ακροναυπλίας και κρατούμενος Χαϊδαρίου) κομμουνιστές και στρατιώτες του Αλβανικού. Συγκεκριμένα, στις 3/9/43 μεταφέρονται στο Χαϊδάρι 590 κρατούμενοι. Από αυτούς 243 ήταν κομμουνιστές της Ακροναυπλίας, 20 κομμουνιστές από τον τόπο εξορίας της Ανάφης και 327 αιχμάλωτοι των Ιταλών, κυρίως οπλίτες του Αλβανικού. Οι κομμουνιστές κρατούμενοι υπήρξαν κρατούμενοι της Μεταξικής Δικτατορίας που παραδόθηκαν αθρόα στις δυνάμεις κατοχής.
Το Χαϊδάρι από εκεί και έως την αποχώρηση των Γερμανών θα λειτουργήσει ως στρατόπεδο συγκέντρωσης και μεταγωγών, αλλά και ως στρατόπεδο εξόντωσης με βάση τους κανονισμούς που ίσχυαν σε όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα.
Τον Απρίλιο του 1943, 1900 Εβραίοι κρατούμενοι του Χαϊδαρίου από την Αθήνα θα αποσταλούν από το Χαϊδάρι στο Άουσβιτς. Τη δεύτερη εβδομάδα του Απριλίου του ίδιου έτους, μια ακόμα από στολή 1000 περίπου Εβραίων θα αποσταλεί ξανά από το Χαϊδάρι στο Άουσβιτς. Από αυτούς, ο γιατρός του Άουσβιτς Γιόζεφ Μένγκελε θα επιλέξει 320 άνδρες και 328 γυναίκες για τα ψευδοϊατρικά του πειράματα.
Τον Μάρτιο του 1944 οι Εβραίοι του στρατοπέδου αριθμούν τους 3000. Από το Χαϊδάρι, σε διάφορες αποστολές, πέρασαν για τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης οι 1673 Εβραίοι της Ρόδου και της Κω και άλλων ελληνικών πόλεων. Ο Αντώνης Φλούντζης εκτιμά ότι στο Χαϊδάρι κρατήθηκαν περίπου 15000 κρατούμενοι και μεταφέρθηκαν περίπου 20000 Εβραίοι. Ελάχιστοι επέστρεψαν.
Το Μπλοκ 15
Στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου διενεργούνταν και ανακρίσεις κρατουμένων που ήταν ύποπτοι για αντιστασιακή δράση. Στο Χαϊδάρι βασανίστηκαν εκατοντάδες κομμουνιστές και αντιστασιακοί του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, όπως αυτή της Λέλας Καραγιάννη. Προσφιλείς μέθοδοι βασανισμού ήταν το λουρί της Ιεράς Εξέτασης, το μαστίγωμα και η ηλεκτρική καρέκλα.
Εμβληματικότερο όμως σημείο του στρατοπέδου έμεινε το Μπλοκ 15 του στρατοπέδου.
Το Μπλοκ 15 είναι ένα διώροφο τσιμεντένιο κτίριο με σιδερόφρακτα παράθυρα το οποίο οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν ως απομόνωση, θάλαμο βασανιστηρίων και θάλαμο μελλοθάνατων. Έμεινε γνωστό για τις φρικτές συνθήκες κράτησής του, αλλά και για την διαρκή κράτηση τους εκεί, των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ.
Στο Μπλοκ 15 κρατήθηκαν επίσης Εβραίοι αλλά και άλλες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής που πέρασαν από το μπλοκ για 2-3 μέρες κυρίως για λόγους εκφοβισμού. Από το μπλοκ πέρασαν η ηθοποιός Ρένα Ντορ, ο καθηγητής Μανόλης Κριαράς και η σύζυγός του, ο συνθέτης Νίκος Σκαλκώτας, ο ηθοποιός Γιώργος Οικονομίδης και ο πολιτικός Θεμιστοκλής Σοφούλης.
Το Μπλοκ 15 αποτελούνταν από 12 κελιά διαστάσεων 1 επί 2,5 σε κάθε όροφο με τέσσερις θαλάμους. Διέθετε ένα φυλάκιο, ένα αποχωρητήριο σε κάθε όροφο και συνολικά 4 νιπτήρες. Στο κάθε κελί κρατούνταν σε αυστηρή απομόνωση ένα άτομο. Οι Γερμανοί άφηναν επίτηδες ασοβάντιστο το κτίριο προκειμένου το δυσοίωνο περιβάλλον εγκατάλειψης να επηρεάζει την ψυχολογία των κρατουμένων. Οι κρατούμενοι κρατούνταν όρθιοι όλη μέρα, πολλές φορές χωρίς φαγητό και νερό.
Πολλοί κρατούμενοι τελικά πέθαιναν λόγω του κρύου, των ανθυγιεινών συνθηκών και της ασιτίας. Εκτός από τις ψείρες και τους αμέτρητους κοριούς, οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν την τουαλέτα μόνο μια φορά τη μέρα για 2-3 λεπτά και πολύ συχνά οι φρουροί τους ξυλοκοπούσαν για να αποσπάσουν κάποια ομολογία.
Όσοι κρατούνταν στο μπλοκ έβγαιναν μόνο μια φορά τη μέρα στο προαύλιο για 20 λεπτά και υπό αυστηρή επιτήρηση.
Το προσωπικό φύλαξης του στρατοπέδου αλλά και του Μπλοκ 15 ήταν μέλη των SS δεύτερης διαλογής, στρατολογημένοι σε μεγάλη ηλικία και από χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Λόγω της κατωτερότητας που αισθάνονταν απέναντι στους Γερμανούς, εξωτερίκευαν το μίσος τους στους κρατούμενους υποβάλλοντάς τους πολλές φορές σε αυτοσχέδια αλλά εξίσου φρικτά μαρτύρια.
Όλοι οι νέοι κρατούμενοι του στρατοπέδου Χαϊδαρίου κρατούνταν υποχρεωτικά το πρώτο βράδυ στο Μπλοκ 15. Ο σκοπός αυτής της κράτησης ήταν φυσικά ψυχολογικός και στόχευε στο σπάσιμο του ηθικού τους. Ο θάλαμος 4 του μπλοκ χρησίμευε και ως χώρος συγκέντρωσης για το γδύσιμο των μελλοθανάτων, οι οποίοι συνήθως παρέμεναν 4- 12 ώρες στο θάλαμο. Στους τοίχους των κελιών και των θαλάμων, οι κρατούμενοι έγραφαν μικρά μηνύματα και τα ονόματά τους.
Μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου, ειδική υπηρεσία κατέγραψε τα μηνύματα αυτά, τα οποία φυλάσσονται στις αποθήκες της παλιάς έδρας του Εγκληματολογικού Μουσείου στο Γουδή.
Η γερμανική φρουρά
Στις 10 Σεπτεμβρίου το στρατόπεδο πέρασε στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι αρχικά το χρησιμοποίησαν ως παράρτημα των φυλακών Αβέρωφ, με διοικητή τον επιλοχία Ρούντι Τρέπτε (Roudi Trepte). Υπό τη γερμανική διοίκηση οι συνθήκες διαβίωσης έγιναν πολύ περισσότερο σκληρές: Οι κρατούμενοι παρέμεναν σχεδόν ολόκληρη την ημέρα στους θαλάμους τους, όπου έπρεπε να επικρατεί καθαριότητα και απόλυτη τάξη. Εκτός θαλάμου έβγαιναν μόνο τις ώρες του συσσιτίου, των προσκλητηρίων, της “γυμναστικής” και των αγγαρειών. To επισκεπτήριο επιτρεπόταν μόνο μία φορά τον μήνα. Σταδιακά ο αριθμός των κρατουμένων αυξανόταν.
Τον Οκτώβριο έφτασαν τριακόσια άτομα από την Καλαμάτα, τα οποία είχαν συλληφθεί σε μπλόκα των Γερμανών στα χωριά τους. Στο Χαϊδάρι οι Γερμανοί τούς επέβαλαν συνθήκες απόλυτης απομόνωσης. Επιπλέον, στις αρχές Νοεμβρίου τετρακόσιοι κρατούμενοι – ως τότε των Ιταλών – μεταφέρθηκαν από τις φυλακές Αβέρωφ στο Χαϊδάρι.
Λόγω της συνήθειας του Τρέπτε να καληνυχτίζει τους κρατουμένους στα ελληνικά, τον αποκαλούσαν «Καληνύχτα». Η εσωτερική φρουρά του στρατοπέδου επί Τρέπτε αποτελούνταν από οκτώ άνδρες. Ως διερμηνείς όρισε τους κρατουμένους Παναγιώτη Μαυρομάτη και Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Στις 21 Νοεμβρίου 1943 η Γκεστάπο συνέλαβε τους Τρέπτε, Μαυρομάτη και Σουκατζίδη και τους φυλάκισε στις φυλακές Αβέρωφ. Ο λόγος της σύλληψης αυτής παραμένει αδιευκρίνιστος – πιθανόν να σχετίζεται με κάποια κατάχρηση που έκανε ο Γερμανός διοικητής.
Από τις 23 έως τις 28 Νοεμβρίου την προσωρινή διοίκηση του στρατοπέδου ανέλαβε κάποιος λοχίας (δεν διασώζεται το όνομά του), ο οποίος χρησιμοποίησε ως διερμηνέα τον Δημήτρη Τουλούπα.
Στις 29 Νοεμβρίου η διοίκηση πέρασε στα χέρια των SS και του διαβόητου ταγματάρχη Πάουλ Ραντόμσκι (Paul Radomski). Ο τελευταίος μεν είχε διατελέσει Διοικητής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Syrets και είχε φήμη βαρβαρότατου και ανελέητου αγριάνθρωπου. Η ανάληψη της διοίκησης του στρατοπεδου από τις δυνάμεις των SS οργανώθηκε από τον στρατηγό Γιούργκεν Στρόοπ (Jürgen Stroop), o οποίος τοποθετήθηκε ως επικεφαλής της SS στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1943 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μόνο μέχρι τον Νοέμβριο του 1943. Στόχος του ήταν η καταγραφή, η σύλληψη και η αποστολή στην Πολωνία όλων των Ελλήνων Εβραίων. Επίσης, ο Στρόοπ οργάνωσε στην Αθήνα την Γκεστάπο δημιουργώντας ειδικά δωμάτια βασανιστηρίων και τα απομονωτήρια.
Oι γυναίκες στο Χαϊδάρι
Η πρώτη κρατούμενη στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ήταν η Ηλέκτρα Αποστόλου, που έφτασε στις 7 Δεκεμβρίου 1943 και κλείστηκε στον θάλαμο 11 του Μπλοκ 15. Σταδιακά, μεταφέρθηκαν αρκετές γυναίκες, χριστιανές και Εβραίες, που τοποθετήθηκαν στον θάλαμο 29 του ίδιου Μπλοκ. Μεταξύ αυτών ήταν και η Ηρώ Κωνσταντοπούλου.
Τον Ιανουάριο οι γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Μπλοκ 11 και δύο μήνες αργότερα στο Μπλοκ 6. Η πρώτη εκτέλεση που περιλάμβανε και γυναίκες έγινε στις 2 Μαΐου 1944. Μεταξύ των κρατουμένων στο Χαϊδάρι ήταν και η Λέλα Καραγιάννη, η οποία κλείστηκε στην απομόνωση και ακολούθως εκτελέστηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Δαφνί, στον χώρο όπου σήμερα είναι ο Διομήδειος κήπος. Υπολογίζεται ότι στο Χαϊδάρι κρατήθηκαν πάνω από 300 χριστιανές και περίπου 2.500 Εβραίες γυναίκες.
Ελάχιστες από τις Εβραίες, γύρω στις είκοσι, κατάφεραν να ελευθερωθούν από το Χαϊδάρι -ήταν όσες είχαν κάνει μεικτό γάμο ή είχαν ξένη υπηκοότητα. Από τις χριστιανές εκτελέστηκαν 31, ενώ 161 στάλθηκαν όμηροι στη Γερμανία.
Ως προπαγανδιστικό μέσο εκφοβισμού (Α. Μ. Δρουμπούκη)
Η ισχύς του Χαϊδαρίου ήταν πρωταρχικά η φήμη του, που λειτουργούσε ως μέσο εκφοβισμού και ψυχολογικής καταβαράθρωσης των Αθηναίων πολιτών. Για τον λόγο αυτό και οι Γερμανοί φρόντιζαν να κάνουν γνωστή την ύπαρξη του στρατοπέδου μέσα από διακηρύξεις. Οι ναζιστικοί μηχανισμοί εξουσίας έθεταν υπό καθημερινή επιτήρηση τη διαγωγή, την ταυτότητα, τη δραστηριότητα υπόπτων που απάρτιζαν τον αθηναϊκό πληθυσμό. Όπως αναφέρεται στην Ψυχοπαθολογία της Πείνας:
Οι εκτελέσεις αθώων ομήρων, τα μπλόκα, τα βασανιστήρια της Μέρλιν, το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, οι χωρίς λόγο εκτοπισμοί, έβρισκαν δημοσιότητα με το ραδιόφωνο και τον τύπο. Ο καθημερινός κατάλογος ομήρων που εκτελέστηκαν ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του συνηθισμένου μας τοπίου κατά την Κατοχή. Πολύ συχνά έβρισκε κανείς στους δρόμους πτώματα παραμορφωμένα από τα βασανιστήρια , ολότελα γυμνά, που οι Γερμανοί εγκατέλειπαν κατά τη νύχτα στα σταυροδρόμια, για να τρομοκρατήσουν του υπόλοιπο πληθυσμό. Η δημοσιότητα και η θεαματική δράση είχαν σαν σκοπό να εξάψουν τη φαντασία του πλήθους. Tις περισσότερες φορές πιο πολύ ενδιαφέρονταν για αυτές παρά για τη σύλληψη των πραγματικών ενόχων.
Ο Θέμος Κορνάρος, κρατούμενος κι αυτός του Χαϊδαρίου συνηγορεί πως η χρήση του στρατοπέδου ως προπαγανδιστικού όπλου εκφοβισμού ήταν το κύριο μέλημα των Γερμανών:
Η ίδρυση του Χαϊδαρίου έχει έναν πιο σοβαρό σκοπό… Η διαμονή εκεί έπρεπε να έχει το αβέβαιο, το αόριστο, το διαρκώς επικίνδυνο. Να γίνει μπαμπούλας, φόβητρο, συνώνυμο με τον Χάρο και να παραδοθεί έτσι στη φαντασία του ευαίσθητου λαού μας… Ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους.
Αυτό μας θυμίζει τη “σκηνοθεσία του τρόμου” που ασκούσε η μηχανική της εξουσίας στην αφήγηση του Φουκό: ” Ένα κρυμμένο βασανιστήριο είναι ένα βασανιστήριο υπό προνομιακές συνθήκες και πλανάται η υποψία ότι δεν ήταν αρκετά άτεγκτο.” Ένα βασανιστήριο δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα και νόημα αν είχε εκτυλιχθεί σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας. Αντίθετα, η τιμωρητική πρακτική γεννάει τον παραδειγματισμό, μια εντύπωση τρόμου. Η μάζα των κρατουμένων στο Χαϊδάρι, ενταγμένη σε αυτό το κυρίαρχο σύστημα καθυπόταξης, χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο του παραδειγματισμού και της υπόδειξης του “ορθώς πράττειν”, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέονταν με τις μηδενικές πράξεις αντίστασης.
Ναπολέων Σουκατζίδης
Κάθε αναφορά ή αφιέρωμα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου θα ήταν ατελές χωρίς μια ξεχωριστή αναφορά στον ήρωα του στρατοπέδου, του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος και του ΚΚΕ, Ναπολέοντα Σουκατζίδη.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γεννήθηκε στην Προύσα το 1909. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Κρήτη, στην περιοχή του Αρκαλοχωρίου. Σπούδασε στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή στο Ηράκλειο και έγινε λογιστής. Ήταν πολύγλωσσος, ήξερε Ρωσικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά καθώς και Τούρκικα, επίσης είχε και συγγραφικό έργο. Ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, και συνδικαλιστικό στέλεχος. Υπήρξε πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου και εξαιτίας της συνδικαλιστικής δράσης του συνελήφθη από τη Δικτατορία Μεταξά και εξορίστηκε στον Αϊ Στράτη.
Από τον Αϊ Στράτη μεταφέρθηκε τον Απρίλη του 1937 στις φυλακές της Ακροναυπλίας, στην Κατοχή στις φυλακές των Τρικάλων και της Λάρισας και τελικά παραδόθηκε από το καθεστώς του Μεταξά μαζί με εκατοντάδες άλλους πολιτικούς κρατούμενους στους Γερμανούς κατακτητές ώσπου κατέληξε στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Στο Χαϊδάρι επειδή γνώριζε γερμανικά εκτελούσε χρέη διερμηνέα.
Ανάμεσα στους 200 εκτελεσμένους της Πρωτομαγιάς του 1944 στο Σκοπευτήριο βρίσκεται και το όνομα Σουκατζίδης. Δεν δέχθηκε να μην εκτελεστεί και να πάει άλλος στη θέση του, παρά το γεγονός ότι ο στρατοπεδάρχης του Χαϊδαρίου προσφέρονταν να το εξαιρέσει από τη λίστα των μελλοθανάτων.
Πηγές
- Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, Αθήνα 1963
- Αντώνης Φλούντζης, Χαϊδάρι, Αθήνα 1962
- Το εξαιρετικό βιβλίο της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη, Μνημεία της Λήθης, Αθήνα 2014
πηγή: kokkinosfakelos.blogspot.com
e-prologos.gr