Το διήγημα στα «αντιτετράδια»
Το στήριγμα
γράφει η Δήμητρα Κωσταρά
Ζούσε στο δικό της παράλληλο σύμπαν. Για την ακρίβεια, σε πολλά παράλληλα σύμπαντα. Είχε καταφέρει το ακατόρθωτο: το μυαλό της είχε τρυπήσει σαν βέλος τον χρόνο και διαπερνούσε όλα τα χρόνια της ζωής της, τα οποία ήταν και μπόλικα, σχεδόν εκατό. Έτσι, πότε ήταν μικρό κοριτσόπουλο, πότε νεαρή κοπέλα και πότε -σπάνια- ζούσε στο τώρα.
Οι κόρες της που τη φρόντιζαν κουράζονταν με την άνοια της μητέρας τους, εγώ, ωστόσο, περιστασιακή επισκέπτρια, την έκανα χάζι. «Πάντως, τον Γεράσιμο δεν θα τον περιμένω. Αρκετά περίμενα». «Για ποιο πράγμα δεν θα τον περιμένεις γιαγιά Ελένη; Για φαγητό;» «Ποιο φαγητό καλέ;», πεταγόταν η μια κόρη. «Νομίζει ότι είναι αρραβωνιασμένη με τον μακαρίτη και εκείνος δεν το προχωράει το πράγμα για γάμο. Μωρέ, μάνα, θα τον περιμένεις και θα τον παραπεριμένεις, και παιδιά θα κάνετε και εγγόνια και δισέγγονα».
Τους είχε αναστήσει όλους. Μέσα στο σαλονάκι της γινόταν παρέλαση ζώντων και νεκρών.
«Την παίρνω τηλέφωνο αυτή τη γιαγιά σου και δεν το σηκώνει».
«Μάλλον ξέχασες να καλέσεις το εσωτερικό, για Άγιο Πέτρο», την πείραζα. «Πού να το σηκώσει και αυτή», συνέχιζε η γιαγιά Ελένη, απτόητη. «Αφήνει και καμιά δουλειά να μην κάνει»; Η έγνοια για την αδερφή της που κουράζεται, έστω και μέσα στο κουβάρι του μυαλού της, με συγκινούσε.
Είχε και τις εκλάμψεις της. «Φέρε μου καμιά φορά τη μικρή, να την ταχταρίσω. Ούτε που καταλαβαίνεις πώς μεγαλώνουν. Και ’γω τα κορίτσια μου τα κουράζω. Ξέρω ποιες είναι, τα ονόματά τους δε θυμάμαι. Τις κουράζω τις έρμες”». Τότε τα κορίτσια, σχεδόν εβδομήντα
χρόνων έκαστη, μαλάκωναν. «Σώπα ρε μάνα, που μας κουράζεις. Έλα τώρα να φας» και της χάιδευαν το χέρι. «Πάντως, να ξέρετε, εγώ τον Γεράσιμο δεν θα τον περιμένω. Αρκετά περίμενα.», επαναφορά στις εργοστασιακές ρυθμίσεις.
Τα «κορίτσια» κουράζονταν, είναι αλήθεια. Υπήρχε κούραση σωματική, αλλά και ψυχολογική με όλες αυτές τις αέναες επαναλήψεις. Ίσως, υπήρχε και ένας ενδόμυχος φόβος για τη δική τους μοίρα -«λες να συμβεί το ίδιο και σε μένα σε κάποια χρόνια;». Αυτή, που κάποτε ήταν το στήριγμά τους, ξακουστή στο σόι για το δυναμισμό της, που κουνούσε γη και ουρανό για τις κόρες της, αυτή, τώρα είναι ανήμπορη. Όμως, το βλέμμα ήταν ίδιο. Τα «κορίτσια» το καταλάβαιναν αυτό, κάπου ανάμεσα στην προσμονή του Γεράσιμου και στα τηλέφωνα στην πεθαμένη γιαγιά μου, έβλεπαν τη στοργή της μάνας και ένιωθαν και πάλι παιδιά.
Και, κακά τα ψέμματα, όσο είμαστε ακόμη παιδιά κάποιου, έχουμε μια ψευδαίσθηση αθανασίας.
πηγή: αντιτετράδια, τ. 136
e-prologos.gr