ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΜΕ ΠΟΔΙΑ ξεκινάει τη βόλτα του, από τα δυτικά πέρατα στο βάθος του ορίζοντα, περπατά αργά και με μεγαλοπρέπεια, κάνει την Αστυπαλιά και τα μακρινά καράβια να μετεωρίζονται πάνω απ’ το νερό του Αρχιπελάγους, μουλιάζει ξανά τις μισόστεγνες μπουγάδες, μελώνει τα σύκα, δροσίζει τα απότιστα χώματα και στάζει ίσα-ίσα δυο σταγόνες στις μισοάδειες στέρνες μας, «που ηχούν, που ηχούν και που τις προσκυνούμε».

Είναι η εποχή, που ο αέρας έχει πιει μπόλικο αρμυρό νερό από την εξαερωμένη θάλασσα, έχει χορτάσει τη δίψα του, έχει μπουκώσει και της το επιστρέφει, ξαρμυρισμένο και γλυκόπιοτο.

Είναι η εποχή που οι αέρηδες κόρωσαν το προηγούμενο διάστημα των μελτεμιών, δεν αντιμάχονται πια ούτε την ανάσα ενός μωρού στον ύπνο του, δεν σπρώχνουν ψηλά τα σύννεφα κι αυτά βγάζουν πόδια και περπατούν πάνω στο πέλαγος, που γίνεται λίμνη ακύμαντη για να το περπατήσουν, χώνεται αραιωμένο σα θυμίαμα στις φυλλωσιές των δέντρων, γίνεται Φάτα Μοργκάνα, τρελαίνει τους ναυτικούς και ξελογιάζει τους ποιητές.

Είναι η εποχή, που τα δέντρα προσεύχονται, να τα τύλιγε μόνο ετούτος ο καπνός.

Το σύννεφο, το άπιαστο, το πάναγνο, το αβαρές, το απίθανο γλείφει τις αυλές μας και γλυκαίνει το μέσα μας.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το