Οι τοπικές εκλογές για ανάδειξη κυβέρνησης στο κρατίδιο της Βαυαρίας πυροδότησαν νέες διεργασίες στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού στη Γερμανία, μια διαδικασία που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε εξέλιξη ήδη από τις περασμένες εθνικές βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2017. Η απώλεια της αυτοδυναμίας της Χριστιανοκοινωνικής ´Ενωσης (CSU), για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια, ο καταποντισμός των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και η σημαντική άνοδος άλλων πολιτικών δυνάμεων, χαρακτήρισαν τις εκλογές. Το εκλογικό αποτέλεσμα ενισχύει ευρύτερες διεργασίες στο αστικό πολιτικό σκηνικό συνολικά της Γερμανίας εντείνοντας τις συζητήσεις για το μέλλον του μεγάλου συνασπισμού και της ίδιας της Μέρκελ, ενώ έρχεται και άλλο «τεστ» με τις εκλογές στο κρατίδιο της Έσσης, όπου αναμένεται πτώση των Χριστιανοδημοκρατών.
Η CSU, που είναι το αδελφό κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) της Μέρκελ, παραμένει στην πρώτη θέση, αλλά με 37,2% και 85 έδρες (από 101), το μικρότερο ποσοστό στη μεταπολεμική ιστορία της, χάνοντας σχεδόν δέκα μονάδες από τις περασμένες εκλογές του 2013 (47,7%). Στη δεύτερη θέση, σημειώνοντας άνοδο (8,9%), βρίσκονται οι Πράσινοι με 17,5% και 38 έδρες (από 18), στην τρίτη θέση το τοπικό βαυαρικό κόμμα «Ελεύθεροι Ψηφοφόροι» με 11,6% (+2,6%) και 27 έδρες (από 19). Ακολουθούν το ακροδεξιό «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) με 10,2% (δεν συμμετείχε στις προηγούμενες εκλογές) και 22 έδρες, ενώ το SPD έπεσε στην πέμπτη θέση με 9,7% (-10,9%) και 22 έδρες (από 42). Μικρή άνοδο σημείωσαν οι φιλελεύθεροι του FDP, οι οποίοι μπαίνουν στη Βουλή με 5,1% (+1,8%) και 11 έδρες και το «Η Αριστερά» με 3,2% (+1,1%), που μένει εκτός τοπικού Κοινοβουλίου. Τα υπόλοιπα κόμματα έλαβαν το 5,4%, ενώ η συμμετοχή αυξήθηκε στο 72,4% (από 63,6%).
Η ηγεσία της CSU έκφρασε ξεκάθαρα την προτίμησή της προς τους «Ελεύθερους Ψηφοφόρους» ως κυβερνητικό εταίρο στην τοπική κυβέρνηση, ένα κόμμα που έτσι κι αλλιώς προέρχεται από τους κόλπους της και έχουν κοινές θέσεις. Ο πρόεδρος του κόμματος, Χούμπερτ Αϊβάνγκερ, δήλωσε πως το αποτέλεσμα «δείχνει την κατεύθυνση» και ζήτησε «αλλαγή στιλ» στη διακυβέρνηση με περισσότερο διάλογο με τους πολίτες. Τόση διαφοροποίηση…
Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ο πρόεδρος της CSU και υπουργός Εσωτερικών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, Χορστ Ζεεχόφερ, δέχεται ήδη πιέσεις και από τον γερμανικό τύπο να παραιτηθεί. Επίσης, ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Τόμας Όπερμαν, πρότεινε την αποχώρηση του Ζεεχόφερ από το αξίωμα του υπουργού Εσωτερικών, για το οποίο είναι «μια εντελώς λάθος επιλογή», καθώς στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό «είναι ιδιαίτερα πολωτικός και έχει εκτοπίσει όλα τα άλλα θέματα». Αρκετά στελέχη του SPD αμφισβητούν ανοιχτά την παραμονή του κόμματος στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, με το επιχείρημα της πολιτικής επιβίωσης του κόμματος, που «δεν θεωρείται από τον κόσμο εναλλακτική λύση, αφού συμμετέχει στην κυβέρνηση». Επικαλούνται τα αποτελέσματα στη Βαυαρία, τα οποία δείχνουν ότι ο μεγάλος συνασπισμός «δεν έχει πια την πλειοψηφία», και ζητούν αλλαγή της κυβερνητικής πορείας τους επόμενους μήνες, διαφορετικά το SPD θα πρέπει να αποχωρήσει.
Το περιοδικό «Spiegel» προβλέπει ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα αλλάξει τη Βαυαρία και τη Γερμανία. «Ο Χορστ Ζεεχόφερ δεν μπορεί πλέον να παραμείνει υπουργός. Και το SPD δεν μπορεί πλέον να παραμένει στην κυβέρνηση», αναφέρει, και προσθέτει πως οι Πράσινοι κατάφεραν – αυτό που δεν πέτυχε ποτέ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στη Βαυαρία – να εξελιχθούν σε αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη. «Το SPD πρέπει να φύγει από τον μεγάλο συνασπισμό όσο ακόμη υφίσταται ως κόμμα. Το επίκεντρο αυτού του πολιτικού σεισμού βρίσκεται στη Βαυαρία και μπορεί να πυροδοτήσει ένα κύμα που θα σαρώσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση», εκτιμά. Αυτή η ήττα «μπορεί να σημάνει και το τέλος της Αγκ. Μέρκελ», εκτιμά η εφημερίδα «Die Welt», σημειώνοντας πως αυτή η στιγμή μπορεί να αλλάξει τα πάντα, τόσο στα κόμματα που απαρτίζουν τη Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU) όσο και στη συνεργασία τους συνολικά, ενώ ήδη από καιρό ακούγεται το ενδεχόμενο να αναλάβει έστω μεταβατικά την καγκελαρία ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, νυν πρόεδρος της γερμανικής Βουλής.
Η ακόμα πιο δεξιά μετατόπιση της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης προς ακροδεξιές θέσεις στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στη Βαυαρία, με το πρόσχημα να περιορίσει την ενίσχυση του ακροδεξιού, ρατσιστικού κόμματος « Εναλλακτική για τη Γερμανία», του AfD , υιοθετώντας στην πραγματικότητα τις θέσεις του, είχε ως αποτέλεσμα να σπρώξει ένα τμήμα των ψηφοφόρων του στο AfD και ταυτόχρονα να σπρώξει ένα άλλο τμήμα των ψηφοφόρων του προς τους Πράσινους, που αποδοκίμασε την αντιμεταναστευτική, ρατσιστική του ροπή.
Ταυτόχρονα, στη Βαυαρία ο κίνδυνος φτωχοποίησης των λαϊκών στρωμάτων είναι στο 15%, πάνω από τον μέσο όρο σε εθνικό επίπεδο. Το 63,5% των συνταξιούχων της Βαυαρίας βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και 80% των γυναικών συνταξιούχων παίρνουν κάτω από 1.000 ευρώ σύνταξη, ενώ το όριο της φτώχειας είναι γύρω στα 950 ευρώ. Η λαϊκή δυσαρέσκεια για την πολιτική του μεγάλου συνασπισμού (Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες) που οδηγεί σε φτωχοποίηση και εργασιακή ανασφάλεια εργαζόμενους και συνταξιούχους και εντείνει την καταστολή, αλλά και η ανάδειξη «εναλλακτικών» αστικών κομμάτων, φαίνεται ότι συνέτειναν στη διαμόρφωση του εκλογκού αποτελέσματος.
Παράλληλα, αντανακλάται και η αντιπαράθεση στα υψηλά κλιμάκια του γερμανικού κεφαλαίου για τον αναπροσανατολισμό του, ώστε να εξασφαλίσει την ηγετική του θέση στα πλαίσια της Ε.Ε. και να διαφυλάξει τα συμφέροντά του από τις πιέσεις που δέχεται από τις ΗΠΑ, τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, τις διαλυτικές τάσεις εντός της Ε.Ε., (Brexit, Ιταλία, κ.λ.π.). Κεντρική θέση στις αναζητήσεις αυτές του γερμανικού κεφαλαίου αποτελεί και η οικονομική και πολιτική σχέση με τη Ρωσία, καθώς πληθαίνουν οι φωνές που πριμοδοτούν αυτή την κατεύθυνση.
Όμως, παράλληλα με αυτές τις διεργασίες και ενώ όλοι συζητούν τη δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού και την άνοδο της ακροδεξιάς σε τοπικό και παγγερμανικό επίπεδο, αποσιωπάται και εξαφανίζεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις ειδήσεις το πιο σημαντικό και ελπιδοφόρο γεγονός, που δείχνει τις αντιστάσεις που διαθέτει η γερμανική κοινωνία στο εσωτερικό της. Την παραμονή των εκλογών στη Βαυαρία, 250.000 άνθρωποι διαδήλωσαν στο Βερολίνο ενάντια στο ρατσισμό, και αυτή η διαδήλωση έχει επαναληφθεί πολλές φορές τις τελευταίες εβδομάδες, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ένας άλλος πιο ουσιαστικός δρόμος αντίδρασης στην ακροδεξιά, αντιμεταναστευτική, ρατσιστική πολιτική και τους φορείς της. Είναι ο δρόμος της αντίστασης του γερμανικού λαού και όλων των λαών της Ευρώπης, ενάντια στον φασισμό, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά και τη φτωχοποίηση μεγαλύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr