Οι 33 παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής

Έκθεση – κόλαφος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής με 33 παρατηρήσεις για το νομοσχέδιο Κεραμέως. Οι επίμαχες διατάξεις αφορούν την «καρδιά του νομοσχεδίου»: τα Συμβούλια Διοίκησης, η ανάδειξη των εκπροσώπων φοιτητών, το Συμβούλιο Φοιτητών, οι προϋποθέσεις εκλογής και εξέλιξης μελών ΔΕΠ.

Με την Έκθεση επισημαίνεται μια σειρά αντισυνταγματικών διατάξεων, πολλές από τις οποίες έχουν γίνει πρόσφατα αντικείμενο κριτικής από διαπρεπείς συνταγματολόγους.

Ειδικότερα:

  • Παραβιάζεται η αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, στο μέτρο που από το σύνολο των μονοπρόσωπων οργάνων διοίκησης σε επίπεδο ΑΕΙ, Σχολής και Τμήματος (πρύτανης, αντιπρυτάνεις, εκτελεστικός διευθυντής, κοσμήτορας, πρόεδρος, αντιπρόεδρος Τμήματος),τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας -χωρίς τη συμμετοχή του ειδικού διδακτικού προσωπικού, του διοικητικού προσωπικού και των φοιτητών- εκλέγουν απευθείας μόνο τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του Τμήματος. Στις περιπτώσεις δε,μονοτμηματικών Σχολών, όπου δεν χωρεί εκλογή προέδρου Τμήματος, δεν προβλέπεται εκλογική διαδικασία και επομένως, ούτε συμμετοχή των μελών ΔΕΠ στην ανάδειξη του οργάνου.
  • Χαρακτηρίζεται αδόκιμη η άσκηση αρμοδιοτήτων ακαδημαϊκής φύσεως από το Συμβούλιο Διοίκησης, που συγκροτείται από εσωτερικά και εξωτερικά μέλη, όταν τα τελευταία δε διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα, όπως επισήμαναν οι πανεπιστημιακοί φορείς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
  • Αντίκειται στις αρχές της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ και της αρχής της ισότητας, ο αποκλεισμός των μεταπτυχιακών φοιτητών λόγω υπέρβασης της ελάχιστης διάρκειας του ΠΜΣ και των υποψηφίων διδακτόρων που έχουν συμπληρώσει 3 έτη από την εγγραφή τους, από το σώμα των εκλεκτόρων για την ανάδειξη των εκπροσώπων των φοιτητών στη Συνέλευση του Τμήματος.
  • Νοθεύεται η αντιπροσωπευτικότητα του εκλογικού αποτελέσματος με τον περιορισμό του αριθμού των προτιμήσεων των φοιτητών στο ψηφοδέλτιο σε βαθμό που υπολείπεται του αριθμού των εκπροσώπων των φοιτητών.
  • Οι διατάξεις για το Συμβούλιο Φοιτητών προκαλούν ανεπίτρεπτη υποκατάσταση διοικητικού οργάνου στη σφαίρα δράσης των φοιτητικών συλλόγων, θεσμού που ορίζεται στο Σύνταγμα και έχει χαρακτηριστικά ελεύθερης και συλλογικής δράσης. Επισημαίνεται ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι αποτελούν ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας του «συνεταιρίζεσθαι» και εγγύηση αποτελεσματικής άσκησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας των φοιτητών.
  • Αναφορικά με τα κριτήρια εκλογής και εξέλιξης των μελών ΔΕΠ: η κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και η ίδρυση εταιρειών τεχνοβλαστών (spin-off) δεν προσφέρεται ως γενικό κριτήριο αξιολόγησης. Επίσης, η συμμετοχή σε ίδρυση εταιρείας, πράξη δηλαδή επιχειρηματικής δραστηριότητας και ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου, είναι λίαν αμφίβολο αν αποτελεί θεσμικό κριτήριο επιλογής μέλους ΔΕΠ, δηλαδή διαδικασίας που διέπεται από τη συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας και οφείλει να συνάδει με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ανάλογες σκέψεις διατυπώνονται για την προσέλκυση χρηματοδοτήσεων των Πανεπιστημίων από την αγορά, προκειμένου σύμφωνα με την κυβερνητική βούληση να μειωθεί στο ελάχιστο η οικονομική υποχρέωση της Πολιτείας έναντι των Πανεπιστημίων. 

Αναλυτικά οι παρατηρήσεις της Έκθεσης της Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής:

1. Επί των άρθρων 5 και 21

Σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 21 του νομοσχεδίου, η ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, μεταβολή έδρας και κατάργηση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και των ακαδημαϊκών τους μονάδων (Σχολής ή Τμήματος Α.Ε.Ι.), αντιστοίχως, πραγματοποιείται με προεδρικό διάταγμα. Για την έκδοσή του απαιτείται απλή γνώμη της Συγκλήτου του Α.Ε.Ι. και της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε.), η οποία δίδεται κατόπιν ερωτήματος του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, η σχετική πρόταση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών υποβάλλεται χωρίς την παροχή γνώμης. Όταν πρόκειται για μεταβολές ακαδημαϊκών μονάδων επιπέδου Σχολής ή Τμήματος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, η Σύγκλητος του Α.Ε.Ι. δύναται να ζητεί την εισήγηση του αρμόδιου συλλογικού
οργάνου της ακαδημαϊκής μονάδας στην οποία αφορά η μεταβολή. Παρατηρείται ότι, σύμφωνα με την οικεία συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 5, «(…) Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.». Όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 7 του ν. 4009/2011, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος ρύθμιση με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης προεδρικού διατάγματος, κατόπιν τεκμηριωμένης πρότασης του αρμόδιου Υπουργού Παιδείας και απλής γνώμης του Συμβουλίου του οικείου Ιδρύματος, μετά από διατύπωση γνώμης της Συγκλήτου του. Ειδικότερα, έχουν γίνει δεκτά τα κάτωθι (βλ. ΣτΕ 1268/2016, 3236/2015, 2634/2014): «(…) Η αρχή δε της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι. έχει ως περιεχόμενο την εξουσία των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν για τις δικές τους υποθέσεις με δικά τους όργανα, της κρατικής εποπτείας περιοριζόμενης στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας επί των πράξεων των οργάνων αυτών. Η ανωτέρω εξουσία των Α.Ε.Ι. περιορίζεται στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία τους, δεν περιλαμβάνει όμως και το δικαίωμα θέσπισης των σχετικών κανόνων ή της σύμπραξης στην παραγωγή τους (…). Με το συνταγματικό αυτό πλαίσιο, η θέσπιση των κανόνων που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία των Α.Ε.Ι. ανήκει στην αρμοδιότητα της νομοθετικής λειτουργίας και ασκείται από τα όργανα και με τη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής ο νομοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εξουσίας και δεν υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένο οργανωτικό και λειτουργικό πρότυπο, πρέπει όμως να οργανώνει τα Α.Ε.Ι. ενόψει των εκάστοτε κρατουσών επιστημονικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, διασφαλίζοντας, παραλλήλως, την πλήρη αυτοδιοίκησή τους και την ακώλυτη άσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας (…). [Ενόψει όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4009/2011, οι οποίες παρέχουν εξουσιοδότηση για τη συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία και κατάργηση Α.Ε.Ι. και μεταβολή της έδρας τους, για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία και κατάργηση Σχολών και Τμημάτων και μεταβολή της έδρας τους, καθώς και για τη ρύθμιση συναφών οργανωτικών θεμάτων, με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν τεκμηριωμένης βάσει των κριτηρίων του νόμου, πρότασης του αρμόδιου Υπουργού Παιδείας και απλής γνώμης της Α.ΔΙ.Π. και του Συμβουλίου του οικείου Ιδρύματος, μετά από διατύπωση γνώμης της Συγκλήτου του, δεν αντίκεινται στις ανωτέρω διατάξεις
του άρθρου 16 του Συντάγματος (Σ.τ.Ε. 2634/2014).».

Σε στοίχιση με τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έχει σε άλλες περιπτώσεις ορίσει ως προϋπόθεση έκδοσης του σχετικού προεδρικού διατάγματος τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου των οικείων Ιδρυμάτων για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, κατάργηση και μεταβολή έδρας των Α.Ε.Ι. και των Σχολών και Τμημάτων των Α.Ε.Ι. (βλ. άρθρο 5 παρ. 2 και άρθρο 10 παρ. του ν. 4485/2017, αντιστοίχως), ενώ, σε άλλες, τη διατύπωση απλής γνώμης του αρμόδιου συλλογικού οργάνου (άρθρο 7 του ν. 4009/2011, άρθρο 1 του ν. 4076/2012, άρθρο 191 του ν. 4823/2021). Σύμφωνα με τη νομολογία (ΣτΕ 3751/2014), «(…) από τις προπαρατεθείσες συνταγματικές δια- τάξεις δεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη οργάνων των οικείων Α.Ε.Ι. πριν από την κατάτμηση ή συγχώνευσή τους, η οποία, μάλιστα, στις περιπτώσεις που δεν θα δινόταν, δεν θα επέτρεπε στο νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότησή του κανονιστικώς δρώσα κρατική Διοίκηση, την ανωτέρω κατάτμηση ή συγχώνευση των Α.Ε.Ι. και των οργανωτικών τους μονάδων».

Εν προκειμένω, διά του ερωτήματος του Υπουργού προς τα αρμόδια όργανα του Ιδρύματος πρέπει να δίδεται στα τελευταία η ουσιαστική δυνατότητα να γνωμοδοτήσουν σχετικά με τις προωθούμενες αλλαγές.

Σε διαφορετική περίπτωση, μεταβολές που επέρχονται στις ακαδημαϊκές μονάδες με περιεχόμενο ουσιωδώς διαφορετικό από αυτό που περιείχε το στο ερώτημα του Υπουργείου προς το οικείο Α.Ε.Ι., ενδέχεται να θεμελιώνουν παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης του οικείου διατάγματος (ΣτΕ 794 και 795/2015, 1488/2015, 2309/2015).

Συμβούλια Ιδρύματος

2. Επί του άρθρου 8

α. Διά του άρθρου 8 του νομοσχεδίου προτείνεται η σύσταση ενδεκαμελούς οργάνου διοίκησης των Α.Ε.Ι., του Συμβουλίου Διοίκησης, αποτελούμενου από έξι (6) εσωτερικά και πέντε (5) εξωτερικά μέλη. Το ζήτημα του οργανωτικού σχήματος διοίκησης των Α.Ε.Ι., στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης πλήρους αυτοδιοίκησης, έχει απασχολήσει επανειλημμένα τη νομολογία. Όπως εξειδικεύθηκε η εν λόγω αρχή από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα Α.Ε.Ι. διαθέτουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν με τα δικά τους όργανα για τις δικές τους υποθέσεις, δηλαδή για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης, τη διαχείριση της περιουσίας τους και την επιλογή του προσωπικού τους (ενδεικτικά ΣτΕ 1816/1983, 2808/1984, 4076/1990).
Το ζήτημα της συνταγματικότητας ρυθμίσεων που προβλέπουν συμμετοχή σε όργανο διοίκησης του Α.Ε.Ι. μελών μη προερχόμενων από το Ίδρυμα, καθώς και ο τρόπος ανάδειξής τους χωρίς τη συμμετοχή του συνόλου της ακαδημαϊκής κοινότητας, έχει απασχολήσει κατά το παρελθόν την επιστήμη (βλ., αντί πολλών, Γνωμοδοτήσεις προς τη Σύνοδο των Πρυτάνεων επί προ- σχεδίου νόμου για τα Α.Ε.Ι. σε ΕφημΔΔ, 3/2011, σελ. 322-329, Κ. Χρυσόγονος, 330-332, Χ. Ανθόπουλος, 333-335, Γ. Γεραπετρίτης/Σπ. Βλαχόπουλος, και Κ. Γιαννακόπουλος, ΕφημΔΔ, 3/2011, σελ. 339-340). Το ερώτημα κατά πόσον η συμμετοχή στο Συμβούλιο ενός Α.Ε.Ι. εξωτερικών μελών, τα οποία δεν διαθέτουν την ακαδημαϊκή ιδιότητα ή προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών Δ.Ε.Π. ελληνικών πανεπιστημίων, αλλά ούτε και την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού, πλήττει τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι., έχει κριθεί με την ΣτΕ Ολ 519/2015.

Με την ως άνω απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι «(…) Η αρχή της πλήρους αυτοδιοικήσεως των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έχει ως περιεχόμενο την εξουσία των εν λόγω ιδρυμάτων να αποφασίζουν για τις δικές τους υποθέσεις με δικά τους όργανα, τα οποία καθορίζονται μεν από τον κοινό νομοθέτη, απαρτίζονται όμως από πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα ή μετέχουν, κατά τα ανωτέρω, στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής αποστολής τους. (…) [Ο] νομοθέτης, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής, ούτε δεσμεύεται από τις σχετικές απόψεις των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων, ούτε υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένο οργανωτικό και λειτουργικό πρότυπο (ΣτΕ 1731/1986 Ολομ., Π.Ε. 144/2008 Ολομ.), αλλά διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εξουσίας να οργανώνει το θεσμικό πλαίσιο για την δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι. ανάλογα με τη φύση του ρυθμιζόμενου θέματος (ΣτΕ 982/2012 Ολομ.) και να ορίζει τα πρόσωπα που μετέχουν στη διοίκησή τους, προβλέποντας διαφορετικό τρόπο αναδείξεως ή συμμετοχής στα όργανα από εκείνο που ίσχυε στο παρελ- θόν, ενόψει και των εκάστοτε ισχυουσών στα πανεπιστήμια συνθηκών, ώστε να μπορούν αυτά να ανταποκριθούν στις εξελισσόμενες επιστημονικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, με σκοπό την ικανοποίηση των σύγχρονων και πολυεπίπεδων στόχων του πανεπιστημίου (ΣτΕ 982/2012 Ολομ., 1731/1986 Ολομ., Π.Ε. 144/2008 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 32/2009 7μ.).» (σκ. 14).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε, με την ως άνω απόφαση, ότι οι ρυθμίσεις του ν. 4009/2011 που προβλέπουν τη συμμετοχή εξωτερικών μελών στο Συμβούλιο των Α.Ε.Ι. «(…) κινούνται εντός των πλαισίων της αρχής της πλήρους αυτοδιοικήσεως των Α.Ε.Ι. και δεν θίγουν το δικαίωμα των ιδρυμάτων αυτών να αποφασίζουν επί των υποθέσεών τους με δικά τους όργανα, για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, η συγκρότηση του Συμβουλίου και, ειδικότερα, η επιλογή των εξωτερικών μελών γίνεται με εκλογή από τα «εσωτερικά» μέλη, τα οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, προέρχονται από τους πλήρους απασχολήσεως καθηγητές πρώτης βαθμίδας και τους αναπληρωτές καθηγητές του ιδρύματος και έχουν εκλεγεί από το σύνολο των καθηγητών και φοιτητών του οικείου Α.Ε.Ι., χωρίς την μεσολάβηση οποιουδήποτε οργάνου της κρατικής διοικήσεως ή άλλου οργάνου και, ως εκ τούτου, αντλούν τη νομιμοποίησή τους από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, τα οποία κατ’ αυτό τον τρόπο εκπροσωπούνται έμμεσα, πέραν της άμεσης εκπροσωπήσεώς τους από τα εσωτερικά μέλη. (…) Έβδομον, το Συμβούλιο δεν ασκεί την τρέχουσα διοίκηση του Ιδρύματος αλλά αποτελεί, μέσα στο πλαίσιο και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, όργανο χαράξεως στρατηγικής, ελέγχου και λογοδοσίας της τρέχουσας διοικήσεως των ΑΕΙ, η οποία ανήκει στον Πρύτανη και την Σύγκλητο. Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν ασκεί stricto sensu ακαδημαϊκές αρμοδιότητες, ενώ και όσες από τις αρμοδιότητές του άπτονται ακαδημαϊκών ζητημάτων ασκούνται μετά από εισήγηση, πρόταση ή γνώμη (απλή ή σύμφωνη) άλλου οργάνου (…). Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από σειρά σημαντικών τροποποιήσεων που επέφερε στις αρχικές ρυθμίσεις του Ν. 4009/2011 ο Ν. 4076/2012, από τις οποίες προκύπτει σαφής περιορισμός, αν όχι υποβάθμιση, της συμμετοχής του Συμβουλίου στην άσκηση της διοικήσεως των Α.Ε.Ι., σε σχέση με την ενίσχυση του ρόλου των λοιπών μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στα άλλα όργανα του Ιδρύματος, της Σχολής και των Τμημάτων. (…) Περαιτέρω, ενώ αρχικά το Συμβούλιο ήταν αρμόδιο για την «εκλογή των κοσμητόρων των σχολών» (άρθρο 8, παρ. 10, περίπτ. ι’, του Ν. 4009/2011), η αρμοδιότητά του περιορίζεται, πλέον, στην προεπιλογή των υποψηφίων, ώστε μεταξύ αυτών να εκλεγεί ο κοσμήτορας «από τους καθηγητές και τους υπηρετούντες λέκτορες της Σχολής, με άμεση μυστική και καθολική ψηφοφορία» και, ακολούθως, να διορισθεί από τον Πρύτανη (άρθρο 9, παρ. 2, περίπτ α ́ και β ́, του Ν. 4009/2011, όπως ισχύει). (…) Τέλος, όπως έχει ήδη εκτεθεί στην πέμπτη σκέψη της παρούσης αποφάσεως, με το Ν. 4076/2012 δεν προβλέπονται πλέον «προγράμματα σπουδών», ενώ το Τμήμα επανήλθε ως η «βασική εκ- παιδευτική και ακαδημαϊκή μονάδα του Ιδρύματος» έναντι της Σχολής (άρ- θρο 7, παρ. 1 και 2, του Ν. 4009/2011, όπως ισχύει), για δε την λειτουργία του εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4009/2011 (άρθρο 4 παρ. 5 του Ν. 4076/2012). Με τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος στα πλαίσια του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως ισχυρισμός, κατά τον οποίο οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις του Ν. 4009/2011, όπως αυτές ισχύουν μετά το Ν. 4076/2012, με τις ο- ποίες προβλέπεται η συμμετοχή «εξωτερικών» μελών στο Συμβούλιο κάθε Α.Ε.Ι. παραβιάζουν την αρχή της πλήρους αυτοδιοικήσεως των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος» (σκ. 15).

Το νέο οργανωτικό πλαίσιο που εισάγει το νομοσχέδιο διαφοροποιείται ως προς ορισμένες από τις ρυθμίσεις του ν. 4009/2011, όπως τις συνεκτίμησε το ανώτατο δικαστήριο στην ανωτέρω απόφαση. Ειδικότερα, ιδίως, με τις προτεινόμενες διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου: i) τα εσωτερικά μέλη προέρχονται κατ’ αρχήν από τη βαθμίδα του Καθηγητή, και μόνο στις περι- πτώσεις που υπηρετούν λιγότεροι από 40 Καθηγητές μπορεί να προέρχνται και από τη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή (άρθρο 8), δεν εκπροσωπούνται οι φοιτητές στο όργανο (άρθρο 9), ii) το Συμβούλιο Διοίκησης ασκεί ευρύτερες αρμοδιότητες, ιδίως επί ακαδημαϊκών ζητημάτων (άρθρο 14), iii) ο Πρύτανης και οι Κοσμήτορες επιλέγονται από το Συμβούλιο Διοίκησης.

β. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι από το σύνολο των μονοπρόσωπων οργάνων διοίκησης σε επίπεδο Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, Σχολής και Τμήματος (Πρύτανης, Αντιπρυτάνεις, Εκτελεστικός Διευθυντής, Κοσμήτορας, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος Τμήματος), τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας -χωρίς τη συμμετοχή των κατηγοριών ειδικού διδακτικού προσωπι- κού, διοικητικού προσωπικού και φοιτητών- εκλέγουν απευθείας μόνο τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο Τμήματος.

Στις περιπτώσεις μονοτμηματικών Σχολών, όπου δεν χωρεί εκλογή Προέδρου Τμήματος, δεν προβλέπεται εκλογική διαδικασία και, επομένως, ούτε συμμετοχή των μελών Δ.Ε.Π. στην ανάδειξη του αρμόδιου οργάνου. Κατά τούτο γεννάται προβληματισμός κατά πόσον η συγκεκριμένη ρύθμιση αποδίδει την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

γ. Με την παρ. 2 του άρθρου 8 ορίζεται ότι δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για τη θέση εσωτερικού μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης έχουν τα μέλη Δ.Ε.Π. του Ιδρύματος που βρίσκονται στη βαθμίδα του Καθηγητή, και ότι στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όπου υπηρετούν σαράντα (40) ή λιγότερα μέλη Δ.Ε.Π. στην ως άνω βαθμίδα, υποψηφιότητα δύνανται να υποβάλλουν και οι Αναπληρωτές Καθηγητές.

Όπως έχει, άλλωστε, συναφώς κριθεί από τη νομολογία (ΣτΕ 520/2015, σκ. 12): «(…) αβάσιμος και απορριπτέος είναι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο αμφισβητείται η συνταγματικότητα του αποκλεισμού του δικαιώματος του εκλέγεσθαι των επίκουρων καθηγητών Α.Ε.Ι. ως εσωτερικών μελών του Συμβουλίου του οικείου ιδρύματος, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, τα Α.Ε.Ι. είναι οργανισμοί, προεχόντως, ιδρυματικού και όχι σωματειακού χαρακτήρα καθώς και του ότι το Σύνταγμα δεν επιβάλλει το ίδιο την συγκεκριμένη ιδιότητα που πρέπει να έχουν τα μέλη των οργάνων των Α.Ε.Ι. Κατά συνέπεια, απόκειται στην ευχέρεια του νομοθέτη να ορίσει ότι τα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου θα προ- έρχονται από τους Καθηγητές και τους Αναπληρωτές Καθηγητές του οικεί- ου ιδρύματος, οι οποίοι εκλέγονται ως μόνιμοι και όχι από τους επίκουρους καθηγητές, οι οποίοι εκλέγονται με τετραετή θητεία (…) σε συνδυασμό και με την ρύθμιση του άρθρου 8, παρ. 4, περίπτ. α ́, του Ν. 4009/2011, η οποία, ορίζοντας ότι «δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιοι [ως εσωτερικά μέλη] καθηγητές οι οποίοι αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από τη λήξη της τετραετούς θητείας», αποσκοπεί, προδήλως, στην σταθερότητα της συνθέσεως του οργάνου και στην συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία του καθ’ όλη την διάρκεια της τετραετούς θητείας του (…).».

δ. Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 8 παρατίθενται οι ιδιότητες οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την ιδιότητα του εσωτερικού μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης. Πρόκειται, ειδικότερα, για τις θέσεις του Αντιπρύτανη, του Κοσμήτορα, του Προέδρου Τμήματος και του Διευθυντή Τομέα. Με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι «[κ]ατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατοχή της θέσης Διευθυντή Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών, Ξενόγλωσσου Προγράμματος Σπουδών, Πανεπιστημιακού Εργαστηρίου, Πανεπιστημιακής Κλινικής, Πανεπιστημιακού Μουσείου και Ερευνητικού Ινστιτούτου». Στον βαθμό που οι ιδιότητες οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με τη θέση εσωτερικού μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης παρατίθενται στο πρώτο εδάφιο της οικείας παραγράφου, η φράση «κατ’ εξαίρεση» του δεύτερου εδαφίου δημιουργεί μάλλον σύγχυση. Για τη μεγαλύτερη νοηματική σαφήνεια του άρθρου, ενδεχομένως θα πρέπει να διευκρινισθεί η εξαίρεση που εισάγεται με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 ή να απαλειφθεί η φράση «κατ’ εξαίρεση».

ε. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 8, τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης απαιτείται να διαθέτουν, ως ελάχιστο τυπικό προσόν, πτυχίο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και αυξημένα τυπικά προσόντα, τα οποία όμως δεν προσδιορίζονται περαιτέρω στο παρόν νομοσχέδιο. Κατά τη διατύπωση της διάταξης, τα εξωτερικά μέλη μπορεί να είναι Καθηγητές πανεπιστημίων της αλλοδαπής, αλλά και φυσικά πρόσωπα με ευρεία αναγνώριση ή συμβολή στον πολιτισμό, τις τέχνες, τα γράμματα ή τις επιστήμες, την οικονομία ή την κοινωνία, καθώς και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών ή κοινωνικών εταίρων.

Παρατηρείται, συναφώς, ότι με διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου ανατίθενται στο Συμβούλιο Διοίκησης καθήκοντα που περιέχουν τη διατύπωση ακαδημαϊκής κρίσης, χωρίς να διασφαλίζεται ότι τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης θα διαθέτουν οπωσδήποτε τα απαραίτητα ακαδημαϊκά προσόντα. Ενδεικτικά, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης ελέγχουν τα εγκεκριμένα Μητρώα Γνωστικών Αντικειμένων και τα Μητρώα Εσωτερικών και Εξωτερικών Εκλεκτόρων, και δύνανται να τα αναπέμψουν (άρθρο 14 παρ. 1 κδ ́). Επίσης, καλούνται να αξιολογήσουν τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά προσόντα των υποψηφίων για τις θέσεις του Πρύτανη και των Αντιπρυτάνεων (άρθρο 11 παρ. 6), καθώς και τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά προσόντα των υποψηφίων για τις θέσεις των Κοσμητόρων που προτείνονται από συγκροτούμενη προς τούτο επιτροπή (άρθρο 24 παρ. 7). Περαιτέρω, προβαίνουν σε έλεγχο νομιμότητας της διαδικασίας επιλογής ή εξέλιξης μελών Δ.Ε.Π. στην οποία περιλαμβάνεται ο έλεγχος της αιτιολογίας ως προς την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων (άρθρο 150 παρ.1).
Υπό την ανωτέρω έννοια, και μολονότι ο διαχωρισμός των διοικητικών λειτουργιών των Α.Ε.Ι. σε διοίκηση ακαδημαϊκών υποθέσεων και σε διοίκηση διοικητικών υποθέσεων είναι δυσδιάκριτος, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται πλήρης διαχωρισμός τους (Π. Μαντζούφας, Ακαδημαϊκή ελευθερία. Οργανωτική και διαδικαστική θεώρηση, το συνταγματικό πλαίσιο της εξέλιξης των πανεπιστημιακών, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 248), παρατηρείται ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης δεν μπορούν να κριθούν στην ολότητά τους ως αμιγώς διοικητικές, καθώς άπτο- νται ζητημάτων που αφορούν την επιστημονική, ερευνητική και εκπαιδευτική λειτουργία του οικείου Α.Ε.Ι.

Κατόπιν τούτων, τίθεται το ερώτημα αν είναι δόκιμη η άσκηση αρμοδιοτήτων ακαδημαϊκής φύσεως, που περιλαμβάνουν τη διατύπωση επιστημονικής/ακαδημαϊκής κρίσης, από συλλογικό όργανο που συγκροτείται από εσωτερικά και εξωτερικά μέλη, σε περίπτωση κατά την οποία τα εξωτερικά δεν διαθέτουν την ακαδημαϊκή ιδιότητα.

Διαδικασία μεταβολών των ακαδημαϊκών μονάδων

3. Επί του άρθρου 21
Διά του άρθρου 21 ορίζεται η διαδικασία μεταβολών των ακαδημαϊκών μονάδων του Α.Ε.Ι. επιπέδου Σχολής ή Τμήματος, καθώς και η διαδικασία ίδρυσης, συγχώνευσης, κατάτμησης, μετονομασίας ή κατάργησης Τομέα (παρ. 1-5). Παρατηρείται ότι η παρ. 6 του άρθρου 21, με την οποία καθορίζεται η διαδικασία τοποθέτησης και μετακίνησης των μελών Δ.Ε.Π., Ε.Ε.Π., Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π., δεν εντάσσεται νοηματικά στο πεδίο ρύθμισης του οικείου άρθρου, το οποίο αφορά τις διαδικασίες ίδρυσης, κατάργησης και μεταβολών των ακαδημαϊκών μονάδων.

Σύνθεση της Κοσμητείας

4. Επί του άρθρου 23

Με το άρθρο 23 ορίζεται η σύνθεση της Κοσμητείας των Σχολών, η οποία αποτελείται από: «α) τον Κοσμήτορα της Σχολής, β) τους Προέδρους των Τμημάτων της Σχολής, γ) έναν (1) εκπρόσωπο από κάθε κατηγορία μελών Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.), Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) και Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.), εφόσον υπηρετούν στα Τμήματα της Σχολής μέλη των εν λόγω κατηγοριών προσωπικού, και δ) τους εκπροσώπους των φοιτητών των Τμημάτων της Σχολής σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των μελών της Κοσμητείας των περ. α) και β), οι οποίοι αναδεικνύονται μεταξύ των εκπροσώπων των φοιτητών στις Συνελεύσεις των Τμημάτων». Δεδομένου ότι ο αριθμός των εκπροσώπων των φοιτητών προκύπτει με υπολογισμό του ποσοστού 10% επί των μελών της Κοσμητείας των περ. α ́ και β ́, δηλαδή του Κοσμήτορα και των Προέδρων των Τμημάτων, είναι εύλογο ότι στις περιπτώσεις στις οποίες το πλήθος των Τμημάτων που συγκροτούν μια Σχολή είναι ευάριθμο, αντιστοίχως και ο αριθμός των εκπροσώπων των φοιτητών που προκύπτει θα υπολείπεται της μονάδας.

Κρίνεται, συνεπώς, σκόπιμο να διευκρινισθεί ο τρόπος εφαρμογής του μέτρου εκπροσώπησης των φοιτητών, όπως γίνεται σε αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος, όπου ενδέχεται να προκύπτει αριθμός μικρότερος της μονάδας (βλ. ενδεικτικά, άρθρο 29 παρ. 1, όπου ορίζεται η συμμετοχή των φοιτητών στη σύνθεση της Συνέλευσης Τμήματος «με ελάχιστη εκπροσώπηση ενός (1) φοιτητή ανά κύκλο σπουδών, εφόσον το Τμήμα οργανώνει προγράμματα σπουδών και για τους τρεις κύκλους»)

Επιλ0γή  Κοσμήτορα

5. Επί του άρθρου 24

Το άρθρο 24 παρ. 7 δεύτερο εδάφ. ορίζει την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται προκειμένου να επιλεγεί ο Κοσμήτορας της Σχολής από τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης. Ειδικότερα, ορίζεται ότι «Μετά από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με απόφαση του Σ.Δ., που λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία και πλειοψηφία οκτώ ενδεκάτων (8/11) εκλέγεται ο Κοσμήτορας μεταξύ των τριών (3) υποψηφίων. Αν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, η διαδικασία επαναλαμβάνεται, οπότε απαιτείται η πλειοψηφία επτά ενδεκάτων (7/11).

Αν δεν επιτευχθεί ούτε η πλειοψηφία των επτά ενδεκάτων (7/11), η διαδικασία επαναλαμβάνεται, οπότε απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών».

Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινισθεί η ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση κατά την οποία ούτε με την δεύτερη επανάληψη της διαδικασίας, δηλαδή την τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία, επι- τυγχάνεται η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών.

Επιλογή εκπροσώπων των φοιτητών στη Γενική Συνέλευση

6. Επί των άρθρων 42-43

Με το άρθρο 42 οργανώνεται η επιλογή εκπροσώπων των φοιτητών στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος και της Κοσμητείας των Σχολών των ΑΕΙ. Η επιλογή γίνεται με ηλεκτρονική ψηφοφορία και χρήση ενιαίου ψηφοδελτίου ανά κύκλο σπουδών. Με τον τρόπο αυτόν, ο φοιτητής επιλέγει μεμονωμένα πρόσωπα τα οποία εντάσσονται στο ενιαίο ψηφοδέλτιο. Κάθε φοιτητής δύναται να επιλέξει έως δύο υποψηφίους από τους φοιτητές του πρώτου κύ- κλου και έναν υποψήφιο για τον δεύτερο και για τον τρίτο κύκλο σπουδών. Περαιτέρω, με το άρθρο 43 συνιστάται Συμβούλιο Φοιτητών για κάθε ΑΕΙ, το οποίο αποτελείται από τους εκπροσώπους των φοιτητών στις Κοσμητείες του οικείου ΑΕΙ. Επ’ αυτών, παρατηρούνται τα ακόλουθα:

α. Κατά το άρθρο 42 αναγνωρίζεται δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές σε όσους φοιτητές δεν έχουν υπερβεί την ανώτατη διάρκεια φοίτησης. Ειδικώς για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές, το εν λόγω δικαίωμα έχουν όσοι δεν έ- χουν υπερβεί την ελάχιστη διάρκεια του προγράμματος, και, ως προς τους υποψήφιους διδάκτορες, όσοι δεν έχουν συμπληρώσει τρία έτη.
Όμως, γεν- νάται προβληματισμός αν ο αποκλεισμός των υπόλοιπων φοιτητών, ενόσω διατηρούν τη φοιτητική ιδιότητα, είναι σύμφωνος με τις αρχές της αυτοδιοικήσεως των ΑΕΙ και της αρχής της ισότητας.

Σημειώνεται περαιτέρω, ότι η προτεινόμενη ρύθμιση ενδέχεται να δημιουργήσει και πρακτικά ζητήματα, στις περιπτώσεις στις οποίες η απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας επέρχεται με την έκδοση πράξης διαγραφής (άρθρο 76 παρ. 1).

β. Η διαδικασία ανάδειξης των εκπροσώπων των φοιτητών στα όργανα δι- οίκησης διέπεται από την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Σε αυτό το πλαίσιο έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια επιλογής, με κριτήριο τη διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής συμμετοχής και αντιπροσωπευτικότητας. Μεταξύ άλλων, ο νομοθέτης δύναται να αναθέτει την οικεία αρμοδιότητα στους φοιτητικούς συλλόγους ή να ορίζει «στα πλαίσια λειτουργίας του συλλόγου ειδική διαδικασία αναδείξεως εκπροσώπων ευθέως από τους φοιτητές» (ΟλΣτΕ 1853/1990). Με την εν λόγω απόφαση, κρίθηκε συνταγματική η ρύθμιση του ν. 1566/1985 με την οποία η ανάδειξη των εκπροσώπων των φοι- τητών γινόταν από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου φοιτητικού συλλόγου (νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου ή ενώσεως προσώπων) με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το διοικητικό συμβούλιο συνεκροτείτο βάσει του αριθμού των ψήφων που συγκέντρωνε κάθε ψηφοδέλτιο. Κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο εν λόγω τρόπος εκπροσώπησης ήταν σύμφωνος με το Σύνταγμα, «γιατί με την προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη του νόμου αναλογική εκπροσώπηση όλων των φοιτητικών παρατάξεων, βά- σει του αριθμού των ψήφων που είχε λάβει κάθε μία από αυτές, επιτυγχάνεται η ευρύτερη δυνατή συμμετοχή και σύμπραξη των φοιτητών στη δι- οίκηση και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων».

Περαιτέρω, προβληματισμός μπορεί να δημιουργηθεί εκ του περιορισμού του αριθμού των προτιμήσεων των φοιτητών στο ενιαίο ψηφοδέλτιο σε βαθμό που υπολείπεται του αριθμού των εκπροσώπων των φοιτητών, δοθέντος ότι, κατά τούτο, περιορίζεται η ισχύς της ψήφου και συνακόλουθα της αντιπροσωπευτικότητας του εκλογικού αποτελέσματος.

γ. Το Συμβούλιο Φοιτητών συγκροτείται, κατά τον νόμο, ως διοικητικό όργανο, στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Όμως, οι αρμοδιότητες που του αναθέτει ο νόμος εκτείνονται πέραν της συμμετοχής στη διοίκηση των ΑΕΙ, και ομοιάζουν με δραστηριότητες που εντάσσονται κατεξοχήν στη σφαίρα δράσης των φοιτητικών συλλόγων. Ειδικότερα, το Συμβούλιο των Φοιτητών «εκπροσωπεί τους φοιτητές» και λειτουργεί ως «σύνδεσμος επικοινωνίας» με τα όργανα διοίκησης, εισηγείται θέματα σχετικά με τη φοιτητική μέριμνα και συνεργάζεται για την «εξυπηρέτηση των συμφερόντων των φοιτητών». Κατά τούτο, τίθεται το ερώτημα αν επέρχεται ανεπίτρεπτη υπο- κατάσταση διοικητικού οργάνου στη σφαίρα δράσης των φοιτητικών συλλό- γων, θεσμού που ορίζεται στο Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 5) και έχει χαρακτη- ριστικά ελεύθερης και συλλογικής δράσης.

Σημειωτέον, περαιτέρω, ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι αποτελούν ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και εγγύηση αποτελεσματικής άσκησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας των φοιτητών (βλ., ενδεικτικώς, Πρ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τρίτη έκδοση, 2010, σελ. 811).

Η οργάνωσή τους υπόκειται σε ειδικότερες δεσμεύσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των φοιτητών και η αντιπροσωπευτικότητα στην επιλογή των εκπροσώπων τους (π.χ., με την οργάνωση ενός μόνο φοι- τητικού συλλόγου σε περίπτωση που αυτός υποδεικνύει τους εκπροσώπους στα όργανα διοίκησης, ΟλΣτΕ 1853/1990).

Εξ αποστάσεως εκπαίδευση

7. Επί του άρθρου 67

Με το προτεινόμενο άρθρο ρυθμίζονται εξαιρετικώς και αποκλειστικώς οι περιπτώσεις εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Τίθεται το ερώτημα αν η αυστηρή οριοθέτηση που επιφέρει ο νόμος, αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία, π.χ., αποκλείοντας τη δυνητική διαδικτυακή οργάνωση επιπρόσθετων ασκήσεων κατά την έννοια του άρθρου 64 παρ. 3, εδ. (γ).

Επίβλεψη  διπλωματικών εργασιών

8. Επί του άρθρου 83

Με το προτεινόμενο άρθρο, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι δικαίωμα επίβλεψης διπλωματικών εργασιών έχουν μόνο οι διδάσκοντες του οικείου προ- γράμματος μεταπτυχιακών σπουδών. Δεν είναι, όμως, ευνόητο γιατί αποκλείονται τα υπόλοιπα μέλη Δ.Ε.Π. του οικείου Τμήματος.

Περαιτέρω, η ρύθμιση δεν προβλέπει την ανάθεση διδακτικού έργου σε ακαδημαϊκούς υποτρόφους, όπως ισχύει σήμερα.

 9. Επί του άρθρου 113

Στην παράγραφο 4, η φράση «πλην της υποχρέωσης ενημέρωσης του πληροφοριακού συστήματος του άρθρου 62» πρέπει να αντικατασταθεί από τη φράση «πλην της υποχρέωσης ενημέρωσης του πληροφοριακού συστήματος του άρθρου 61».

Εκλογή και εξέλιξη σε θέση μέλους Δ.Ε.Π.

10. Επί του άρθρου 143

Με το προτεινόμενο άρθρο, για την εκλογή και εξέλιξη σε θέση μέλους Δ.Ε.Π. απαιτούνται, μεταξύ άλλων, πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, τόμους και πρακτικά, τα οποία λειτουργούν με σύστημα κριτών. Περαιτέρω, συνεκτιμώνται ιδιαιτέρως, μεταξύ άλλων, η κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η συμμετοχή στην ίδρυση εταιρειών τεχνοβλαστών και η προσέλκυση χρηματοδοτήσεων.

Το σύστημα κριτών αποτελεί, κατά τεκμήριο, στοιχείο διασφάλισης της ποιότητας των κειμένων που δημοσιεύονται και της αντικειμενικότητας της διαδικασίας επιλογής. Όμως, σε πλείστους κλάδους της επιστήμης, δεν εί- ναι συνήθης η λειτουργία συστήματος κριτών. Περαιτέρω, η θέση του οικείου κριτηρίου ως προϋπόθεσης εκλογής θα δημιουργήσει, οπωσδήποτε, ερμηνευτικά ζητήματα. Εξ άλλου, η κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και η ίδρυση εταιρειών τεχνοβλαστών προσιδιάζει σε ειδικούς γνωστικούς κλάδους, και, ευνοήτως, δεν προσφέρεται ως γενικό κριτήριο αξιολόγησης. Ειδικώς η συμμετοχή σε ίδρυση εταιρείας, πράξη δηλαδή επιχειρηματικής δραστηριότητας και ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου, είναι λίαν αμφίβολο αν αποτελεί θεμιτό κριτήριο επιλογής μέλους διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, δηλαδή διαδικασίας που διέπεται από τη συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας και οφείλει να συνάδει με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ανάλογες σκέψεις μπορούν να διατυπωθούν και ως προς την προ- σέλκυση χρηματοδοτήσεων.

Συναφείς προβληματισμοί μπορούν να εγερθούν και για το κριτήριο της ανάληψης επιστημονικής ευθύνης κατά την έννοια του άρθρου 234, το οποίο συνεκτιμάται ιδιαιτέρως για την εξέλιξη των μελών ΔΕΠ. Όπως προκύπτει από την οικεία διάταξη, πρόκειται για δραστηριότητα διαχείρισης πληρω- μών, στο πλαίσιο της οποίας ο «επιστημονικός υπεύθυνος» ευθύνεται για την υλοποίηση και πιστοποίηση του έργου, την επιλεξιμότητα των δαπανών και την παρακολούθηση του οικονομικού αντικειμένου του.

Τέλος, δοθέντος ότι, κατά την παρ. 5 του άρθρου, «ικανό μέρος του έργου των υποψηφίων πρέπει να έχει συντελεστεί κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη πριν από την υποβολή της αίτησης για εκλογή», δεν είναι σαφές γιατί «για την κρίση του υποψηφίου λαμβάνονται ιδίως υπόψη το έργο και η δραστηριότητά του μετά από την προηγούμενη εκλογή ή εξέλιξή του».

Αντιθέτως, κατά την αρχή της αξιοκρατίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική επιστημονική προσφορά και καταξίωση του υποψηφίου.

Μάλιστα, αυτός ο περιορισμός δεν ισχύει για τους τυχόν συνυποψηφίους για την ίδια θέση, και, επομένως, τίθεται ζήτημα ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων.

Εκλέκτορες

11. Επί του άρθρου 145

Στην παράγραφο 2 του προτεινόμενου άρθρου ορίζεται ότι ως εκλέκτορες ιδίου αντικειμένου εντάσσονται και μέλη ΔΕΠ με δημοσιευμένο έργο στο οι- κείο αντικείμενο, το οποίο αφορά κατ’ ελάχιστον στο 50% του συνολικού τους έργου. Επισημαίνεται ότι η χρήση συγκεκριμένου αριθμητικού ποσοστού (έναντι, π.χ., του όρου «ικανού ποσοστού») δυσχεραίνει την εφαρμογή της διάταξης και, ενδεχομένως, υπερακοντίζει τον σκοπό της, ιδίως σε σχέ- ση με μέλη ΔΕΠ που διαθέτουν ογκώδες έργο.

Αντιστοίχως, γεννάται προβληματισμός σχετικά με τον περιορισμό της δυνατότητας ένταξης σε περισσότερα των δύο γνωστικών αντικειμένων «ως ιδίου γνωστικού αντικειμένου» (παρ. 2 εδάφιο β ́). Τα οικεία ζητήματα είναι εν πολλοίς τεχνικά, παραλλάσσουν ανά γνωστικό κλάδο, και πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της διασταύρωσης των γνωστικών αντικειμένων, διά της οποίας συγκροτείται η ενότητα του γνωστικού πεδίου.

Συγκρότηση   εκλεκτορικού σώματος

12. Επί του άρθρου 146

Η αποκλειστική προθεσμία συγκρότησης του εκλεκτορικού σώματος εντός επτά ημερών από την έκδοση της προκήρυξης, αν και αποσκοπεί στην επιτάχυνση της διαδικασίας, ενδεχομένως να δημιουργήσει προβλήματα εφαρμογής αν, π.χ., επίκειται αφυπηρέτηση μελών ΔΕΠ.

13. Επί του άρθρου 147

Στην παρ. 3 του άρθρου 147 ορίζεται ότι και τα τρία μέλη της Εισηγητικής Επιτροπής σε διαδικασία εκλογής και εξέλιξης οφείλουν να έχουν το ίδιο γνωστικό αντικείμενο με τη θέση που έχει προκηρυχθεί.

Όμως, υπό το φως της διασταύρωσης των γνωστικών αντικειμένων, δεν είναι σαφές γιατί αποκλείονται μέλη του εκλεκτορικού σώματος που έχουν συναφές αντικείμενο.

Θα ήταν ίσως προσφορότερο ο περιορισμός του νόμου να αφορούσε σε δύο από τα τρία μέλη.

14. Επί του άρθρου 148

Με το προτεινόμενο άρθρο τάσσεται γενική προθεσμία ενός έτους από την έκδοση της απόφασης κατανομής θέσεων έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκλογής, άπρακτη παρέλευση της οποίας οδηγεί, εφόσον πρόκειται για εκλογή σε νέα θέση, σε ματαίωση της διαδικασίας και κατάργηση της θέσης.

Όμως, ενώ ο σκοπός της διάταξης είναι η επιτάχυνση των οικείων διαδικασιών, που είναι, συνήθως, χρονοβόρες, οι συνέπειες της τυχόν καθυστέρησης πλήττουν τρίτα πρόσωπα, και δη τους υποψηφίους.

Εκλογή και εξέλιξη  των Ερευνητών

15. Επί του άρθρου 166

Το άρθρο 166 παρ. 2 αναφέρει ότι «(…) Η διαδικασία εκλογής και εξέλιξης των Ερευνητών γίνεται με βάση τα προσόντα των υποψηφίων, όπως προσδιορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 18 ανάλογα με τη βαθμίδα στην οποία γίνεται η εκλογή ή η εξέλιξη, το γνωστικό αντικείμενο της θέσης και τις ερευνητικές ανάγκες του ερευνητικού ινστιτούτου, όπως τα προσόντα αυτά εξειδικεύονται στον εσωτερικό κανονισμό του».

Για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας, μετά τη φράση «στην παρ. 2 του άρθρου 18» θα μπορούσε να συμπληρωθεί ο αριθμός του νόμου στο οποίο παραπέμπει η διάταξη.

Πειθαρχικά παραπτώματα

16. Επί του άρθρου 197

Με το άρθρο 197 ορίζονται τα πειθαρχικά παραπτώματα των φοιτητών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου σπουδών. Σύμφωνα με την παρ. 2, περίπτωση θ ́, πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά «η τέλεση οποιουδήποτε πλημ- μελήματος ή κακουργήματος εφόσον συνδέεται με τη φοιτητική ιδιότητα».

Όπως έχει επισημανθεί στην από 8 Φεβρουαρίου 2021 Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων επί του νομοσχεδίου «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (νόμος 4777/2021), «[η] έννοια της συνδέσεως με τη φοιτητική ιδιότητα ενέχει ασάφεια και, επειδή πρόκειται για νομοθετικό ορισμό πειθαρχικού παρπτώματος, ενδεχομένως θα ενδεικνυόταν ο ακριβέστερος προσδιορισμός της» (παρατ. 3).

17. Επί του άρθρου 225

Στην παράγραφο 4, η φράση «που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Ασφάλειας και Προστασίας» πρέπει να αντικατασταθεί από τη φράση «που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Επιτροπής Ασφάλειας και Προστασίας του άρθρου 15 του ν. 4777/2021».

18. Επί του άρθρου 233

Στην παράγραφο 3 προβλέπεται η δυνατότητα του Προέδρου της Επιτροπής Ερευνών «να εξουσιοδοτεί άλλο μέρος της Επιτροπής, για την υπογραφή των εγγράφων της παρ. 2» (περ. α ́), και «να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων (…) προς τους Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων της Μ.Ο.Δ.Υ.» (περ. β ́).

Επισημαίνεται ότι με το άρθρο 9 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999) ρυθμίζεται, αφενός, η δυνατότητα μεταβίβασης αρμοδιότητας των διοικητικών οργάνων (βλ. αρ. 9 παρ. 2, που ορίζει ότι «Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί, με κανονιστική πράξη του, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του. Στην περίπτωση αυτή, η αρμοδιότητα ασκείται αποκλειστικά από το όργανο στο οποίο μεταβιβάστηκε, εκτός αν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι, παράλληλα, μπορεί να ασκείται και από το όργανο που τη μεταβίβασε»), αφετέρου, η δυνατότητα εξουσιοδότησης υπογραφής (βλ. αρ. 9 παρ. 3: «Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης, με κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του»).

Υπό το φως των ανωτέρω, θα ήταν σκόπιμο να διευκρινισθεί αν η διατύπωση «μεταβιβάζει την αρμοδιότητα υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων» αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή στην παράγραφο 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

19. Επί του άρθρου 235

Στην περίπτωση στ ́ της παραγράφου 2 η φράση «σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. ν.δ. 365/1974, Α ́ 90)» πρέπει να αντικατασταθεί από τη φράση «σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, Α ́ 90)».

Επιλογή  προσωπικού σε έργα και προγράμματα των Ε.Λ.Κ.Ε.

20. Επί του άρθρου 243

Στην παράγραφο 7 του άρθρου 243 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι η διαδικασία επιλογής προσωπικού σε έργα και προγράμματα των Ε.Λ.Κ.Ε. των Α.Ε.Ι. ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του, και εξαιρείται, μεταξύ άλλων, από το π.δ. 164/2004.

Δεδομένου ότι με το π.δ. 164/2004 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, «σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP», η εξαίρεση από το π.δ. 164/2004 δεν μπορεί να αφορά τις σχετικές διατάξεις ενσωμάτωσης της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.

Εταιρείες αξιοποίησης και διαχείρισης περιουσίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων

21. Επί του άρθρου 244

Στην παράγραφο 1, η φράση «που δεν εμπίπτει στις περ. α) και β) της παρ. 3 του άρθρου 243» ενδείκνυται να αντικατασταθεί από τη φράση «που δεν εμπίπτει στις περ. α) και β) της παρ. 1 του άρθρου 243».

22. Επί του άρθρου 263

Με το άρθρο 263 ορίζεται ότι οι Εταιρείες αξιοποίησης και διαχείρισης περιουσίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από πέντε (5) έως εννέα (9) μέλη, προ- βλέπεται ο τρόπος συγκρότησής του, όπως τα σχετικά κωλύματα και ασυμ- βίβαστα κ.λπ.

Παρατηρείται ότι απουσιάζει ρύθμιση ως προς τη θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (σύμφωνα με την περίπτωση στ ́ του άρθρου 58 του ν. 4009/2011, το οποίο καταργείται με το άρθρο 460 του νομοσχεδίου, η θητεία είναι τριετής).

Επιτροπές  Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας (Ε.Η.Δ.Ε.)

23. Επί του άρθρου 278

Με το άρθρο 278 ορίζονται οι κανόνες συγκρότησης των Επιτροπών Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας (Ε.Η.Δ.Ε.) που συνιστώνται σε κάθε Α.Ε.Ι., ο τρόπος επιλογής των μελών τους, η θητεία τους κ.λπ. Στην περίπτωση β ́ της παραγράφου 2 ορίζεται ότι «η Επιτροπή Ερευνών του Α.Ε.Ι. ή το Διοικητικό Συμβούλιο του ερευνητικού φορέα αξιολογεί τις υποψηφιότητες και αποφασίζει για τη σύνθεση της Ε.Η.Δ.Ε.».

Δοθέντος ότι, στο Διοικητικό Δίκαιο, ως σύνθεση διοικητικού οργάνου νοείται η συμμετοχή των τακτικών ή αναπληρωματικών μελών σε συγκεκριμένη συνεδρίασή του, η φράση «αποφασίζει για τη σύνθεση της Ε.Η.Δ.Ε.» θα ήταν σκόπιμο να αντικατασταθεί από τη φράση «αποφασίζει για τα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Ε.Η.Δ.Ε.».

ΔΟΑΤΑΠ

24. Επί του άρθρου 298

Στην περίπτωση γ ́ της παραγράφου 2 η φράση «σύμφωνα με το άρθρο 293» ενδείκνυται να αντικατασταθεί από τη φράση «σύμφωνα με το άρθρο 304».

25. Επί του άρθρου 301

Στο έκτο εδάφιο της παραγράφου 2 προβλέπεται ότι για την επιλογή και τον διορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) «ακολουθείται η διαδικασία του ν. 4735/2020».

Δοθέντος ότι ο ν. 4735/2020 περιέχει οκτώ Κεφάλαια που ρυθμίζουν διάφορα ζητήματα, θα ήταν σκόπιμη, για την πληρότητα της παραπομπής, η αντικατάσταση της φράσης «ακολουθείται η διαδικασία του ν. 4735/2020» α- πό τη φράση «ακολουθείται η διαδικασία του Κεφαλαίου Β ́ του ν. 4735/2020».

26. Επί του άρθρου 310

Με το άρθρο 310 του νομοσχεδίου ρυθμίζεται η διαδικασία αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης της αλλοδαπής.

α. Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι «[α]ν υπάρχει προηγούμενο αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης όμοιων τίτλων, ο φάκελος εισάγεται στον Πρόεδρο, ο οποίος είναι αρμόδιος να εκδώσει τη σχετική απόφαση αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης».

Οίκοθεν νοείται ότι της έκδοσης απόφασης αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης και της υπαγωγής στην έννοια των «όμοιων τίτλων», προηγείται έλεγχος ως προς το αν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων επήλθε σε προγενέστερο χρόνο η αναγνώριση, παραμένουν οι ίδιες, ή αν, εν τω μεταξύ, έχουν επέλθει αλλαγές, επί παραδείγματι, στη διάρκεια σπουδών κ.λπ.

Προς αποφυγή αμφισβητήσεων, σκόπιμη θα ήταν σχετική διευκρίνιση.

β. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 ορίζεται ότι ως προς τα προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενο αναγνώρισης ή μη αναγνώρισης όμοιων τίτλων, «ο Πρόεδρος δύναται να αναθέτει τον φάκελο κάθε αιτούντος σε έναν (1) αξιολογητή (…) από τον κατάλογο του Εθνικού Μητρώου Αξιολογητών, ο οποίος οφείλει, εντός προθεσμίας δέκα πέντε ημερών, να υποβάλει στον Πρόεδρο γραπτή εισήγηση».

Τίθεται, εν προκειμένω, το ερώτημα βάσει ποιων κριτηρίων ασκείται η ως άνω διακριτική ευχέρεια του Προέδρου να αναθέτει ή να μην αναθέτει τον φάκελο σε αξιολογητή. Προς αποφυγή αμφισβητήσεων, σκόπιμη θα ήταν σχετική διευκρίνιση

27. Επί του άρθρου 311

Στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 311 του νομοσχεδίου ορίζονται τα εξής: «1. Ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. κατά τη διαδικασία αναγνώρισης ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών πρώτου κύκλου, πλην τίτλων ιατρικής και οδοντιατρικής που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, κατόπιν εξέτασης του φακέλου και της αίτησης του ενδιαφερόμενου, μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση για αντισταθμιστικά μέτρα που περιλαμβάνουν γραπτή δοκιμασία ή πρακτική άσκηση ή συνδυασμό αυτών, σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.

2. Ο Πρόεδρος του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. κατόπιν εξέτασης του φακέλου και της αίτησης, μπορεί να εκδώσει απόφαση για αντισταθμιστικά μέτρα, εφόσον από την εξέταση της αίτησης και του φακέλου προκύπτουν ουσιώδεις διαφορές μετα- ξύ του προγράμματος σπουδών που παρακολούθησε ο αιτών και του προγράμματος σπουδών συγκρίσιμου τίτλου σπουδών Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) της ημεδαπής».

Επισημαίνεται, ως προς την παράγραφο 1, ότι δεν ορίζεται ποιο όργανο του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. εκδίδει τη σχετική απόφαση.

Εκκλησιαστικά θέματα

28. Επί των άρθρων 330 παρ. 6, 331 παρ. 5 και 332 παρ. 4

Με τις διατάξεις των άρθρων 330 παρ. 6, 331 παρ. 5 και 332 παρ. 4 θεσπίζεται διάταξη σύμφωνα με την οποία «Εκλογείς, εκλόγιμοι ή διοριστέοι σε θέσεις Ηγουμένων και μελών Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Μονών επι- τρέπεται να είναι μόνον ημεδαποί», «Εκλογείς, εκλόγιμοι ή διοριστέοι στη θέση του Ηγουμένου και των μελών της Γεροντικής Σύναξης επιτρέπεται να είναι μόνον ημεδαποί» και «Εκλογείς, εκλόγιμοι ή διοριστέοι σε θέσεις Ηγουμένων και μελών Ηγουμενοσυμβουλίων των Ιερών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών επιτρέπεται να είναι μόνον ημεδαποί», αντίστοιχα. Στο άρθρο 323 του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι «Εκλόγιμοι για τη θέση Μητροπολίτη είναι όσοι διαθέτουν σωρευτικά τα κάτωθι: […] β) είναι Έλλη- νες πολίτες ή πολίτες άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή ομογενείς […]». Προβληματισμός γεννάται κατά πόσον η χρήση του όρου «ημεδαποί» στα υπό σχολιασμό άρθρα είναι δόκιμη ή, σε κάθε περίπτωση, ε- παρκώς σαφής, ιδίως υπό το πρίσμα της χρήσης των όρων «Έλληνες πολί- τες ή πολίτες άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. ή ομογενείς» στο σχετικό χωρίο περί εκλογιμότητας του άρθρου 323.

ΙΕΚ
29. Επί του άρθρου 360

Σύμφωνα με το άρθρο 360, «Μετά την παρ. 15 του άρθρου 169 του ν. 4763/2020 (Α ́254), προστίθεται παρ. 15Α ως εξής: «15Α. Απόφοιτοι ειδικοτήτων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) που ολοκλήρωσαν επαγγελματική κατάρτιση του ν. 2009/1992 (Α ́ 18), καθώς και απόφοιτοι ειδικοτήτων Ι.Ε.Κ. που ολοκλήρωσαν επαγγελματική κατάρτιση του ν. 4186/2013 (Α ́ 193), συμμετέχουν σε εξετάσεις πιστοποίησης με τους καταλόγους ερωτήσεων που ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, ήτοι την 20η Δεκεμβρίου 2020, έως την 31η Δεκεμβρίου 2023».

Προς αποφυγή ενδεχόμενης σύγχυσης από την διαδοχική αναφορά δύο ημερομηνιών εντός της ίδιας φράσης, σκόπιμη θα ήταν η αναδιατύπωσή της ως εξής:

«15Α. Απόφοιτοι ειδικοτήτων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) που ολοκλήρωσαν επαγγελματική κατάρτιση του ν. 2009/1992 (Α ́ 18), καθώς και απόφοιτοι ειδικοτήτων Ι.Ε.Κ. που ολοκλήρωσαν επαγγελματική κατάρτιση του ν. 4186/2013 (Α ́ 193), συμμετέχουν, έως την 31η Δεκεμβρίου 2023, σε εξετάσεις πιστοποίησης με τους καταλόγους ερωτήσεων που ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, ήτοι την 20η Δεκεμβρίου 2020.»

ΙΝΕΔΙΒΙΜ
30. Επί του άρθρου 365 παρ. 3

Σύμφωνα με το άρθρο 365 παρ. 3, «Η παρ. 13 του άρθρου 4 του ν. 4115/2013, περί της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων του Δ.Σ. του ΙΝΕΔΙΒΙΜ, αντικαθίσταται ως εξής: «13. Το Δ.Σ. μπορεί με απόφασή του να μεταβιβάζει αρμοδιότητές του στον Πρόεδρό του, καθώς και να εγκρίνει τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων του Προέδρου από τον ίδιο στον Αντιπρόεδρο, σε άλλα μέλη του Δ.Σ. ή σε υπαλλήλους του ΙΝΕΔΙΒΙΜ που κατέχουν θέση ευθύνης. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος ή το μέλος του Δ.Σ. δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, όταν πρόκειται για τη λήψη απόφασης που αφορά στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σ’ αυτούς». Προβληματισμός γεννάται ως προς την αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος ψήφου του Προέδρου, Αντιπροέδρου ή του μέ- λους του Δ.Σ., όταν πρόκειται για τη λήψη απόφασης που αφορά στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε αυτούς.

Δεδομένου ότι η ενάσκηση του δικαιώματος της ψήφου συμπεριλαμβάνεται στην αποστολή διοίκησης του Ιδρύματος που έχει ανατεθεί στους Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και μέλη του Δ.Σ. του, δεν προκύπτει, σε επίπεδο δεοντολογίας, προδήλως, γιατί έκαστος εξ αυτών εξαιρείται της ψηφοφορίας επί της προτεινόμενης μεταβίβασης αρμοδιοτή- των σε αυτόν τον ίδιο, στο πλαίσιο της ενάσκησης των καθηκόντων του.

Σχολικοί Μαθητικοί Όμιλοι
31. Επί του άρθρου 371 παρ. 2

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 371 ορίζεται ότι «iii) Στην τρίτη (3η) ζώνη, «Σχολικοί Μαθητικοί Όμιλοι», εντάσσονται, για συνεχόμενο δίωρο καθημερινά, με ενδιάμεσο ολιγόλεπτο διάλειμμα, οι σχολικοί μαθητικοί όμιλοι, στο πλαίσιο λειτουργίας των οποίων δύναται να προσφέρεται δράση, δημιουργική απασχόληση, ελεύθερη έκφραση και ψυχαγωγία με αντικείμενα σχετιζόμενα με τον αθλητισμό, τα ομαδικά αθλήματα, τους παραδοσιακούς ή μο- ντέρνους χορούς, τη χοροκινητική έκφραση, τις εικαστικές τέχνες, τις χει- ροτεχνίες και κατασκευές, την εκμάθηση μουσικών οργάνων, την εκπαιδευτική ρομποτική, τα πνευματικά παιχνίδια και παζλ, τα παραδοσιακά παιχνίδια, τις επιστημονικές κατασκευές – πειράματα, τα μαθηματικά παιχνίδια, τη ρητορική τέχνη και δημιουργική γραφή, το ασφαλές και δημιουργικό διαδίκτυο, τη διαπολιτισμική παιδεία, την πολιτειότητα και πολιτότητα, τον εθελοντισμό, την παιδική επιχειρηματικότητα, τη δημιουργία εφημερίδας. Οι σχολικοί μαθητικοί όμιλοι δύνανται, επιπλέον, να δραστηριοποιούνται στην οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, κοινωνικών-βιωματικών και περιβαλλοντικών δράσεων, τη συγκρότηση χορωδίας, θεατρικής ομάδας και μαθητι- κής ορχήστρας». Μεταξύ των δυνητικών αντικειμένων των σχολικών μαθητικών ομίλων συγκαταλέγονται η «πολιτειότητα» και η «πολιτότητα». Λαμβανομένου υπόψη ότι οι όροι αυτοί δεν απαντούν, μέχρι σήμερα, στα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, σκόπιμο θα ήταν να αποδοθούν περιφραστικά.

32. Επί του άρθρου 406

Η εξουσιοδοτική διάταξη με τον τίτλο «Εξουσιοδοτικές διατάξεις Κεφαλαίου ΚΒ ́» φέρει εκ παραδρομής τον αριθμό 410, αντί του ορθού 406.

Ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών

33. Επί του άρθρου 455

Με το άρθρο 455 του νομοσχεδίου τίθενται μεταβατικές ρυθμίσεις ως προς το Κεφάλαιο Β ́ του Μέρους Β ́ του νομοσχεδίου, το οποίο περιέχει ρυθμίσεις όσον αφορά την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής.

α. Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι «[τ]α στοιχεία των καταλόγων των ομοταγών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής και των τίτλων που απονέμουν, οι οποίοι τηρούνται στον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., εντάσσονται αντίστοιχα στο Εθνικό Μητρώο αναγνωρισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής και το Εθνικό Μητρώο τίτλων σπουδών αναγνωρισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής, με απόφαση του Δ.Σ. σύμφωνα με το παρόν».

Τίθεται, εν προκειμένω, το ερώτημα αν η ρύθμιση καταλαμβάνει και τον κατάλογο των αλλοδαπών ιδρυμάτων, τα οποία απονέμουν τίτλους σπουδών που οργανώνονται μέσω συμφωνίας δικαιόχρησης με ιδιωτικούς φορείς στην Ελλάδα.

β. Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι εκκρεμείς αιτήσεις προς τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. εξετάζονται σύμφωνα με τις [νέες] διατάξεις του παρόντος. Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι «[δ]εν δύναται να υποβληθεί αίτηση αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοδυναμίας που απορρέει από τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης εφόσον ο τίτλος αυτός έχει συνεκτιμηθεί για “ι- σοτιμία” ή “ισοτιμία και αντιστοιχία” από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. σύμφωνα με προγενέστερες διατάξεις». Επισημαίνεται ότι δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο αποκλείονται του δικαιώματος αίτησης αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοδυναμίας περιπτώσεις που έχουν κριθεί σύμφωνα με προγενέστερες διατάξεις, πολλώ δε μάλλον, δημιουργείται προβληματισμός ως προς τις περιπτώσεις αιτούντων, οι οποίοι προσέφυγαν δικαστικώς κατά απορριπτικών αποφάσεων του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., και είτε έχουν δικαιωθεί είτε εκκρεμεί η υπόθεσή τους στα Διοικητικά Δικαστήρια.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το