Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα προκρίνει, μεταξύ άλλων, ως ικανοποιητικό προσόν εργασίας το μεταπτυχιακό, προσφέρει εργασία επιπέδου Λυκείου και αμοιβή επιπέδου Γυμνασίου.
Στο 20% ανέρχονται οι νέοι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που είναι άνεργοι στην Ελλάδα, με τη χώρα να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον στην Ελλάδα παρατηρείται και το φαινόμενο πτυχιούχοι και κάτοχοι μεταπτυχιακών να απασχολούνται σε πολύ κατώτερες θέσεις με βάση τα προσόντα τους.
Σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ για την την εκπαίδευση και την απασχόληση στη χώρα μας η Ελλάδα βρίσκεται στην 25η θέση ως προς το ετήσιο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τη στιγμή που στην Ε.Ε. η ανεργία των νέων 20-35 ετών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι κοντά στο 5%, στην Ελλάδα εκτοξεύεται στο 20%, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 10%, σύμφωνα με τον διευθυντή του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ Χρήστο Γούλα.
Όπως εξήγησε, οι νέοι πτυχιούχοι που αποτελούν το μεγάλο και δυναμικό εργατικό δυναμικό, δυσκολεύονται πάρα πολύ να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, γιατί η αγορά εργασίας βγάζει θέσεις εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης, χαμηλής καινοτομίας, με αποτέλεσμα οι υπερπροσοντούχοι να παίρνουν θέσεις εργασίας πολύ κατώτερες και αυτό έχει ως συνέπεια το φαινόμενο του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) αφού αναγκάζονται να φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν καλύτερη δουλειά.
Σε ό,τι αφορά το καθαρό εισόδημα των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αυτό φτάνει ετησίως τα 14.300 ευρώ (25η θέση), της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 9.400 ευρώ (25η θέση) και του δημοτικού και γυμνασίου 7.400 ευρώ (23η θέση).
Όπως ανέφερε στην εισήγησή του ο κ. Γούλας, η αγορά εργασίας στη χώρα μας δεν ανταμείβει το επίπεδο εξειδίκευσης των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
«Υιοθετεί ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, τη γνώση της αγγλικής σε επίπεδο Proficiency και απαιτεί προϋπηρεσία και δεξιότητες που αποκτούνται μέσω αυτής, ωστόσο το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί σε απόφοιτο Λυκείου (ISCED 3), ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ISCED 2)» τονίζει.
Η συγκεκριμένη τάση, όπως παρατηρεί, διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων) και brain-waste (σπατάλη εγκεφάλων).
«Η αγορά συνεχίζει να αμύνεται για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης» σημειώνει.
Προειδοποιεί ότι «αν η οικονομία δεν επανέλθει να παράγει νέες θέσεις εργασίας πιο εξειδικευμένες που να απαιτούν εκπαιδευτικά προσόντα που να μπορούν οι πτυχιούχοι και οι εξειδικευμένοι να βρουν θέσεις, κατά την άποψη μας δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση». Για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση πρότεινε το εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση να επικοινωνεί πιο πολύ με τις πολιτικές απασχόλησης.
Ωστόσο, πέρα από τις διαπιστώσεις -που σε γενικές γραμμές είναι γνωστές-, τα προβλήματα στο χώρο της εργασίας (και όχι μόνο)είναι προβλήματα πολιτικής. Είναι βέβαιο ότι η ανάγκη της ανάπτυξης ενός πλατειού, μαζικού, λαϊκού αγώνα, που να μπορεί να αντιπαρατεθεί στη συνεχιζόμενη πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας, αλλά και να εναντιωθεί αποτελεσματικά στα προβλήματα που γεννά η (μετα)μνημονιακή εποχή της «ενισχυμένης εποπτείας» στον κόσμο της εργασίας, είναι εξαιρετικά αναγκαία.
Δείτε την έρευνα και τις εισηγήσεις ΕΔΩ.
Δείτε κι αυτό:
e-prologos.gr