Εντοπίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα κύκλωμα παιδικής πορνείας, στην εξάρθρωση του οποίου οι σουηδικές αρχές θα την εμπλέξουν περαιτέρω, θα βρεθεί όμως σε κατάσταση ιδιαίτερης αμηχανίας, όταν ένας μυστηριώδης άντρας με αντίστοιχη δυσμορφία και ασυνήθεις ανατομικές ιδιαιτερότητες, δείχνει να κρύβει μυστικά που αφορούν την ίδια – και το παρελθόν της.
Από τη γνωριμία και την επαφή με τον άντρα αυτόν θα προκύψουν αποκαλύψεις που θα τη φέρουν αντιμέτωπη με αναπάντεχα σκληρά αλλά και κρίσιμα διλήμματα.
Η “προοδευτική”, “ανοιχτή” σουηδική κοινωνία, έχει στο ενεργητικό της απαράγραπτα ανομήματα. Συνέδραμε πλήρως το επίσημο κράτος στη δήθεν ουδετερότητά του κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αυτό προμήθευε τους ναζί σιδηρομεταλλεύματα, με τους μπιζναδόρους να πλουτίζουν απ’ τη μια μέρα στην άλλη, και διευκόλυνε τη δίοδο της Βέρμαχτ για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο σοβιετικό έδαφος, απονομιμοποιώντας ταυτόχρονα τους κομμουνιστές, ενώ εκμεταλλεύτηκε με αποικιοκρατικούς, ταπεινωτικούς όρους τους Λάπωνες (Σάμι), μεθοδεύοντας τη βίαιη αφομοίωσή τους, και βέβαια, συντηρώντας ακόμα και πάντα τη βασιλεία. Ο αξέχαστος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έχει, δικαιολογημένα, “περιποιηθεί” δεόντως τη σουηδική αστική τάξη στις ταινίες του.
Έχοντας προφανώς εποπτεύσει το σουηδικό παρελθόν – κι ένα ευρύ φάσμα διαχρονικών συνόρων, γεωγραφικών, φυλετικών, ευρύτερα κοινωνικών, ταξικών και φιλοσοφικών, ο γεννημένος στην Τεχεράνη και νυν κάτοικος Κοπεγχάγης, Αλί Αμπάσι, υφαίνει – στη μόλις δεύτερη ταινία του, μια τολμηρή, ανησυχητική αλληγορία, βασισμένη σ’ ένα διήγημα του Γιον Λίνκβιστ [συνεργαζόμενου στο σενάριο, και συγγραφέα του καθηλωτικού στη διασκευή του για το σινεμά “Άσε το κακό να μπει” (2008)]. Το ιδιότυπο, άγριο και μαζί συναρπαστικό κινηματογραφικό του σύμπαν, δανείζεται στοιχεία από τους παγανιστικούς μύθους, το νουάρ, τις ταινίες τρόμου και πολιτικής καταγγελίας, το ψυχολογικό θρίλερ και το κοινωνικό δράμα, αναπαράγοντας ταυτόχρονα με άνεση τη σκοτεινή, απειλητική ατμόσφαιρα του νέου σκανδιναβικού σινεμά.
Η “αλλόφυλη”, δύσμορφη Τίνα, βιώνει από τα μικράτα της την καταπίεση και το ρατσισμό, κοινωνώντας όμως παράλληλα το Λόγο, γινόμενη σταδιακά φορέας ηθικής. Η αποκάλυψη της πραγματικής φύσης της – κι η προκαλούμενη αφύπνιση, φέρνει τη λογική και ηθική πλευρά της αντιμέτωπες με θηριώδη ένστικτα, κι ο 38χρονος σκηνοθέτης (όπως πιθανότατα κι ο Λίνκβιστ στο διήγημά του) σπρώχνει την αναμέτρηση στα άκρα.
Και οι δύο δρόμοι που έχει μπροστά της η Τίνα/Ρέβα είναι θεμιτοί. Ο ένας όμως απ’ τους δυο επιφυλάσσει απύθμενες δυσκολίες και προδιαγεγραμμένη απομόνωση. Τα κριτήρια παρ’ όλα αυτά της επιλογής της έχουν διαμορφωθεί σε μεγάλο βάθος χρόνου, παράγοντας που δεν μπορεί παρά να είναι αποφασιστικός.
Ο Αμπάσι δεν ενδιαφέρεται για μια μανιχαϊστική προβολή των ηρώων και των καταστάσεων που πρωταγωνιστούν, αλλά για τη διαχρονική πραγματικότητα ενός μειονοτικού όντος, ενός περιθωριακού ή ενός μετανάστη, γκετοποιημένου και κακοποιημένου από τον ρατσισμό, τις ισχυρότερες ηθικές και φυσικές πλευρές του, τη σχέση του με τον ‘πολιτισμό’ του οποίου είναι και δεν είναι μέρος. Για τις διαφορετικές θεάσεις του εαυτού και της ταυτότητας. (‘Είμαι’, όταν αντικρίζομαι στον άλλον).
Με μια εντυπωσιακά δεξιοτεχνική κάμερα που ζουμάρει άλλοτε σε ελκυστικές και άλλοτε σε αποκρουστικές λεπτομέρειες (το “παιχνίδι” των αντιθέσεων είναι διαρκές), ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά την ιστορία του, χειριζόμενος έξοχα τις κορυφώσεις. Το πιο αξιοθαύμαστο, εν προκειμένω, είναι η αληθοφάνεια των παραδοξοτήτων. Ο Αμπάσι κάνει τα τέρατά του τόσο ανθρώπινα, όσο χρειάζεται για να γίνουν πιστευτά, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τον θεατή στα μυστήρια της φύσης, που κινηματογραφεί σαν παγανιστική εμπειρία. Γίνεται πιστευτή ακόμα κι η απόκοσμη ερωτική σκηνή της ταινίας, καθώς παρά τις εξωφρενικές λεπτομέρειες, το πάθος – ακόμα κι η αγριότητα της σκηνής, παραπέμπουν στην ανθρώπινη φύση. Οι παραδοξότητές του πείθουν, αφ’ ενός γιατί “πατάνε” σε ισχυρά ιδεολογήματα, κι αφ’ ετέρου σε φυσικά, κοινωνικά και ιστορικά δεδομένα με βάθος και υπόσταση. Όσο για την προκλητικότητα, είναι μέρος του καλέσματος, ένα κίνητρο για να κοιτάξει κανείς πίσω απ’ την πρόσοψη.
«Οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι η μία πλευρά», καταθέτει ο ίδιος ο Αμπάσι σε συνέντευξή του. «Ήθελα να κάνω μια πολιτική δήλωση με αλληγορικό τρόπο. Είναι μια πολιτική αλληγορική ταινία με πολλές κατευθύνσεις, όπου η βασική ιδέα είναι η έννοια της μειονότητας. Μειονότητα είναι οι ήρωες της ταινίας με το παραμορφωμένο πρόσωπο, που όλοι οι υπόλοιποι τους κοιτάνε περίεργα. Μειονότητα είναι οι μαύροι, οι γυναίκες κλπ. Όλοι έχουμε αισθανθεί μειονότητα, σε κάποια στιγμή της ζωής μας. Υπάρχει ένα σύνορο, το οποίο δεν μας επιτρέπουν να το ξεπεράσουμε. Ένα στίγμα»
Και ακόμα: «Το ζήτημα της ταυτότητας είναι ένα θέμα που με απασχολεί κι είναι θέμα συζήτησης με φίλους μου. Είναι σημαντικό που υπάρχουν οργανώσεις που υπερασπίζονται τους μετανάστες, οργανώσεις ισότητας κι ενσωμάτωσης των μεταναστών. Από την άλλη, πιστεύω ότι οι διακρίσεις έχουν να κάνουν με τις κοινωνικές τάξεις, φτωχών – πλουσίων, ανεξάρτητα από την καταγωγή. Οι κοινωνικές τάξεις κάνουν τις διακρίσεις και η άνοδος του Τραμπ, αυτόν το διχασμό υπερασπίζεται».
Για τη σχέση της ταινίας και του διηγήματος του Γιον Λίνκβιστ, λέει: «[…] Είναι μια νουβέλα φαντασίας και ήθελα να τη μετατρέψω από μια light (ελαφριά) ερωτική ιστορία σε μια αιχμηρή-σκοτεινή ταινία δυο ανθρώπων , όπου τα μηνύματά της θα καθορίζουν διαρκώς την εξέλιξη της ιστορίας. […]».
Και για το σκανδιναβικό σινεμά και τις επιρροές που δέχτηκε γενικότερα: «Το σκανδιναβικό σινεμά, εξακολουθεί να επηρεάζεται σεναριακά από τους κλασικούς θεατρικούς συγγραφείς Ίψεν και Στρίντμπεργκ, αλλά κι από τον Μπέργκμαν. […] Οι επιρροές μου προέρχονται από το μαγικό ρεαλισμό του σινεμά της Λατινικής Αμερικής. […]».
Ένα πρωτότυπο, σαγηνευτικά σκοτεινό παραμύθι για τις διαδρομές – εσωτερικές και εξωτερικές – του Άλλου, φτιαγμένο με αίσθημα, έμπνευση και πραγματικά υλικά. Βραβείο καλύτερης ταινία στο τμήμα “Ένα κάποιο βλέμμα ” του φεστιβάλ των Καννών (2018).
Θέμις Αμάλλου
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr