Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 μέχρι σήμερα ένα «φάντασμα» πλανιέται πάνω από την Ελληνική εκπαίδευση: το «εξεταστικό» ή -με άλλα λόγια- ο τρόπος και οι όροι πρόσβασης των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η πιο «ταραγμένη ζώνη» του σχολείου υπήρξε, ακριβώς, η περίοδος της μετάβασης από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Τριτοβάθμια. Αν κανείς τινάξει το εκπαιδευτικό «σώμα» των μεταρρυθμιστικών «επεισοδίων» των τελευταίων 40 χρόνων θα διαπιστώσει ότι όλα όσα προβλήθηκαν από τη μεριά των εκάστοτε ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας ως πρωτότυπα και μαγικά ελιξίρια για την ανανέωση του ελληνικού σχολείου αναφέρονταν στο εξεταστικό σύστημα.

Μια στοιχειώδης αναδρομή-εξέταση των ιστορικά διαμορφωμένων εξεταστικών συστημάτων στη χώρα μας από τη δεκαετία του ΄70 έως τις μέρες μας, φανερώνει ότι οι εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με όποια μορφή κι αν έγιναν, όποιο όνομα κι αν πήραν (Πανελλήνιες, Πανελλαδικές, Γενικές Εξετάσεις), είχαν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό στον νομιμοποιητικό τους λόγο: «τον περιορισμό της παραπαιδείας».

Με λίγα λόγια δεν υπάρχει «μεταρρύθμιση» στον τρόπο μετάβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που να μην υπονοεί το τέλος των φροντιστηρίων και των οικογενειακών εξόδων, σαν να πρόκειται για πελατειακή και πλαστή ανταπόκριση στις ελπίδες και τα όνειρα χιλιάδων οικογενειών.

Με κάθε σχεδόν κυβερνητική αλλαγή εξαγγέλλεται νέα αλλαγή του εξεταστικού συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο πολυπαιγμένο εκπαιδευτικό δραματολόγιο, βρήκαν αγκυροβόλιο «υποσχετικές – καρμπόν» για «αύξηση του ενδιαφέροντος των μαθητών», «για την απόκτηση της γνώσης στο σύνολο των μαθημάτων του Λυκείου», για «αύξηση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών» για περιορισμό ή και εξαφάνιση «της φροντιστηριακής εκπαίδευσης που εξανεμίζει τα οικονομικά της ελληνικής οικογένειας».

Όλοι οι ισχυρισμοί αποδείχθηκαν ολωσδιόλου αβάσιμοι. Είναι φανερό σήμερα ότι όλες οι αλλαγές αποτελούσαν έναν παραπλανητικό επίδεσμο στο ρημαγμένο σώμα της Λυκειακής εκπαίδευσης. Ουσιαστικά έμεινε άθικτος ο εξεταστικοκεντρικός προσανατολισμός του Λυκείου και οι εξετάσεις στη Γ΄ Λυκείου μετατράπηκαν σε κορυφαία πράξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας με αποτέλεσμα όλα μέσα στο Λύκειο, από την Α΄ τάξη μέχρι την Γ΄ να κινούνται γύρω από αυτές.

Είναι φανερό ότι οι εξετάσεις παρακυβέρνησης του Λυκείου παραμένουν και μαζί τους και τα παρεπόμενά τους: η εκπαίδευση της αμάθειας, τα φροντιστήρια και η οικονομική εξουθένωση των πιο αδύναμων νοικοκυριών. Παράλληλα εφόσον στόχος δεν είναι να μάθει ο μαθητής αλλά να ξεπεράσει τους άλλους, ούτε ο ελεύθερος χρόνος του αυξάνεται ούτε το φροντιστήριο ελαττώνεται. Κάνει μικρότερη προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς αγώνες ο δεκαθλητής από τον δρομέα των 100 μέτρων;

Ο υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου, μιλώντας πριν από λίγο καιρό στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης, αναφερόμενος στο νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, τόνισε ότι «θα είναι διαφορετικός ο τρόπος εισαγωγής με κυρίαρχη λογική για την εισαγωγή τον βαθμό του απολυτηρίου».

Στο σημείο αυτό και καθώς πριμοδοτείται και πάλι μια νέα αυταπάτη παρόμοια με αυτές των οποίων τα αποκαίδια μύρισαν γενιές και γενιές μαθητών, οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις:

1. Στη συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης  των υποψηφίων, οφείλουμε να επισημάνουμε τους οικονομικούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς όρους που επιδρούν, στη διάρκεια της φοίτησης, πολύ πριν οι μαθητές, ως υποψήφιοι, φτάσουν στις πανελλαδικές εξετάσεις, στην έκβαση αυτής της φοίτησης και σε τελευταία ανάλυση στη διαφοροποιημένη κατάταξη των υποψηφίων. Ουσιαστικά οφείλουμε να στρέψουμε το μικροσκόπιο του ενδιαφέροντός μας και της πολιτικής και εκπαιδευτικής μας ανάλυσης στις λειτουργίες του υπαρκτού σχολείου από την πρώτη μικρή του δημοτικού, πολύ, δηλαδή πιο πριν από το τέλος της Λυκειακής βαθμίδας.

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να αντιπαρατεθούμε αποτελεσματικά με τη θεωρία των φυσικών χαρισμάτων (αυτών που «παίρνουν» τα γράμματα) και άρα της «αναγκαίας επιλογής» μέσω εξετάσεων όσων μαθητών «αξίζουν» να προχωρήσουν.

2. Δεν υπάρχει «φαεινή ιδέα» για το εξεταστικό, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει αντίπαλη πρόταση αν δεν τοποθετηθεί κανείς για την ουσία της σχολικής εκπαίδευσης, καθώς, για όσους έχουν μάτια να δουν και την τιμιότητα να πιστέψουν στα μάτια τους είναι σαφές ότι, το σύστημα πρόσβασης δεν μπορεί να βρει δίκαιη λύση στο πλαίσιο των άνισων όρων που δημιουργεί η σημερινή εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα. Οφείλουμε να μιλήσουμε για την εκπαίδευση και το σχολείο σε συνάρτηση με τις υπαρκτές σχέσεις παραγωγής, με το σύστημα εκμετάλλευσης που προσδιορίζει και καθορίζει τη σχολική εκπαίδευση.

Η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να κοιτάξει το δάσος και όχι το δέντρο και να μιλήσει για όλα τα παιδιά. Αλλιώς θα «εγκλωβιστεί» σε μια επιφανειακή συζήτηση που θα επικεντρώνεται στην τελευταία τάξη του λυκείου, θα μεγαλοποιεί το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει αυτό καθαυτό το «σύστημα πρόσβασης» και θα αφήνει απέξω τα μεγάλα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος.

3. Χρειάζεται, επίσης, να αποκαλύψουμε ότι η «αυτονομία» ή «αποδέσμευση του Λυκείου» δεν εξαρτάται, σε τελευταία ανάλυση, από τις εξετάσεις πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρώτα – πρώτα γιατί κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα είναι λογικό να δένεται ως κρίκος μιας αλυσίδας με την επόμενη. Δεύτερον γιατί όπου κι αν μετατεθούν οι εξετάσεις πρόσβασης χρονικά, το Λύκειο θα συνεχίσει να είναι προθάλαμός τους, καθώς η «αξία» των τίτλων του Λυκείου στον υφιστάμενο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας δεν είναι εδώ και χρόνια συνδεδεμένη με κανένα επαγγελματικό δικαίωμα, ουσιαστικά είναι απαξιωμένη εργασιακά.

4. Στα πλαίσια αυτά:

α. Πρέπει να σταθούμε κριτικά απέναντι στο περιεχόμενο, τις μορφές και τις κατευθύνσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων και στις σχολικές πρακτικές (τι, πως και γιατί μαθαίνουν οι μαθητές) που εντυπώνουν στους μαθητές μας από την πιο τρυφερή ηλικία, αντιλήψεις, πεποιθήσεις και στάσεις για τη φύση και την κοινωνία απαραίτητες για την «παραγωγή» παθητικών, συναινετικών, δογματικών, υπομονετικών, εξουσιαζόμενων, άκαμπτων, συντηρητικών προσωπικοτήτων που αντιστέκονται στην αλλαγή της κοινωνίας προκειμένου να κρατήσουν ανέπαφες τις παραδοχές τους για τον κόσμο που ζουν.

β. Πρέπει να σταθούμε κριτικά απέναντι στην τεμαχισμένη, αποσπασματική και τυποποιημένη γνώση που δημιουργεί στρατιές ημιαναλφάβητων ή προσοντούχων άσχετων οι οποίοι μπορούν να «διαβάσουν τη λέξη», αλλά είναι αξιοθρήνητα ανίκανοι να «διαβάσουν τον κόσμο». Η «εκπαίδευση της αμάθειας» ανήκει στη φυσιολογία του αστικού σχολείου, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του, το οποίο δεν μπορεί να το αποβάλλει όσες μεταρρυθμίσεις και αν κάνει.

γ. Πρέπει να μιλήσουμε για τις χιλιάδες μαθητών για τους οποίους η συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη εκπαίδευση είναι έξω από το οπτικό τους πεδίο καθώς δεν ολοκληρώνουν ούτε καν την υποχρεωτική -εδώ και αρκετές δεκαετίες- 9χρονη εκπαίδευση.

δ. Πρέπει να μιλήσουμε για το διπλό ανισότιμο, κοινωνικά και εκπαιδευτικά, σχολικό δίκτυο

ε. Τέλος πρέπει να αναδείξουμε τη στενά ωφελιμιστική (εργαλειακή= εξετάσεις), συνεπώς μονοδιάστατη και θνησιγενή παιδεία (υπερτονισμένη από την πρόωρη πρακτική των λεγόμενων «φροντιστηρίων») των μαθητών του Λυκείου.

5. Όσες προτάσεις έχουν κατατεθεί μέχρι σήμερα από τη μεριά του ΥΠΠΕΘ και των φορέων του (ΕΣΥΠ κλπ) πριμοδοτούν στην κατεύθυνση της τροποποίησης, μετάθεσης ή και «κατάργησης» των πανελλαδικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση αποκρύπτοντας ή υποτιμώντας ή αφήνοντας άθικτες όλες τις παραπάνω λειτουργίες και πρακτικές της σχολικής εκπαίδευσης, τους μηχανισμούς της  κοινωνικής επιλογής στο σχολείο.

Παράλληλα, το ΥΠΠΕΘ, με την κάλυψη ενός  αναγεννησιακού λόγου για τη μείωση του εξεταστικού άγχους των μαθητών, των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών, σε μια προσπάθεια τροχοπέδησης της κίνησης του μαθητικού πληθυσμού, στήνει νέα «εξεταστικά χαρακώματα» στο Λύκειο, στοχεύοντας σε μια νέα διαχείριση της ροής του μαθητικού πληθυσμού, με πλήρη «ηγεμονία» των αποτελεσμάτων των εξεταστικών δοκιμασιών σε όλα τα «μήκη και τα πλάτη» του Λυκείου, «λειτουργία» που από μόνη της, ως γνωστόν, δρομολογεί την πρόωρη έξοδο ενός τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την «κούρσα» του Λυκείου.

Μιλάμε για μια αριστοτεχνική δημιουργία των όρων που επιβάλλουν «αυτεπαγγέλτως» υψηλά ποσοστά απόρριψης και αποκλεισμού μαθητών.

6. Το στρατηγικό αίτημα του κόσμου της εργασίας «μόρφωση και δουλειά για όλους» είναι το μόνο έδαφος το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει μια πρόταση αγώνα για το σήμερα που θα στοχεύει στο να μορφώνονται όσο το δυνατόν περισσότεροι, όσο το δυνατόν καλύτερα.

Στα πλαίσια αυτά, η οποιαδήποτε πρόταση οφείλει να είναι δεμένη άρρηκτα με την αλλαγή του περιεχομένου της εκπαίδευσης, την εξάλειψη της σχολικής διαρροής, την κατάργηση του διπλού δικτύου, της βάσης του 10 και του κλειστού αριθμού εισακτέων, μαζί με τη διεκδίκηση-απαίτηση  επαγγελματικής διεξόδου.

Οφείλει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενναία χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την ελαχιστοποίηση των σκληρών ταξικών φραγμών, την αντισταθμιστική αγωγή, την ένταξη στα σχολικά δίκτυα των χιλιάδων παιδιών που βρίσκονται «εκτός των τειχών», την αναπροσαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων.

Οφείλει να μιλάει για όλες τις παραμέτρους της εκπαίδευσης (χρηματοδότηση, αναλυτικά προγράμματα, αντισταθμιστική διδασκαλία), να συνδέει την Εκπαίδευση με την Εργασία και τα πτυχία με το επάγγελμα, απαιτώντας το δικαίωμα για σταθερή και μόνιμη εργασία με αξιοπρεπή μισθό και αρνούμενη τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές εμμονές, όπου η αγορά κανοναρχεί και η εκπαίδευση υποτάσσεται.

Οφείλει να μιλάει για το Ενιαίο 12χρονο δωρεάν δημόσιο Σχολείο για όλα τα παιδιά (μετά από δίχρονη υποχρεωτική Προσχολική Αγωγή με ενιαίο διαπαιδαγωγητικό πρόγραμμα), μέχρι τα 18 τους χρόνια. Ένα τέτοιο σχολείο, με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό με ενιαία εργασιακά δικαιώματα,  απαλλαγμένο από επικαλύψεις και ανακύκλωση της ύλης σε κάθε βαθμίδα, θα έχει βελτιωμένο επίπεδο γενικών γνώσεων, θα συνδέει τη θεωρία και την πράξη,  θα αναπτύσσει την κριτική σκέψη, ώστε τα παιδιά να κατανοούν τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας. Στο σχολείο αυτό θα παρέχονται και εισαγωγικές επαγγελματικές γνώσεις, χωρίς κατευθύνσεις και ειδικότητες.

Οφείλει να μιλάει για τη λήψη αντισταθμιστικών εκπαιδευτικών μέτρων, όπως ειδική οικονομική υποστήριξη και επιδόματα στη φτωχή οικογένεια, στους άνεργους και τους μετανάστες ώστε τα παιδιά τους να τελειώνουν το Ενιαίο 12χρονο Σχολείο, καθώς και για πρόσθετη εκπαιδευτική υποστήριξη  στους μαθητές που το έχουν ανάγκη.

Οφείλει να μιλάει για έναν δεύτερο, προαιρετικό (για τους μαθητές), κύκλο σε όλη τη διάρκεια του Ενιαίου δημόσιου Σχολείου (μεσημεριανό ή απογευματινό), με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό, στον οποίο, σε αντίθεση με το ασυνάρτητο και εξουθενωτικό πρόγραμμα του ολοήμερου, ο μαθητής θα έχει τη δυνατότητα, δωρεάν και συγκροτημένα, να καλύψει διάφορες ανάγκες του για τις οποίες τα νοικοκυριά έχουν σήμερα αυξημένες και ανελαστικές ιδιωτικές δαπάνες (ολοκλήρωση του διαβάσματος για την επόμενη μέρα, ξένη γλώσσα, υπολογιστές, μουσική, χορός, αθλητικές δραστηριότητες κλπ) και να πιστοποιεί τις γνώσεις του (πτυχίο ξένης γλώσσας και πληροφορικής).

Οφείλει να μιλάει, παράλληλα, για ένα δημόσιο δωρεάν και ανοιχτό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης  μετά το 12χρονο σχολείο για όσα επαγγέλματα δεν απαιτούν πανεπιστημιακή μόρφωση.

Πηγή: Χρήστος Κάτσικας – Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης

Δείτε και αυτό:

Το μικρότερο κακό: Αν το κυνηγάς θα βρεθείς αιχμάλωτός του!

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το