Του Βασίλη Τσίκαρη*
Θα πρέπει να το ξεκαθαρίσω από την αρχή για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις: Είμαι υπέρ της τηλεκπαίδευσης αλλά μόνο ως συμπληρωματικό εργαλείο στην δια ζώσης εκπαίδευση. Έτσι μόνο μπορεί να συμβάλει στην αναβάθμιση της ποιότητας και να συμπληρώσει υπαρκτά και εμφανιζόμενα κενά.
Όσοι σήμερα επικεντρώνουν την κριτική τους στην ανικανότητα της κυβέρνησης να διασφαλίσει την τηλεκπαίδευση, της προσφέρουν άριστη υπηρεσία στήριξης. Η κριτική που της ασκείται, συμβάλλει στο να εντείνει τις προσπάθειες οικοδόμησης και γενικευμένης χρήσης της και μετά την πανδημία, αλλά και να δικαιολογήσει κάθε σπατάλη στο όνομά της λόγω πανδημίας.
Τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα για να αντιμετωπίζεται η τηλεκπαίδευση με τόσο απλοϊκό τρόπο.
Συνιστά βασική νεοφιλελεύθερη ιδεολογική και πολιτική επιλογή. Στοχεύει:
-Στην ελαχιστοποίηση της κρατικής χρηματοδότησης της δημόσιας παιδείας για τη λειτουργία και την ανάπτυξή όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Η πράξη έχει δείξει που θα κατευθυνθούν οι πόροι που θα εξοικονομηθούν.
-Στην απαξίωση της δημόσιας παιδείας μέσω υποβάθμισης της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και έμμεσα στην ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης
-Στο μπόλιασμα της νέας γενιάς με τον ατομικό τρόπο ζωής και πράξης
-Στην απάλειψη των συνθηκών ανάπτυξης κριτικής σκέψης κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού και συγκρότησης στη νεολαία καθιστώντας την πλήρως διαχειρίσιμη στο μέλλον
-Στην απαξίωση της γενικής μόρφωσης της νεολαίας όπως αυτή κατακτιέται μέσα από τις δραστηριότητες της πανεπιστημιακής κοινότητας
-Στην εξάλειψη των εστιών οργάνωσης και αντίδρασης σε μέτρα και πολιτικές αντιλαϊκού χαρακτήρα
Στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας, η «υποχρεωτικότητα» της τηλεκπαίδευσης εργαλειοποιείται και για τη στήριξη του στόχου αναδιάρθρωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τη συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος τις αναδιαρθρώσεις στην οικονομική δραστηριότητα που θα επιφέρει η απουσία χιλιάδων φοιτητών από τους τόπους σπουδών είτε αυτό αφορά επαρχιακές πόλεις είτε μεγάλα αστικά κέντρα.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την εικόνα του μέλλοντος σήμερα.
Για όσους δεν γνωρίζουν, θα πρέπει να θέσουμε υπόψη τα εξής: Την περίοδο της κρίσης 2010-2015 έγινε σοβαρή προσπάθεια να εισαχθεί η τηλεκπαίδευση στα Πανεπιστήμια χρηματοδοτώντας, με σημαντικά κονδύλια από το ΕΣΠΑ, δράσεις βιντεοσκόπησης πανεπιστημιακών παραδόσεων. Στόχος, να εισαχθεί η τηλεκπαίδευση στην πανεπιστημιακή διδακτική διαδικασία. Η προσπάθεια οδήγησε σε πενιχρά αποτελέσματα και έμεινε μετέωρη. Η πανδημία εμφανίστηκε ως «μάνα» εξ ουρανού για τη γενικευμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης. Στις συνθήκες αυτές δεν μπορούν να ορθωθούν αντιστάσεις καθώς προβάλλει ως αναγκαία δράση.
Τι θα σημάνει όμως η μόνιμη και γενικευμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης; Ας ψηλαφίσουμε ορισμένες συνέπειες:
1)Κρατικές δαπάνες
-Λιγότερες κρατικές δαπάνες για φοιτητική μέριμνα (σίτιση, στέγαση κλπ)
-Λιγότερες κρατικές δαπάνες για λειτουργικά έξοδα (θέρμανση, ΔΕΗ, νερό, συντήρηση κτηρίων, αιθουσών, εργαστηρίων κλπ). Οι μειωμένοι προϋπολογισμοί υποδεικνύουν τις πραγματικές στοχεύσεις.
-Λιγότερο διοικητικό και τεχνικό προσωπικό
-Λιγότερο διδακτικό προσωπικό. Φαντάζει εφιαλτική η στιγμή που με ένα βίντεο της διδακτέας ύλης ενός μαθήματος θα εκπαιδεύονται ταυτόχρονα οι φοιτητές όλων, για παράδειγμα, των τμημάτων Χημείας της χώρας. Τρομάζω στη σκέψη να βιώσω τη στιγμή που ένας αυτόματος εκπαιδευτικός τηλεφωνητής θα απαντά στις απορίες των φοιτητών του τύπου: για απορίες στο κεφάλαιο 3, πατήστε 3, όπως γίνεται με τις υπηρεσίες διαφόρων εταιρειών.
Το λιγότερο προσωπικό συνάδει απόλυτα με την κεντρική πολιτική επιλογή συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, την άρνηση προσλήψεων και την προσπάθεια οικοδόμησης του «δήθεν» επιτελικού κράτους.
2)Ποιότητα εκπαίδευσης
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων γίνονται αποδεκτοί στο εξωτερικό είτε ως ερευνητές και μεταπτυχιακοί είτε ως εργαζόμενοι και γενικά διαπρέπουν στο αντικείμενό τους. Αυτό συνιστά μια έμμεση αναγνώριση της ποιότητας εκπαίδευσης που παρέχουν τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, παρά την τεράστια απαξίωση που υφίστανται από τις ελληνικές αρχές και ορισμένα ΜΜΕ. Το πέρασμα στη γενικευμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης θα επιφέρει καταστρεπτικές συνέπειες στην ποιότητα της εκπαίδευσης.
Η εμπειρία από το χρόνο εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης στην πανδημία έρχεται να επιβεβαιώσει τους πιο απόκρυφους φόβους. Ανυπαρξία αλληλεπίδρασης διδάσκοντα-διδασκόμενου, αδυναμία του διδάσκοντα να εκτιμήσει την ανταπόκριση των φοιτητών σ’ αυτά που διδάσκει, εκτιμήσεις για προβληματικές συνθήκες αποτίμησης του μαθησιακού επιπέδου των φοιτητών κλπ. Όλα αυτά μονοσήμαντα θα οδηγήσουν σε υποβαθμισμένο επίπεδο εκπαίδευσης.
Εργαστηριακά τμήματα θα υποχρεωθούν βαθμιαία είτε να απαλείψουν από το πρόγραμμα σπουδών τα εργαστηριακά μαθήματα είτε θα τα διδάσκουν με διαδικασίες επίδειξης της άσκησης. Τι χημικός θα γίνει κάποιος που δεν θα έχει πιάσει στα χέρια του χημικό αντιδραστήριο, μένει να αποδειχθεί.
Είναι προφανές ότι το Δημόσιο Πανεπιστήμιο θα υποχρεωθεί να διαγράψει την δια ζώσης εκπαίδευση. Τα ιδιωτικά κολέγια θα έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιούν τόσο την δια ζώσης όσο και την τηλεκπαίδευση με ό,τι αυτό θα σημάνει για τη βελτίωση της θέσης τους έναντι των δημοσίων ιδρυμάτων αλλά και για την τσέπη των πολιτών. Άλλωστε στη κατεύθυνση αυτή θα λειτουργεί σταθερά και η μη απορρόφηση των ελλειμματικά εκπαιδευμένων αποφοίτων των δημοσίων ιδρυμάτων.
Η έρευνα θα σβήσει από τα πανεπιστήμια καθώς δεν θα εισέρχεται επαρκές νέο προσωπικό. Ερευνητικά αντικείμενα και προσπάθειες ετών που επενδύθηκαν στο τομέα της έρευνας θα καταρρεύσουν με ότι αυτό συνεπάγεται για την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασία και την ανάπτυξη της χώρας.
Δεν θα επεκταθώ στην ανάλυση επιπτώσεων στην ολοκληρωμένη διαμόρφωση και συγκρότηση της προσωπικότητας και εν γένει της κοινωνικής συμπεριφοράς και στάσης της νέας γενιάς που θα επιφέρει η γενικευμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης.
Είναι εύκολα κατανοητό το τι σημαίνει η απουσία της φοιτητικής ζωής για έναν «απόφοιτο». Καθημερινά θα προστίθενται νέες αρνητικές επιπτώσεις που σήμερα είναι μάλλον δυσδιάκριτες. Δεν θα προσπαθήσω επίσης να απαντήσω σε ερωτήματα που πιθανά γεννώνται σ’ έναν πολίτη με θετική προδιάθεση κριτικής του τύπου: εντάξει αλλά είναι μικρότερης αξίας το γεγονός της εξοικονόμησης δημοσίων πόρων; Είναι δυνατόν να αρνηθούμε την εξέλιξη και την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση; Γιατί αγνοείς τους κινδύνους από την πανδημία; Λογικά ερωτήματα που επιδέχονται σοβαρές εναλλακτικές απαντήσεις από τις προφανείς.
Θα ολοκληρώσω τη σύντομη αυτή παρέμβαση σημειώνοντας τα εξής:
Με τρομάζει η ρηχή παρέμβαση στο θέμα εκ μέρους των ακαδημαϊκών δασκάλων. Ορισμένοι βολεύονται με την εξέλιξη αυτή καθώς δεν είναι υποχρεωμένοι να προσέρχονται στο χώρο δουλειάς και καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους από το χώρο κατοικίας.
Με τρομάζει η φοβική και άκριτη αποδοχή της γενικευμένης τηλεκπαίδευσης, έτσι όπως αυτή εφαρμόζεται σήμερα, εκ μέρους των διοικήσεων των ιδρυμάτων. Αντί να διεκδικήσουν τη διαμόρφωση ασφαλών συνθηκών για τη δια ζώσης εκπαίδευση και συμπλήρωση των ελλειμάτων που θα προκύπτουν λόγω πανδημίας με τηλεκπαίδευση, υιοθετούν φοβικά επιλογές που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο «θάνατο» του δημόσιου πανεπιστημίου.
Με τρομάζει η ατολμία και η μη διορατικότητα των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Αντί να διαμορφώσουν και να διεκδικήσουν αιτήματα που θα κρατήσουν όρθια τη δημόσια παιδεία, στις συνθήκες της πανδημίας και προοπτικά, κρύβονται κάτω από το πέπλο του φόβου που έχουν μπολιάσει την κοινωνία.
Κατά την άποψή μου τα αιτήματα όλων θα πρέπει να εστιάζουν στη διαμόρφωση ασφαλών συνθηκών για δια ζώσης εκπαίδευση και στην κάλυψη των ελλειμμάτων που δημιουργούνται λόγω πανδημίας με τη βοήθεια της τηλεκπαίδευσης.
Όποιος δεν δράσει στη φωτιά, απλά θα μετρά αποκαΐδια.
*Ο Βασίλης Τσίκαρης είναι καθηγητής Οργανικής Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
e-prologos.gr