Της Νίνας Γεωργιάδου
Η γυναίκα της προσφυγιάς είναι δέκα φορές κυνηγημένη.
Δεν υπάρχει πιο κυνηγημένος άνθρωπος στον πλανήτη.
Θήραμα στο σαφάρι πολέμων, δεσμοφυλάκων, μαυραγοριτών και νταβατζήδων.
Μεγαλωμένη σε σκληρή πατριαρχία, συρρικνώνει την ύπαρξη της από παιδί, αν όχι απ’ την κοιλιά της μάνας της.
Βομβαρδισμένη και ανέστια, πενθεί θανάτους, χωρίς καν τάφους για να θρηνήσει.
Δεν έχει σπίτι, δεν έχει πατρίδα, ούτε παρελθόν και συνήθως ούτε μέλλον.
Δεν έχει ταυτότητα, ούτε υπόσταση και συνήθως ούτε ελπίδα.
Κάποιες φορές δεν έχει ούτε γλώσσα. Οι Αφγανές καταπίνουν τη γλώσσα τους και τα φαρσί γιατί ξέρουν πως οι χιλιάδες βόμβες που ρήμαξαν τις ζωές τους, βαφτίστηκαν ‘μη πόλεμος’.
Δεν έχει χέρια. Δυο φορτωμένες προέκτασεις των μωρών της.
Δεν έχει ούτε πόδια. Δυο πληγές απ’ το νυχτερινό περπάτημα στα βουνά και στα χιόνια.
‘Εχει μόνο φόβο και βλέμματα.
Τα δικά της διεσταλμένα μάτια και τα καχύποπτα ή πρόστυχα των άλλων.
Οι συνοριοφύλακες παντού τη μεταχειρίζονται βίαια και χυδαία.
Ο δουλέμπορας τη σπρώχνει στη βάρκα πρόστυχα.
Δεν μπορεί ούτε να διαμαρτυρηθεί. Μπαίνει τρεκλίζοντας, σφίγγοντας τα μωρά της.
Τους κλείνει το στόμα για να μην κλάψουν. Το ταξίδι στον Αχέροντα θέλει σκοτάδι και σιωπή.
Θηλάζει και εξαντλείται.
Φτάνει κάπου που δεν είναι προορισμός. Είναι ένας τόπος άτοπος.
Είναι λάσπη, πηχτή πολυκοσμία σε λασπόνερα ή λιντσάρισμα.
Ή δε φτάνει πουθενά, καθώς περιδινίζεται στο νερό μέχρι το πάτο της θάλασσας.
Σαν εικόνα εκκλησιάς, φαρισαίε, τη φίλησες.
Σαν άνθρωπο, τη φτύνεις
Αν γεννηθεί ένας νέος Ευριπίδης, θα γράψει νέες Τρωάδες που θα τις πει Προσφύγισσες. Την Ανδρομάχη Αϊσά και την Εκάβη, Λάβαμπους.
Για να μείνει ένα αποτύπωμα του παρόντος στο μέλλον.
Θα είναι η γυναίκα της προσφυγιάς. Κακοποιημένη από τις βόμβες στον πόλεμο και την παλιανθρωπιά στην ειρήνη.
e-prologos.gr