Ο Τίτος Πατρίκιος (1928) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος των ηθοποιών Σπύρου και Λέλας Πατρικίου. Το 1946 ολοκλήρωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των Γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία 1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη Ρώμη.
Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν από το 1967. Στην Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών.
Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό “Ξεκίνημα της Νιότης”, ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο “Χωματόδρομος”. Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού “Επιθεώρηση Τέχνης” από το 1954 δημοσίευσε πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις.
Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά.
Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά.
Το 1994 τιμήθηκε με ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του. Το Φεβρουάριο του 2020 έλαβε τα διάσημα του Αξιωματούχου του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τον πρέσβη της Γαλλίας στην Ελλάδα, Patrick Maisonnave.
Στις 12 Απριλίου 2006 παρευρέθηκε στα εγκαίνια του Μουσείου Πολιτικών Εξορίστων Άη Στράτη, όπου και ο ίδιος είχε εξοριστεί (1952-1953).
Το 2008 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (μαζί με τον Μένη Κουμανταρέα) για το σύνολο του έργου του. «Ποτέ δεν είναι οι μέρες ποιητικές και ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται η ποίηση. Και όσο λιγότερο ποιητικές είναι τόσο πιο κόντρα πρέπει να πηγαίνεις», δήλωσε κατά τη βράβευση ο Τίτος Πατρίκιος. Προβληματισμένος για τις ταραγμένες μέρες που βίωσε η Ελλάδα, πρόσθεσε ότι προσπαθεί να κατανοήσει τα γεγονότα «χωρίς έτοιμες ιδέες και χωρίς να θέλει να ταυτιστεί με τους νέους, παριστάνοντας τον δεκαεξάρη».
Το 2016 βραβεύτηκε με το Γαλλικό βραβείο ποίησης, για τη δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του «Στο οδόφραγμα του χρόνου».
Από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι σήμερα ασχολείται αδιάκοπα με τα κοινά. Ως προσωπικότητα Από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι σήμερα, ενώ παραμένει πάντα δημιουργικός. Από τον «Χωματόδρομο» του 1954 ως την «Αντίσταση των γεγονότων» του 2000 καταδεικνύει το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά – πολιτικά θέματα της Ελλάδας, ενώ υπηρετεί με συνέπεια τα ιδεώδη που σηματοδότησαν τη ζωή και την τέχνη του. Η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου αρνείται τις βεβαιότητες. Στοχάζεται, αμφιβάλλει, υποψιάζεται, αναθεωρεί και εξελίσσεται. Ο λόγος του εκφράζεται μέσα από ένα πολύμορφο στοχαστικό τοπίο. Αγαπημένα του θέματα είναι η Ιστορία και η βιογραφία, τα φανερά και κρυφά μονοπάτια τους. Ο σπάνιος πλούτος του έργου του κρύβει εκτός από ασυνήθιστους τόνους, απροσδόκητες ανατροπές.
«Σε βρίσκει η ποίηση», του Τίτου Πατρίκιου, εκδόσεις Κίχλη, 2012
Ι
Εκεί που αναρωτιέσαι για πράγματα που πρώτη φορά
αντικρίζεις
για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουν πια περάσει
για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα
για πράγματα που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ
και τώρα συμβαίνουν μπρος στα μάτια σου
γι´ άλλα που επαναλαμβάνονται μ´ελάχιστες παραλλαγές
για πράγματα που πουλιούνται μόλις πιάσουν
κατάλληλη τιμή
για πράγματα που σάπισαν με το πέρασμα του καιρού
ή που ήσαν σάπια απ ‘ την αρχή και δεν το έβλεπες
εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις
για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου
για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα
για πράγματα που τα φοβήθηκες κι απέφυγες
ν´αναλάβεις
για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δεν σου βγήκαν
γι´ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά
για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις
για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες
και κάποτε, μία στις χίλιες πραγματώθηκαν…
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.
ΙΙ
Εκεί πάνω που συλλογίζεσαι ποιος είσαι και τι έκανες
πόσο ανοίχτηκες στους άλλους για να σε δεχτούν
πόσο επιδείχτηκες στο κοινό για να τους αρέσεις
πώς κλείστηκες τόσο πολύ για να προστατευτείς
σε τι έφταιξες σ´ κείνους που σ´ απέρριψαν
για πόσο καιρό τ´ ανέβαλλες κι εσύ να τους απορρίψεις
πότε έδωσες ένα στήριγμα σε κάποιον που το χρειαζόταν
πότε εγκατέλειψες τον άνθρωπο που σε είχε ανάγκη
πόσο αντέδρασες όταν έβλεπες να πλουτίζουν
αυτοί που έλεγαν ότι μάχονται για τους φτωχούς
όταν άκουγες να δημηγορούν υπέρ των αδικημένων
εκείνοι που αδικούσαν έχοντας πάντα δίκιο
πόσο ενίσχυσες αυτούς που τους προσφέρθηκες να σε
δυναστεύουν
πόσο με τη δράση σου βοήθησες ν´ ανατραπούν
ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες
πόσο αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη
για πόσο φερόσουν σαν πιστός ενώ πια δεν πίστευες
πόσο αφέθηκες στις παρορμήσεις σου, πόσο τις δάμασες
πόσο προχώρησε η γνώση σου, πόσο δοκιμάστηκε
ως πού κατόρθωσε να φτάσει η πράξη σου, που στόμωσε
πόσο άργησες ή πόσο βιάστηκες για μια κρίσιμη
απόφαση…
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.
ΙΙΙ
Εκεί που σκέφτεσαι αν επειδή το θέλησες και μόνο
μπορεί ν´ ανοίξει ο δρόμος προς τον άλλο
ν´ απλώσουν τα όρια για συναρπαστικές διασταυρώσεις
ή τουλάχιστον να γίνει πιο ανθρώπινη η μοναξιά
αν φτάνει που έμαθες πολλά που πριν δεν τα λογάριαζες
ώστε να φύγει η δυσπιστία για όποιον δεν σου μοιάζει
να σταματήσει ο χλευασμός για εκείνον που θέλει
να σου μοιάσει
να σβήσει ο φθόνος γι´ αυτόν που σε ξεπερνάει
να χαθεί η περιφρόνηση για εκείνον που έμεινε πιο πίσω
να νικηθεί ο φόβος μπροστά σ´ αυτόν που τιμωρεί
να καταργηθεί το δέος γι´ εκείνον που εξουσιάζει
να διαλυθεί η μέθη από την εξουσία που για λίγο
απέκτησες
εκεί που παλεύεις ν´ αποτινάξεις τα νέα δεσμά
που ήρθαν μετά το ξέσπασμα της ανταρσίας σου
που αγωνίζεσαι για την ελευθερία κι έπειτα βλέπεις
πως η αμοίραστη ελευθερία για κάποιους γίνεται σκλαβιά
εκεί που προσπαθείς να περιστείλεις την ανασφάλειά σου
να μην παραδοθείς στην επιθυμία γι´ αναγνώριση
να συμμαζέψεις κάπως και την κρυφή σου έπαρση…
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.
ΙV
Εκεί που αναγνωρίζεις πως δεν αγάπησες
όσο σ´ αγαπήσαν
πως ήθελες την απόλαυση μόνο για να την ξαναγευτείς
πως γύρευες περιπέτειες μόνο για τις αφηγείσαι
αργότερα
πως μοιραζόσουν σε κομμάτια που λειτουργούσαν χωριστά
αναζητώντας τον μεγάλο έρωτα στην πολλαπλή εκδοχή του
πως κι αν τον συναντούσες είχες τόσα κενά, τόσες
αντιδρομές
που σε βασάνιζε πιο πολύ απ´ ό,τι η απουσία του
εκεί που τα χάνεις άμα ένα πάθος, ακόμη και φευγαλέο
ανατρέπει όσα είχες σιγουρευτεί πως τα ελέγχεις
που ψάχνεις να βρεις τι πράγματι έγινε
και η αγνοημένη ηδονή μεταμορφώθηκε σε μίσος
που δεν επιχειρείς να εξαγοράσεις, δεν αφήνεσαι
ν´ εξαγοραστείς
που υποκύπτεις, εκλιπαρείς, τα δίνεις όλα χωρίς επιφυλάξεις
που απαιτείς αποκλειστικότητα, βιαιοπραγείς από ζήλεια
που όλα σου παραδίδονται άνευ όρων, βέβαια στην αρχή
εκεί που φτάνεις να πιστεύεις πως οι έρωτες
μόνο μέσα στην επανάληψη μπορούν να επιζήσουν
κι απρόσμενα ένας έρωτας κορυφώνεται σε αγάπη
ενώ εσύ, το ίδιο απρόσμενα, προσπαθείς να πεις πως
αγαπάς…
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.
VIII
Eκεί που στριμώχνεσαι στο λεωφορείο, επιστρέφοντας
στο σπίτι
που γυρνάς από γραφείο σε γραφείο ζητώντας μια δουλειά
που επιχειρεί να σε ταπεινώσει ένας ψηλότερα ιστάμενος
που εκτοπίζεσαι από πειθήνιους νεοφερμένους
που χαίρεσαι για τα καλά λόγια που ειπώθηκαν για σένα
που θα θελες ν΄ ακούσεις κι άλλα κι ας μην τ’ ομολογείς
εκεί που πατάς γκάζι στα 180 με το καινούριο σου
αυτοκίνητο
που δεν τσιγκουνεύεσαι άλλο στα δώρα που προσφέρεις
που φλυαρείς, ψιλογκομενίζεις, πας να φρεσκάρεις
τη φιγούρα σου
που ξάφνου μέσα στην επιπολαιότητα έχεις μιαν
έκλαμψη ευφυΐας
εκεί που αρνιέσαι την υποχρεωτική κατάργηση της μοναξιάς
που δεν αποδέχεσαι την καθεστωτική επιβολή της ευτυχίας
που νιώθεις κυρίαρχος του παιχνιδιού ενώ είσαι
χαμένος από χέρι
που βγαίνεις με σημάδια απ’ τους λαβυρίνθους
της πολιτικής
εκεί που αγωνιάς για τ’ αποτελέσματα μιας αξονικής
που στενοχωριέσαι για τις αρρώστιες των μακρινών σου
ανθρώπων
που ελπίζεις πως όλοι θα βγουν γεροί απ’ το νοσοκομείο
εκεί που σταματάς τα πάντα ενώ τρέχουνε οι προθεσμίες
που περνάς βδομάδες ψάχνοντας τη λέξη που ακριβώς
χρειάζεται
ώσπου ένας άλλος μέσα σου σε απαλλάσσει, αναλαμβάνει
να το κάνει
εκεί που λες όλα αυτά είναι αστεία μπρος στο κυνήγι
του ψωμιού
κι έπειτα βλέπεις ότι χωρίς τις λέξεις τίποτα δεν αποκτά
υπόσταση…
Εκεί πάνω σε βρίσκει ποίηση.
IΧ
Η ποίηση έρχεται να σε βρει με ποδήλατο, με μηχανάκι,
με αυτοκίνητο
άλλοτε έρχεται σαν αμαζόνα με το σπαθί υψωμένο
άλλοτε σε ακολουθεί από το σουπερμάρκετ σαν
κουρελού ζητιάνα
σε παρασύρει όπως πορνοστάρ σε φαντασιακές αβύσσους
σε ανακαλεί στην τάξη σαν διευθύντρια αναμορφωτηρίου
σου εμφανίζεται στα έγκατα του ύπνου σαν άσπιλη
παρθένα
σ’ εξαπατά στέλνοντας στη θέση της μια θεραπαινίδα της
κι εσύ νομίζεις πως την έριξες επιτέλους στο κρεβάτι σου
σε καλεί με ντουντούκα να φωνάξεις κομματικά
συνθήματα
σε περιπαίζει δίνοντας προτεραιότητα στις σοβαρές σου
ασχολίες
σου γεμίζει το άδειο γραμματοκιβώτιο των φιλοδοξιών
σε δελεάζει με όνειρα δόξας, χρήματος, αθανασίας
σε πείθει σαν άπιστη ερωμένη πως είναι δική σου μόνο
σε προσπερνάει για να ξεσκονίσει νεκροζώντανους
αρχηγούς
σου φουσκώνει τις ουτοπίες όσο να σκάσουν σαν μπαλόνι
σου θυμώνει άμα δεν βλέπεις ότι προσπαθεί να διαλύσει
την ομίχλη
σου ζητάει βοήθεια άμα την κυνηγούν οι εξουσίες
που αψήφησε
σου λέει πώς κι όταν τις υμνούσε, κρυφά τις υπονόμευε
σου επισημαίνει τις κοινοτοπίες, σου ανατρέπει
τ’ αυτονόητα
σου ψιθυρίζει μυστικά που πρέπει εσύ να εξιχνιάσεις
σου φωτίζει πράγματα που μέναν σκοτεινά ως τότε
ώσπου κάποια στιγμή σε ανταμείβει για την αφοσίωση σου
σου αποκαλύπτει την αλήθεια, σου λέει καθαρά πως
ανήκει σε όλους.
Εκεί πάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα μας.
e-prologos.gr