Στις 18/06/1946 τίθεται σε ισχύ το περιβόητο Γ’ Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν». Το Γ’ Ψήφισμα όριζε μεταξύ άλλων πως: «Όστις θέλων αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας ή έλαβεν μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις τιμωρείται με θάνατον».
Το Ψήφισμα στρέφονταν ξεκάθαρα κατά του ένοπλου αγώνα του λαού. Οι διατάξεις του Γ’ Ψηφίσματος εφαρμόστηκαν άμεσα και με μεγάλη αυστηρότητα οδηγώντας στα στρατοδικεία χιλιάδες οπαδούς του ΚΚΕ, μεγάλο μέρος των οποίων καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Τρεις μόλις μέρες μετά την ψήφιση του φοβερού νομοθετήματος είχαν συγκροτηθεί τα πρώτα έντεκα στρατοδικεία στις εξής πόλεις: Θεσσαλονίκη Γιαννιτσά, Κιλκίς, Σέρρες, Δράμα, Ιάνθη, Αλεξανδρούπολη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Λάρισα, Φλώρινα. Και στις 16 Ιουλίου έγιναν στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης οι δύο πρώτες εκτελέσεις καταδίκων. Στις 26 Ιουλίου τουφεκίστηκε στα Γιαννιτσά ολόκληρη ομάδα έξι καταδίκων, ανάμεσα στους οποίους μια νεαρή δασκάλα, η Ειρήνη Γκίνη. Ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε, όχι μόνο στον Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά γενικότερα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, εκτός από την περίοδο της Κατοχής 1941 -1944. Και θα φτάσουν τις πολλές δεκάδες οι γυναίκες που θα πέσουν από τα εκτελεστικά αποσπάσματα το 1946-1949.
Οι πρώτες εκτελέσεις του Γ΄Ψηφίσματος (1946)
του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Στις 16.7.1946 «εις τον συνήθη τόπον των εκτελέσεων», δηλ. στους λόφους πίσω από το Γεντί Κουλέ, εκτελούνται «οι πρώτοι εις θάνατον καταδικασθέντες επί παραβάσει του ψηφίσματος “περί εκτάκτων μέτρων ασφαλείας”». Πρόκειται για το διαβόητο Γ΄ Ψήφισμα, με βάση το άρθρο 2 § 1 του οποίου καταδικάστηκαν οι δυο αυτοί άνθρωποι. Η σχετική παράγραφος προέβλεπε πως: «Όστις καταρτίζει ομάδα επί τω σκοπώ όπως προσβάλη διά βίας τας Αρχάς […] ως και ο συμμετέχων τοιαύτης ομάδος τιμωρείται, ει μεν είναι αρχηγός, οδηγός, ή ηθικός αυτουργός με θάνατον, ει δε απλούς συναίτιος με ισόβια δεσμά, υπαρχουσών δ’ επιβαρυντικών περιπτώσεων με θάνατον». Τα δεδομένα, με τα οποία στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία στο έκτακτο στρατοδικείο, ήταν η ανεύρεση σε χωράφι που ανήκε σε θείο του ενός κατηγορούμενου τεσσάρων όπλων και τετρακοσίων σφαιρών, καθώς και ότι «ήσαν πρώην ελασίται» ενώ ακόμη «υπήρχον πολλαί ενδείξεις ότι ούτοι ετέλουν εις επαφήν» με «συμμορία», όπως κατέθεσαν συγχωριανοί τους, αν και στο χωριό και τη γύρω περιοχή δεν είχε συμβεί καμιά σύγκρουση ή επεισόδιο από τη μέρα των εκλογών (31.3.1946). Η όλη υπόθεση της θανατικής καταδίκης και της άμεσης εκτέλεσης (εντός τριών ημερών) δυο ανθρώπων μ’ αυτά τα δεδομένα είναι όχι απλώς απάνθρωπη (όπως είναι εν γένει η ποινή του θανάτου) αλλά κι εντελώς παρανοϊκή!
Το ψήφισμα του τρόμου
Στις «ιδιόρρυθμες» εκλογές του Μαρτίου 1946 η Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων (συμμαχία των φιλοβασιλικών δυνάμεων με άξονα το Λαϊκό Κόμμα), είχε εξασφαλίσει μια ανετότατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (206 από τις 354 έδρες). Η πλειοψηφία αυτή συγκρότησε στις 18.4 κυβέρνηση υπό τον ηγέτη των Λαϊκών Κωνσταντίνο Τσαλδάρη. Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Σπύρος Θεοτόκης στις 6.6 κατέθεσε το σχέδιο του Γ΄ Ψηφίσματος στη Βουλή, από την οποία εγκρίθηκε στις 18.6, με την πλειοψηφία –όμως– των βουλευτών (181) ν’ απέχουν, ενώ υπέρ ψήφισαν 138 και κατά μόλις 24. Το νομοθετικό αυτό κατασκεύασμα «αποτέλεσε τον πρώτο ακρογωνιαίο λίθο του νομικού πλέγματος που χαρακτηρίστηκε ως “Παρασύνταγμα”» και «έθετε την Αριστερά εκτός νόμου». Με το ψήφισμα αυτό τιμωρούνταν με θάνατο, εκτός από τις όσες αναφέραμε παραπάνω, μια σειρά από πράξεις ή προθέσεις: «Όστις θέλων να αποσπάση εν μέρος εκ του όλου της Επικρατείας, ή να ευκολύνη τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, συνώμοσεν ή διήγειρε στάσιν ή συνεννοήθη με ξένους ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας, ή έλαβε μετοχήν εις τοιαύτας προδοτικάς ενώσεις […] όστις καταρτίζει ομάδα επί τω σκοπώ όπως εκτελέση αδικήματα κατά της ζωής, σωματικής ακεραιότητος ή προσωπικής ελευθερίας, ληστείαν, ή εμπρησμόν, ή διαταράξη την κοινήν ειρήνην ή όπως ελευθερώση φυλακισμένον ή κρατούμενον διαταγή της Αρχής […] Όστις ενόπλως προσβάλλει διά βίας τας Αρχάς, ή τους Δημοσίους ή Εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, ή τα όργανα της Δημοσίας, Αγροτικής, ή Δασικής Ασφαλείας, ή της δημοσίας δυνάμεως, ή της τοπικής αυτοδιοικήσεως, ή πρόσωπα ανήκοντα εις τους συμμάχους Στρατούς, είτε κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων των είτε εκτός τούτων, αλλά λόγω της ιδιότητός των». Και δεν ήταν μόνο η πληθώρα των πράξεων που επέφεραν την εσχάτη των ποινών, ήταν κι η «διασταλτική ερμηνεία» τους που, όπως βλέπουμε στην περίπτωσή μας, έγινε αμέσως φανερή.
Με μικρότερες ποινές τιμωρούνταν η συμμετοχή σε απαγορευμένες συγκεντρώσεις. η «άνευ ειδοποιήσεως προς τριών τουλάχιστον ημερών απευθυνομένης προς τον εργοδότην και την αρμοδίαν αστυνομικήν αρχήν» απεργία σε διάφορους τομείς (έτσι παρεπέμφθηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης «οι αρτεργάται απεργοί» και πιο συγκεκριμένα «τα συλληφθέντα υπό της αστυνομίας μέλη της διοικήσεως του σωματείου Αρτεργατών Κοκκινίδης, Αθανασιάδης, Ιωαννίδης και Βοσδάκης»). Τις υποθέσεις εκδίκαζαν στη Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο και Θεσσαλία έκτακτα στρατοδικεία και στην υπόλοιπη χώρα πενταμελή εφετεία και «κατά των αποφάσεων» αυτών των δικαστηρίων «ουδέν τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον συγχωρείται», δηλ. οι αποφάσεις ήταν τελεσίδικες. Επίσης για τις παραπάνω πράξεις προβλεπόταν ότι «δεν υφίσταται χρονικόν όριον προφυλακίσεως» ενώ απαγορευόταν η «προσωρινή επί εγγυήσει απόλυσις», η «αναστολή εκτελέσεως της ποινής» και η «μετατροπή της ποινής εις χρηματικήν». Εντέλει, οι αστυνομικές αρχές μπορούσαν να προβαίνουν σε «κατ’ οίκον έρευνας ήμερας τε και νυκτός», να επιβάλλουν απαγόρευση της κυκλοφορίας και να εκτοπίζουν άτομα. «Η κήρυξη απλώς και μόνο του στρατιωτικού νόμου στη χώρα θα ήταν ίσως μία ηπιότερη εξέλιξη», όπως σημειώνει ο Μαργαρίτης.
Η δίκη
Γρήγορα-γρήγορα, λοιπόν, στις 12.6.1946 έγινε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης η δίκη τριών κατοίκων του χωριού Περιστέρι Κιλκίς (βρίσκεται κοντά στον νομό Θεσσαλονίκης και σήμερα ανήκει στη δημοτική ενότητα Γαλλικού). Ήταν οι Γεώργιος Καλέμας (ή Καλέμος ή Καλέμης), Θεοχάρης (ή Θόδωρος) Σαπρανίδης και Ιερεμίας Μπουντουριάν. Η κατηγορία ήταν αυτή του άρθρου 1 § 1 του ψηφίσματος (η απόσπαση μέρους «εκ του όλου της Επικράτειας») και τα τεκμήρια, όπως προαναφέραμε, ήταν ο οπλισμός που βρέθηκε στο χωράφι του αποβιώσαντος θείου του Σαπρανίδη. Από κει και πέρα οι μάρτυρες Χρ. Χαραλαμπίδης («αγροφύλαξ») και Ξενοφών Τασκανίδης «κατέθεσαν ότι τα όπλα ανήκον εις τους κατηγορουμένους, τούτο δε συμπεραίνουν, αφ’ ενός διότι οι δύο πρώτοι ήσαν πρώην ελασίται, αφ’ ετέρου δε διότι υπήρχον πολλαί ενδείξεις ότι ούτοι ετέλουν εις επαφήν μετά της συμμορίας του καπετάν Βοργιά, η οποία δρα στις την περιφέρειαν Κιλκίς. Ο καπετάν Βοργιάς, κατά του οποίου εκκρεμεί ένταλμα συλλήψεως, φυγοδικεί διότι επρωτοστάτησεν εις τα γεγονότα της 31ης Μαρτίου 1946 κατά τα οποία απηλευθερώθη εκ του αστυνομικού σταθμού εις κρατούμενος […] Διά τον Ιερεμία Μπουντουριάν, ο οποίος είνε διδάσκαλος του χωρίου, οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι ήτο “σύνδεσμος” και ειδοποίει τους συμμορίτας διά την άφιξιν των αποσπασμάτων». Επιπλέον «εκ της διαδικασίας προέκυψεν επίσης ότι δεν εσημειώθη τρομοκρατική δράσις της συμμορίας Βοργιά. Ούτος, όπως κατέθεσαν οι αυτοί μάρτυρες, ενεφανίσθη προ ημερών εις το Περιστέρι, συνηντήθη δε εις την πλατείαν του χωρίου μετά τεσσάρων σημαινόντων εθνικοφρόνων του χωρίου επί τω σκοπώ όπως πραγματοποιήσουν την “συμφιλίωσιν”». Σ’ αυτή την προσπάθεια συμφιλίωσης, την οποία αναφέρουν δύο σαφώς φιλοκυβερνητικοί μάρτυρες, ίσως βρίσκεται όλη η ουσία της υπόθεσης, καθώς το καθεστώς φαίνεται να επιδιώκει –μέσω της τρομοκρατίας των εκτελέσεων– την αποτροπή οποιασδήποτε τοπικής απόπειρας να βγουν οι αριστεροί από τη θέση των κυνηγημένων.
Έτσι, παρά το έωλο κατηγορητήριο που βασίζεται σε «ενδείξεις» και την αντιστασιακή δράση των κατηγορουμένων, ο βασιλικός επίτροπος Ταμβακάς «εζήτησε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι» και ως τιμωρία «την εσχάτην των ποινών διά τους δύο πρώτους και ισόβια διά τον Μπουντουριάν». Ο συνήγορος των Καλέμα και Σαπρανίδη Μηνάς Πατρίκιος (πρώην και μετέπειτα δήμαρχος Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης και βουλευτής της ΕΠΕΚ) «εζήτησεν όπως μη εφαρμοσθή η ποινή του κατηγορητηρίου διότι όπως απεδείχθη εκ της διαδικασίας ούτε η συμμορία έδρασεν εις την περιφέρειαν αυτήν ούτε οι κατηγορούμενοι έλαβον μέρος εις αυτήν […] Όσον αφορά τα όπλα εζήτησε να χαρακτηρισθή η πράξις ως παράνομη οπλοφορία». Ο συνήγορος του τρίτου κατηγορουμένου Γεωργόπουλος «εζήτησε την απαλλαγήν του πελάτου του διότι δεν προέκυψαν εις βάρος του στοιχεία». «Το στρατοδικείον», εντέλει, «εκήρυξε τους κατηγορούμενους ενόχους του άρθρου 2 § 1 του ψηφίσματος, ήτοι, ότι προέβησαν “εις την κατάρτισιν ενόπλων ομάδων” και επέβαλεν εις τους Σαπρανίδην και Καλέμαν την ποινή του θανάτου. Ο Μπουντουριάν κηρυχθείς ένοχος εν μετρία συγχύσει, κατεδικάσθη εις φυλάκισιν ενός και ημίσεως έτους». Η αλλαγή του κατηγορητηρίου (αν δεν αποτελεί σφάλμα της εφημερίδας) ίσως έγινε επειδή οι κάτοικοι του χωρίου ήταν ποντιακής καταγωγής (λαμβάνοντας ως ένδειξη το επώνυμο του Σαπρανίδη και των δύο μαρτύρων κατηγορίας) οπότε δεν κολλούσε ο χαρακτηρισμός Βούλγαροι, επομένως απόπειρα απόσπασης κλπ. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η αλλαγή ήταν μάλλον «ψιλά γράμματα» για τους στρατοδίκες που, ούτως ή άλλως, έπραξαν το «καθήκον» τους στέλνοντας δυο ανθρώπους στο απόσπασμα. Εντύπωση προκαλεί και η πολύ μικρή ποινή του τρίτου κατηγορούμενου.
Η εκτέλεση
Το Γ΄ Ψήφισμα προέβλεπε ότι για την εκτέλεση της θανατικής ποινής «δέον εν πάση περιπτώσει να παρέλθωσι τρεις ημέραι από της απαγγελίας της αποφάσεως». Αμέσως μόλις παρήλθαν οι τρεις αυτές ημέρες, στις 16.7.1946, οι θανατοποινίτες που κρατούνταν στις φυλακές του Γεντί Κουλέ οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η Μακεδονία αφιέρωσε στο γεγονός πρωτοσέλιδη φωτογραφία και λεπτομερές, σχεδόν ολοσέλιδο, ρεπορτάζ ο συντάκτης του οποίου προσπαθεί να επιδείξει και λογοτεχνικές ικανότητες. Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα:
«5 και 30΄. Ο ήλιος έχει ήδη ανεβή επάνω απ’ τον Χορτιάτη και χρυσώνει τον ουρανό. Το πρώτο αυτοκίνητο με το απόσπασμα καταφθάνει. Ήδη έχει έλθει και η χωροφυλακή, άνδρες της οποίας κατέλαβον θέσεις σ’ όλον τον δρόμο από τις φυλακές έως τον τόπο της εκτελέσεως […] 5 και 40΄. Οι μελλοθάνατοι βγαίνουν. Με κόπο κρατιένται στα πόδια τους. Διασκελίζουν την εξώπορτα –τόσο μεγάλη πόρτα κι όμως πόσο δύσκολα την περνά κανείς για να βγη!… Για μια στιγμή στέκονται. Είνε και οι δυο κατάχλωμοι. Συντετριμμένοι. Έχουν τα χέρια τους δεμένα εμπρός. Ο Σαπρανίδης με χειροπέδες, ο Καλέμος με ένα καλώδιο από ηλεκτρικό. Και οι δυο νέοι, έως 35 χρονών. Ο Σαπρανίδης αμίλητος, σκυφτός, κυττάζει μπροστά του. Φαίνεται σαν να τάχη χαμένα. Ο Καλέμος, πιο ψηλός, μόλις στάθηκαν, χωρίς να κυττάζη κατάματα κανέναν αρχίζη να μιλά: – Αδέλφια! Άδικα θέλετε να μας σκοτώσετε… Είμαστ’ αθώοι… άδικα… Σταθήτε να το εξετάσουμε το ζήτημα… Να φέρουμε όλο το χωριό… Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα… […] Είναι ένας τόπος πίσω –προς τ’ ανατολικά– των φυλακών, που αναδιπλώνεται ελαφρά σε λόφους μικρούς και μεγαλύτερους με λίγο χώμα και περισσότερη πέτρα. Μια ελαφρή χαράδρα κόβει έναν απ’ αυτούς τους λόφους από έναν άλλον μικρότερόν του όπου αρκετοί σταυροί ξύλινοι φαντάζουν πένθιμα: Είνε το νεκροταφείον των εκτελουμένων καταδίκων. Η συνοδεία συνεχίζει προς τα εκεί την πορεία της από ένα ελικοειδές μονοπάτι. Από μακρυά φαίνονται οι δυο κατάδικοι που χτυπάνε τον κασμά και φτυαρίζουν το χώμα […] Σε δέκα λεπτά η συνοδεία έχει φθάσει. Τελευταίος έρχεται ο παπάς βαστώντας το θυμιατό στα χέρια και μουρμουρίζοντας την νεκρώσιμη ακολουθία […] 5 και 50΄. Σε μια απότομη κατάβαση του εδάφους στήνονται οι μελλοθάνατοι όρθιοι, με μέτωπο τον Θερμαϊκό που τώρα λαμποκοπά κάτω απ’ τον πρωινό καλοκαιρινόν ήλιο σαν ασημένιο πιάτο. Απέναντί τους, στο νεκροταφείο, πενήντα μέτρα πιο κάτω, οι δυο κατάδικοι συνεχίζουν βιαστικά το έργο τους. Ο κασμάς γοργά χτυπά τη γη, που θα κρύψη έπειτ’ από λίγο μια μεγάλη ντροπή: Την ντροπή δυο Ελλήνων που θέλησαν να εξοντώσουν άλλους Έλληνας. Και λίγο πιο εδώ, δέκα μέτρα σχεδόν από τους δύο μελλοθάνατους παρατάσσεται το απόσπασμα, υψώνει το ανάστημά της η Ελλάς που θέλει να ζήση […] Αίφνης ο επί κεφαλής αξιωματικός παραγγέλλει “παρουσιάστε!”. Ο Καλέμος παύει να ομιλή, το απόσπασμα παρουσιάσει όπλα κι ο Βασιλικός Επίτροπος διαβάζει την απόφαση. Η σιγή είνε απόλυτη, νεκρική […] Η ώρα είναι 6η πρωινή. Η ζωή αρχίζει κάτω, στην πόλη. Θολός και συγκεχυμένος ακούεται έως εκεί επάνω ο βόμβος της. Τα τραμ κινούνται σαν μυθικά φίδια στις δυο αρτηρίες της. Ένα πανάκι ολόλευκο αρμενίζει στο βάθος της θάλασσας χαρωπά, φουσκωμένο απ’ το πρωινό αεράκι […] Ο επί κεφαλής αξιωματικός δίνει το παράγγελμα “παρά πόδα” κι’ ευθύς κατόπιν “πυρ κατά βούλησιν γονυπετώς» […] Έξαφνα μια ομοβροντία εδόνησε την ατμόσφαιρα και δύο κορμιά ξαπλώθηκαν κατά γης ανάσκελα, ανάμεσα στη σκόνη που σήκωσαν πέφτοντας στη γη και στους καπνούς των 24 όπλων του εκτελεστικού. Δυο στρατιώτες βγαίνουν από το απόσπασμα. Ο ένας σκοπεύει στο κεφάλι του Σαπρανίδη και δίνει τη χαριστική βολή. Ο άλλος πλησιάζει τον Καλέμο. Είνε ακόμη ζωντανός και συνεχίζει τις διαμαρτυρίες του ανάμεσα σε βόγγους. – Ωχ! Αδέλφια άδικα!… Μια ριπή ακόμη στο κεφάλι και τον απαλλάσσει από το μαρτύριο της παρατάσεως της επιθανατίου αγωνίας. Πλησιάζει ο γιατρός και πιστοποιεί τον θάνατο. Κι’ ύστερα το απόσπασμα με μια διπλή αλλαγή κατευθύνσεως επ’ αριστερά περνά εμπρός από τα πτώματά των και φεύγει».
Διαμαρτυρόμενοι και ικανοποιημένοι
Την ίδια ημέρα με την εκτέλεση έφθασε, ατμοπλοϊκώς, στη Θεσσαλονίκη αντιπροσωπεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και το απόγευμα μέλη αυτής της αντιπροσωπείας –οι Κύρκος (Μιχάλης, ο πατέρας του Λεωνίδα), Παρτσαλίδης και Μουτεσίδης– μαζί με μέλη της τοπικής επιτροπής του ΕΑΜ –Καραμαούνα, Πασαλίδη και Τζήμα– «επεσκέφθησαν τον υπουργόν της Βορείου Ελλάδος κ. Ν. Κώτταν προς τον οποίον διαμαρτυρήθησαν διά την ασκούμενην εκ μέρους των μοναρχικών συμμοριών και των οργάνων της χωροφυλακής τρομοκρατίαν εις βάρος των δημοκρατικών πολιτών, διά τας γενομένας εν Καλαμαριά συλλήψεις πολιτών και διά την γενομένην χθες εκτέλεσιν των δυο καταδικασθέντων εις θάνατον χωρικών. Ο κ. Κώττας απαντών εις τας διαμαρτυρίας, διέψευσε την ύπαρξιν και δράσιν εν Βορείω Ελλάδι μοναρχικών συμμοριών τονίσας ότι μόνον συμμορίαι αριστερών υφίστανται και δρουν. Ως προς την εκτέλεσιν των δύο καταδίκων, ετόνισεν ότι πρόκειται περί καταδικαστικών αποφάσεων στρατοδικείου».
Στη Θεσσαλονίκη, όμως, βρισκόταν και ο υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας Π. Μαυρομιχάλης, ο οποίος «πληροφορηθείς την εσπέραν εκ δημοσιογράφων την εκτέλεσιν των Σαπρανίδη και Καλέμου […] εξέφρασε την ικανοποίησίν του και την ελπίδα ότι τυχόν ομόφρονες τούτων θα φρονηματισθούν παραδειγματιζόμενοι από την εκτέλεσιν αυτήν. – Διότι, προσέθεσεν, η μη εκτέλεσις ουδεμίας των μέχρι τούδε εκδοθεισών θανατικών καταδικών είχεν αποθρασύνει τους ανθρώπους αυτούς και εφθάσαμεν αυτού όπου εφθάσαμεν». Και η βιομηχανία των εκτελέσεων, που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη, συνεχίστηκε εντατικά σ’ όλη τη χώρα, μετά και την έκφραση της ικανοποίησης του κυρίου υπουργού. Δέκα μέρες αργότερα στα Γιαννιτσά εκτελέστηκαν επτά άτομα, ανάμεσά τους και η «πρώτη γυναίκα στην Ιστορία της χώρας που πέφτει νεκρή από σφαίρες εκτελεστικού αποσπάσματος», η νεαρή δασκάλα Ειρήνη Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα).
e-prologos.gr