Η Πορεία δίνει τον λόγο στους συμβασιούχους αρχαιολόγους Αντωνίου Δήμητρα, Παπαγγελοπούλου Λαμπρινή και Κουφοβασίλη Δημήτρη, μέλη του προεδρείου του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων (Σ.ΕΚ.Α.), εκλεγμένους στις θέσεις του Γραμματέα, Αντιπροέδρου και Πρόεδρου, αντίστοιχα.
Θέτοντας πέντε κοινά ερωτήματα σε καθέναν από τους τρεις αρχαιολόγους ξεχωριστά, η Πορεία αναζητά ζωντανές εικόνες και αλληλοσυμπληρούμενες αλήθειες από την κατάσταση που επικρατεί (κυρίως στον συνδικαλιστικό και εργασιακό τομέα) στη λεγόμενη και «βαριά βιομηχανία» της χώρας: στον Πολιτισμό.
Ερ.: Είναι άραγε δύσκολο να είναι κανείς σήμερα επί συμβάσει αρχαιολόγος στην Ελλάδα; Σίγουρα, οι αρχαιότητες που ήδη υπάρχουν, κι εκείνες που περιμένουν να ανακαλυφθούν, δεν είναι και λίγες.
Δ.Α.: Δεν είναι εύκολο να είσαι γενικά εργαζόμενος επί συμβάσει στην Ελλάδα σήμερα, όταν καθημερινά καταπατώνται τα εργασιακά δικαιώματα, οι μισθοί είναι πενιχροί και οι εργοδότες στον αντίποδα είναι σε θέση να προσλαμβάνουν και να απολύουν κόσμο κατά το δοκούν και συχνά να τον εξαναγκάζουν σε μαύρη εργασία, γιατί απλά περιμένει ο επόμενος πρόθυμος στη γωνία. Ο συμβασιούχος αρχαιολόγος βρίσκεται ακριβώς στην ίδια μοίρα της εργασιακής αβεβαιότητας και της ανεργίας. Δεν υπάρχουν συμβάσεις αρκετές για να απασχολήσουν όλο τον αριθμό των πτυχιούχων αρχαιολόγων, οι Εφορείες Αρχαιοτήτων, όταν αποφασίσουν να βγάλουν συμβάσεις, συχνά φωτογραφίζουν εκείνους που επιθυμούν να προσλάβουν εφαρμόζοντας τις περίφημες εξειδικεύσεις, ενώ στον ιδιωτικό τομέα η Συλλογική Σύμβαση εργασίας που προσφέρει μια αξιοπρεπή αμοιβή πλήττεται και δεν αναγνωρίζεται. Και όλα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος αρχαιολόγος θα καταφέρει να ξεπεράσει τον σκόπελο της ανεργίας.
Λ.Π.: Θα ξεκινήσω επιβεβαιώνοντας την τελευταία σας πρόταση. Πράγματι η Ελλάδα έχει ένα πολύ πλούσιο αρχαιολογικό υπόβαθρο με ανεσκαμμένες αδημοσίευτες αρχαιότητες στοιβαγμένες στις αποθήκες των Εφορειών και άλλες που δεν έχουν βγει ακόμα στο φως. Κι όμως η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια στον κλάδο μας είναι μεγάλη και συνεχώς αυξάνεται.
Για να μείνει κανείς για χρόνια επί συμβάσει αρχαιολόγος στην Ελλάδα μπορώ να σκεφτώ μόνο ένα λόγο: να αγαπάει άνευ όρων την επιστήμη της αρχαιολογίας. Κι αυτό γιατί ο συμβασιούχος αρχαιολόγος εργάζεται κατά κύριο λόγο στην πρώτη γραμμή του ανασκαφικού πεδίου. Αυτό σημαίνει πως για να εργαστεί συχνά ταξιδεύει καθημερινά χιλιόμετρα με δικά του έξοδα, αντιμετωπίζει αντίξοες καιρικές και εργασιακές συνθήκες, χωρίς να τηρούνται πάντα οι κανόνες ασφαλείας, δουλεύει κάτω από την πίεση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων, κάποιες φορές σε βάρος της έρευνας, συγκρούεται με οργισμένους ιδιώτες και κατασκευαστές, μένει για μήνες απλήρωτος.
Δ.Κ.: Ατυχώς, η ελληνική πολιτεία είναι ανίκανη να αξιοποιήσει τον πολιτιστικό της πλούτο (έστω σε επίπεδο αστικής διαχείρισης!). Το γεγονός ότι πράγματι στη χώρα μας υπάρχουν πολλές αρχαιότητες δεν σημαίνει ότι οι αρχαιολόγοι εργάζονται. Αντιθέτως, και κυρίως στις εποχές των «ισχνών αγελάδων» που διανύουμε, με την ύφεση της πανδημίας να έρχεται «καπάκι» σε μια ιδιαιτέρως σκληρή μνημονιακή δεκαετία, ο Πολιτισμός και η Αρχαιολογία αντιμετωπίζονται από τις -καταρχάς ηθικά χρεωκοπημένες- ελληνικές κυβερνήσεις, σαν πολυτέλεια. Λίγο πολύ περιττεύουν και οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό.
Ερ.: Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το «Νο 1 πρόβλημα» των εκτάκτων αρχαιολόγων; Μπορεί ο Σύλλογος να το λύσει;
Δ.Α.: Το βασικότερο πρόβλημα είναι, κατά την προσωπική μου άποψη, η ανεργία που μαστίζει τον χώρο μας. Όλο και περισσότεροι αρχαιολόγοι δεν έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν, αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό στη διεκδίκηση μιας θέσης εργασίας, νιώθουν ανασφάλεια, ξοδεύουν χρήματα στην επιπλέον απόκτηση γνώσεων για να διασφαλίζουν τη συμμετοχή τους σε προκηρύξεις και βιώνουν την απογοήτευση από τον κλάδο, τους συναδέλφους, το σύλλογο και τις επαγγελματικές τους επιλογές. Ο Σύλλογος, αν τα μέλη του παραμένουν συσπειρωμένα και ενωμένα στον κοινό σκοπό και δεν αναλώνονται σε ένα ατέρμονο ανταγωνισμό, μπορεί να διεκδικήσει δυναμικά και σταθερά το πάγιο αίτημά του: μόνιμη και σταθερή εργασία για όλες τις ειδικότητες στο ΥΠΠΟΑ.
Λ.Π.: Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας. Τα πενιχρά κονδύλια που διαθέτει το υπουργείο για ανασκαφικές εργασίες, τα περιορισμένα δημόσια και ιδιωτικά έργα, η χαμηλή ανοικοδόμηση, τα ελάχιστα έργα ΕΣΠΑ στον τομέα του Πολιτισμού οδηγούν στην συρρίκνωση των θέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Και το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο έντονο αν σκεφτεί κανείς πως ένας αρχαιολόγος έχει ως μόνο εργοδότη το ΥΠΠΟΑ και δεν μπορεί να κάνει χρήση του πτυχίου του σε κανέναν άλλο φορέα.
Αυτό είναι κάτι βέβαια που δεν μπορεί να λυθεί από ένα πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο, όμως ο ΣΕΚΑ παλεύει πάντα με όλες του τις δυνάμεις προς αυτή την κατεύθυνση. Με παραστάσεις διαμαρτυρίας έξω από το ΥΠΠΟΑ, με καταθέσεις υπομνημάτων, με προκηρύξεις απεργιών και στάσεων εργασίας, με κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις φροντίζει να υπενθυμίζει σε κάθε αρμόδιο τις διεκδικήσεις μας για μόνιμη και σταθερή εργασία.
Δ.Κ.: Ο Σύλλογός μας ενώνεται πάνω στο σύνθημα για «μόνιμη και σταθερή εργασία». Η γιγαντωμένη ανεργία, και -στην καλή περίπτωση- η αβέβαιη, περιστασιακή, χωρίς προοπτικές χρόνου, εργασία μας, είναι παράγοντας που πλήττει και διαλύει όλα τα σωματεία συμβασιούχων. Μολονότι πλήρως και ουσιαστικά το πρόβλημα θα το λύσουν οι ευρύτεροι κοινωνικοί αγώνες, οι άνεργοι ή μισοεργαζόμενοι συνάδελφοι πρέπει να είναι βέβαιοι ότι ο σημερινός αριθμός των θέσεων εργασίας (εν προκειμένω) για αρχαιολόγους ΔΕΝ είναι ασύνδετος με τις συνδικαλιστικές μάχες που δώσαμε και πρέπει να συνεχίσουμε να δίνουμε: η συνδικαλιστική πίεση μπορεί να προστατεύσει, ή και να προσθέσει, θέσεις εργασίας.
Ερ.: Μπορούν να υπάρξουν συνδικαλιστικές ή εργασιακές επιτυχίες στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε; Ή μήπως όλα ελέγχονται από τους κυρίαρχους του παιχνιδιού, και «ό,τι έχουν αποφασίσει εκείνοι να γίνει, θα γίνει»;
Δ.Α.:Αδιαμφισβήτητα, σήμερα, η ιδιωτική πρωτοβουλία και τα επιχειρηματικά συμφέροντα κυριαρχούν στον εργασιακό χώρο, εξασφαλίζοντας συχνά τη στήριξη των εκάστοτε κυβερνήσεων που νομοθετούν υπέρ τους (ο πρόσφατος περιβαλλοντικός νόμος αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα). Ωστόσο, η δύναμη των εργαζομένων είναι η συσπείρωση, η μαζικότητα, η μετάδοση και διάδοση του μηνύματος για αγώνες, διεκδικήσεις και δυναμικές κινητοποιήσεις. Όταν οι εργαζόμενοι δεν συσπειρώνονται στους συνδικαλιστικούς φορείς τους, τότε αποτελούν εύκολα θηράματα για τους εργοδότες. Αλλά οι σύλλογοι πρέπει να πείσουν τους εργαζομένους ότι είναι εκεί για να υπερασπίζονται τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων και δεν διαθέτουν ιδιοτελείς σκοπούς.
Λ.Π.:Όπως μας έχει διδάξει η Ιστορία οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» έχουν βρεθεί κατά καιρούς αντιμέτωποι με την οργή των ανθρώπων που νιώθουν ότι αδικούνται και διεκδικούν ό,τι δικαιούνται. Μια από τις επιδιώξεις του συνδικαλιστικού κινήματος είναι και αυτή, να συντονίζει την αγωνιστική διάθεση των ανθρώπων και να βγαίνει μπροστά σε κάθε αντεργατική, αντικοινωνική και απάνθρωπη απόφαση.
Ενδεικτικά θα αναφερθώ σε μια τελευταία επιτυχία του συλλόγου μας, ο οποίος σε συνεργασία και με άλλες συλλογικότητες, συγκεντρώνοντας ψηφιακές υπογραφές, κατόρθωσε να «πιέσει» και να πείσει το υπουργείο να πάρει πίσω το πρόσφατο ΦΕΚ που αφαιρούσε το δικαίωμα ελεύθερης εισόδου σε πτυχιούχους Αρχαιολογίας και σε εργαζομένους στον Πολιτισμό χωρίς ενεργή σύμβαση.
Δ.Κ.: Κατηγορηματικά ΝΑΙ, μπορούν να υπάρξουν επιτυχίες. Ο ΣΕΚΑ πρωτοστάτησε το φθινόπωρο που μας πέρασε σε πρωτοβουλία για ανατροπή ψηφισμένου νόμου, ζητώντας να αποκατασταθεί το δικαίωμα της ελεύθερης εισόδου σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους για μια σειρά δικαιούχων. Ο Σύλλογος οργάνωσε εκστρατεία ενημέρωσης, συγκέντρωσε υπογραφές και ψηφίσματα, κάλεσε τα μέλη του σε κινητοποιήσεις προσκαλώντας επίσης σωματεία και ομοσπονδίες. Το κάλεσμά μας βρήκε ανταπόκριση, και η πεπεισμένη διεκδίκησή μας κέρδισε. Όταν είμαστε διαιρεμένοι, ασύνταχτοι ή χωρίς προσανατολισμό, τότε πράγματι γινόμαστε έρμαια στις αντεργατικές επιθέσεις που δεχόμαστε.
Ερ.: Η αρχαιολογία, συγκεκριμένα, έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές σαν «εμπόδιο στην ανάπτυξη». Υπάρχει αλήθεια σε αυτήν την επίκριση;
Δ.Α.:Ζούμε σε μια χώρα όπου η γραφειοκρατία κινείται με ρυθμούς χελώνας, παρακωλύοντας κάθε δυνατότητα για άμεση και γρήγορη επίλυση των θεμάτων. Η αρχαιολογία αποδίδει τόσο γρήγορα όσο γρήγορα κινούνται οι αρμόδιοι φορείς. Οι αρχαιολόγοι είναι αποτελεσματικοί όταν οι συνθήκες εργασίας είναι αξιοπρεπείς. Η αρχαιολογία δεν αποτελεί τροχοπέδη. Αποτελεί τον αποδιοπομπαίο τράγο των εργοδοτών, των μεγαλοεργολάβων και των κατασκευαστών, όταν γυρεύουν το εύκολο θύμα για να στοχοποιήσουν, προκειμένου να αποκρύψουν την ανικανότητα τούς ή τη διάθεσή τους να καταχραστούν δημόσιο χρήμα. Η αρχαιολογία δεν αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη, αλλά μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας, με αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία που λειτουργούν σωστά και στελεχωμένα επαρκώς, που προστατεύουν, αναδεικνύουν και εκπαιδεύουν τον κοινό και τους επισκέπτες.
Λ.Π.: Η επιστήμη της Αρχαιολογίας ανήκει παραδοσιακά στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών ενώ τα τελευταία χρόνια εντάσσεται μαζί με την Ιστορία στις κοινωνικές επιστήμες. Ως κεντρικό άξονα έχει πάντα τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του. Κατά αυτή την έννοια, λοιπόν, είναι άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι εμποδίζει την ανάπτυξη.
Σε αυτούς λοιπόν που προβάλλουν αυτό το επιχείρημα θα ήθελα να ανταπαντήσω πως η αρχαιολογία δε στέκεται ποτέ εμπόδιο στην υλοποίηση κάποιου έργου. Ίσως να χρειαστεί η τροποποίηση κάποιων σχεδίων ή να υπάρξει κάποια καθυστέρηση προκειμένου να διαφυλαχθούν οι αρχαιότητες. Μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και αναδεικνύοντας αρχαιολογικούς θησαυρούς να δώσει προστιθέμενη αξία στους χώρους αυτούς. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας είναι ο τουρισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μετρό Αθήνας που ολοκληρώθηκε και ταυτόχρονα αναδείχθηκε ο τεράστιος αρχαιολογικό πλούτος που έκρυβε στην αγκαλιά της η Αττική γη.
Δ.Κ.: Πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «ανάπτυξη». Αν η ανάπτυξή τους είναι το ξεπάτωμα των αρχαιοτήτων (πχ. σταθμός Μετρό Βενιζέλου), η καταστροφή του περιβάλλοντος (πχ. αεροδρόμιο στο Καστέλι), το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας για επενδύσεις σε «καζινοτουρισμό» (πχ. περιοχή Ελληνικού), και η εργασία μας με 650 ευρώ (πρόταση ΣΑΤΕ στον ΣΕΚΑ για νέα ΣΣΕ), τότε, ακόμη κι αν δεν είμαστε, θα πρέπει να γίνουμε εμπόδιο σε αυτήν την «ανάπτυξη». Στην πιο σημαντική και υπερήφανη απόφαση στην ιστορία του, ο Σύλλογος πήρε τον Μάρτιο του 2020 την απόφαση να καλέσει τα μέλη του να μην εργαστούν στην απόσπαση (βλ. τεμαχισμό και καταστροφή) αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου. Αυτό που για εκείνους είναι «εμπόδιο» για εμάς είναι η επιστημονική και ανθρωπιστική αποστολή της αρχαιολογίας.
Ερ.: Ποιος θα πρέπει να είναι ή να γίνει, κατά την άποψή σας, ο βασικός επόμενος στόχος του Συλλόγου σας;
Δ.Α.: Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων οφείλει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των μελών του. Ο αγώνας του δεν πρέπει να περιορίζεται σε ένα στόχο, αλλά σε τόσους όσοι είναι και τα μέλη του. Είναι σημαντική η διεκδίκηση για επανυπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, η απαίτηση για καταπολέμηση της ανεργίας, για μόνιμη και σταθερή εργασία, για αξιοπρέπεια και ηθική στους χώρους εργασίας, για αναγνώριση ως βασικού προσόντος πρόσληψης του πτυχίου και όχι των προαπαιτούμενων, η αναγνώριση του συνόλου της προϋπηρεσίας, η διασφάλιση της πρόσληψης σε έργα και νέων αρχαιολόγων, προκειμένου να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, αλλά και η ενασχόληση και βοήθεια σε κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι σήμερα στους χώρους εργασίας τους. Το σημαντικότερο όλων δε είναι να πετύχει ο Σύλλογος να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμβασιούχων αρχαιολόγων και να τους ενώσει, για να τους κάνει πιο δυνατούς…
Λ.Π.: Βασικός στόχος του Συλλόγου μας είναι η ολοκλήρωση της ανανέωσης της υπογραφής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που έχει ήδη δρομολογηθεί. Θα αγωνιστούμε για αξιοπρεπείς αποδοχές και όρους εργασίας για όλους τους επί συμβάσει αρχαιολόγους και δε θα σταματήσουμε παράλληλα να επιδιώκουμε το τέλος της εργασιακής μας ομηρίας. Η σταθερή και μόνιμη εργασία θα ανήκει πάντα στους βασικούς μας στόχους.
Δ.Κ.: Πρώτος στόχος στη συγκυρία είναι να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Να βρούμε τρόπο να ενώσουμε τους αρχαιολόγους. Αν εξασφαλίσουμε την πίστη και τη συσπείρωση των αρχαιολόγων στον Σύλλογο τα επόμενα βήματα θα έρθουν με φυσικό τρόπο. Κομμάτι της ύπαρξής μας είναι η αλληλεγγύη και η συνεργασία καταρχάς με «συγγενικά» μας σωματεία. Στο αμέσως επόμενο διάστημα ο ΣΕΚΑ θα καταθέσει την αγωνιστική συμβολή του στη συγκρότηση ενός Μετώπου Πολιτισμού, απευθυνόμενος καταρχάς σε σωματεία συμβασιούχων.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
πηγή: περιοδικό “Πορεία”, τ. 50
e-prologos.gr