Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
«Η ευαισθητοποίηση όλων στο θέμα της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, του bullying και του cyber bullying είναι το πρώτο βήμα για την καταπολέμηση ενός νοσηρού φαινομένου» αναφέρει η υπουργός Νίκη Κεραμέως σε μήνυμά της με αφορμή την πανελλήνια ημέρα κατά της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού.
Η κυρίαρχη άποψη περί ενδο – σχολικής βίας προβάλλει ορισμένες μορφές του φαινομένου με μια ψυχολογίστικη ανάλυση περί βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος, ενώ και η ίδια η υπουργός παιδείας εστιάζει στην ενδοσχολική βία βλέποντας, έτσι, το δέντρο και χάνοντας το δάσος. Γιατί η βία είναι βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας και συνδέεται με την ανισότητα και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Επομένως αναπαράγεται και στους θεσμούς της, όπως είναι και το σχολείο..
Η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης είναι η απεχθέστερη μορφή βίας εναντίον του κόσμου της εργασίας και του «κοινωνικού κράτους» που σπέρνει τη φτώχεια, την ανεργία και τη μαζική εξαθλίωση. Όσο η φτώχεια , ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι διακρίσεις, η βία και η εκμετάλλευση ανθούν, τόσο θα οξύνονται τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας. Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία ανάρτησε συγκεντρωτικά στοιχεία και infographics για την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως καταγράφηκαν επισήμως στο τέλος του 2019. Και η Ελλάδα, που φιγουράρει στην κορυφή, είναι μάλλον δεδομένο ότι παραμένει εκεί, καθώς είναι και η χώρα της ΕΕ με τις ισχνότερες πολιτικές στήριξης των χαμηλότερων εισοδημάτων και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων το 2020, χρονιά έναρξης της πανδημίας. Στην Ελλάδα, όπου η δεκαετής οικονομική ύφεση είχε ήδη φέρει τον πληθυσμό σε δυσμενή θέση, υπολογίζεται ότι 500.000 παιδιά ζουν στο όριο της φτώχειας. Με πάνω από το 50% των φτωχών νοικοκυριών να εκφράζει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών και το 1/3 να στερείται διατροφή υψηλής θρεπτικής αξίας και να αδυνατεί να ζεστάνει επαρκώς το σπίτι του το χειμώνα, ο κορονοϊός αποδεικνύεται μια ασφυκτική συνθήκη για τα παιδιά, τόσο σε επίπεδο καθημερινής διαβίωσης, όσο και ψυχολογικά. Πρόκειται στην ουσία για μορφή «κρατικής κακοποίησης των παιδιών».
Η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργείου παιδείας με μια σειρά μέτρα εντείνει τον ανταγωνιστικό και εξεταστικοκεντρικό χαρακτήρα του σχολείου. Διαμορφώνει ένα σχολικό περιβάλλον που υπηρετεί τη λογική των επιδόσεων, «αρένα» άγριου ανταγωνισμού, υπερφορτώνει τους μαθητές με πρόσθετο άγχος, ανασφάλεια και αρνητισμό. Η εκπαιδευτική πολιτική εκφράζει και αναπαράγει τη βία διαμορφώνοντας το σχολείο των περικοπών και της φτώχειας. Η κυβέρνηση που εδώ και ένα χρόνο στην πανδημία απαντά με λοκ ντάουν και απαγορεύσεις, αφήνοντας το δημόσιο σύστημα υγείας και την προστασία του λαού στο έλεος, χωρίς γιατρούς, ΜΕΘ, τεστ-ιχνηλάτηση και εμβόλια, δείχνει το ίδιο σκληρό αντιλαϊκό πρόσωπο και στην παιδεία με το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης.
Η ίδια η τηλεκπαίδευση έχει μετατραπεί σε μέσο ψυχολογικής κακοποίησης. Και αυτό γιατί έρευνες, όπως η πρόσφατη του ΑΠΘ, δείχνουν ότι 9 στους 10 εφήβους έχουν βιώσει αρνητικά συναισθήματα αυτό το διάστημα. Από αυτά κυριαρχούν το άγχος (71,5%) η ψυχική εξάντληση (63%) και η αίσθηση ρουτίνας (55,3%). Από την άλλη, όσον αφορά τα μαθήματα, το 72% των μαθητών δηλώνει ότι έχει εμπεδώσει λίγο ή καθόλου την ύλη.
Η υπουργός παιδείας αλλάζοντας τη σημασία των λέξεων προβάλλει ως καινοτόμα μέτρα που αντιμετωπίζουν την ενδοσχολική βία, μέτρα που διαμορφώνουν κλίμα αυταρχισμού και βίας στα σχολεία με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση που αποτελεί «εφιάλτη …έχει δημιουργήσει στα σχολεία μια τιμωρητική ατμόσφαιρα … αναστατώνει τις κοινότητες, κατεδαφίζει σχολεία, εξαπατά τους μαθητές..» (Ντάιαν Ράβιτς). Για παράδειγμα ο «εσωτερικός κανονισμός» εντείνει το κλίμα πειθάρχησης, αυταρχισμού και μετάθεσης των ευθυνών του κράτους στις πλάτες μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων, καθώς η σχολική μονάδα καλείται να αντιμετωπίσει (και αξιολογείται γι’ αυτό) δισεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα (ρατσισμός, φτώχεια, σεξουαλική βία κ.ά.) ή προβλήματα συντήρησης του σχολικού χώρου (χωρίς εξασφάλιση των αναγκαίων κονδυλίων), ενώ ακόμη και για την καθυστέρηση προσέλευσης στο σχολείο επιβάλλονται ποινές στους μαθητές –τριες. Το ίδιο το Υπουργείο απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς σαν να είναι παιδονόμοι και εισαγγελείς και αναφέρεται στην “κατασταλτική” αντιμετώπιση των σχολικών παραπτωμάτων, ενώ σε ζητήματα αντιμετώπισης συμπεριφορών o κυρίαρχος ρόλος του συλλόγου διδασκόντων υποβαθμίζεται με την ενίσχυση του ρόλου του Διευθυντή, του συμβούλου σχολικής ζωής, και του Συντονιστή του Εκπαιδευτικού Έργου.
Η υπουργός παιδείας την ώρα που γενικά και αόριστα κάνει λόγο με περισσή υποκρισία για «ενδοσχολική βία» και «bullying», «αγνοεί» το πλήθος των καταγγελιών σεξουαλικής κακοποίησης, έμφυλης βίας, καθώς και του κυκλώματος παιδοβιασμού της υπόθεσης Λιγνάδη, πρώην προέδρου του Εθνικού Θεάτρου διορισμένου απευθείας από την κυβέρνησή της που συγκλονίζουν την ελληνική κοινωνία. Οι καταγγελίες για τη δράση του Λιγνάδη, επί χρόνια, σε μεγάλα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια αποκαλύπτουν το μέγεθος της αστικής υποκρισίας για την παιδεία των “αρίστων”. Το μέγεθος της σύγχρονης βαρβαρότητας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αρκετά θύματα είναι παιδιά, κορίτσια και αγόρια ή νέοι άνθρωποι, γυναίκες και προσφυγόπουλα. Από τα στρώματα και ομάδες της κοινωνίας που είναι πιο ευάλωτα στη χειραγώγηση και την εκμετάλλευση.
Ακραία μορφή βίας η εκπαιδευτική πολιτική της υπουργού παιδείας που πλήττει τον δημόσιο, καθολικό και δωρεάν χαρακτήρα των δημόσιων σχολείων, ενώ θεσμοθετεί ειδικά σχολεία για λίγους και εκλεκτούς, που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με τις προδιαγραφές των ακριβών ιδιωτικών.
Οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί παρά την έλλειψη αναγκαίων υποδομών δίνουν καθημερινά μάχες κατά των προκαταλήψεων, των διακρίσεων, της ρατσιστικής ιδεολογίας. Εκτός από τη μετάδοση γνώσεων επιδιώκουν να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους με βάση τις πανανθρώπινες αξίες του σεβασμού, της αλληλεγγύης και της ισότητας. Για αυτό και αγωνίζονται για ένα σχολείο με πλούσιο περιεχόμενο, με την τέχνη, την κοινωνιολογία και τις ανθρωπιστικές σπουδές στο επίκεντρό του, για όλα τα παιδιά ώστε να ερωτεύονται τη ζωή, να αναζητούν σ’ αυτήν την ομορφιά και να δημιουργούν.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»
e-prologos.gr