Χρήστος Κάτσικας
Ποτέ άλλοτε σε αυτή τη χώρα το «νόμιμο» δεν ήταν σε τόσο μεγάλη αντιδιαστολή με το «ηθικό». Συνεχώς παράγεται μια «νομιμότητα» που αντιστρατεύεται και τη λογική και την ηθική.
Ωστόσο η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος. Αυτά έγραφε πριν λίγα ο χρόνια ο μακαρίτης Ζοζέ Σαραμάγκου.
Θα έπρεπε, επομένως, να είναι εύκολο για τον καθένα να επιλέξει ανάμεσα στην πλευρά της αλήθειας και στην πλευρά του ψεύδους, ανάμεσα στον ανθρώπινο σεβασμό και στην ασέβεια προς τον άλλον, ανάμεσα σε αυτούς που είναι με τη ζωή και αυτούς που είναι εναντίον της.Advertisement
Η υπομονή είναι η ενσωμάτωση της ήττας
Δυστυχώς, τα πράγματα δε συμβαίνουν πάντα έτσι. Ο προσωπικός εγωισμός, το βόλεμα, η έλλειψη γενναιοδωρίας, οι μικρές δειλίες της καθημερινότητας, όλα αυτά συνεισφέρουν σε μια ολέθρια μορφή πνευματικής τυφλότητας, να βρισκόμαστε, δηλαδή, στον κόσμο και να μη βλέπουμε τον κόσμο, ή να βλέπουμε από αυτόν ότι, ανά πάσα στιγμή, τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας.
Ναι είναι αλήθεια. Αφήσαμε το μυαλό μας να γίνει ένα νεκροταφείο ανεκπλήρωτων επιθυμιών!
Χρόνια και χρόνια υφάναμε τη σημαία μας με σιωπή, υπομονή, αδιαφορία και αφελώς ή και με ιδιοτέλεια πιστεύαμε πως άμα μάθουμε να καταπίνουμε τις ταπεινώσεις και κοιτάζουμε τη δουλειά μας θα κερδίσουμε περισσότερα ή τουλάχιστον δεν θα χάσουμε πολλά.
Μετά ήρθαν οι περικοπές, οι διαθεσιμότητες, ο αυταρχισμός και η αυθαιρεσία, η συκοφαντία, η τηλεργασία, ο μισθός που δεν φτάνει, η επιχειρηματική κουλτούρα, η κατάργηση των αντικειμένων της δουλειάς μας στα σχολεία, τα μόρια αντί για αμοιβή, ο διευθυντικός στρατός γραφειοκρατών, οι τρίμηνες συμβάσεις για ένα κομμάτι ψωμί, η «βροχή από πέτρες» της ερωτευμένης με τις αξίες της αγοράς κ. Νίκης Κεραμέως και λυπηθήκαμε και κάναμε το σταυρό μας και είπαμε, εντάξει, μακριά από μας «κοιτάζουμε τη δουλειά μας».
Και όταν το κακό τσάκιζε τους διπλανούς μας, τους φτωχούς και αδύναμους μαθητές μας, ή τους εκπαιδευτικούς των Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών η τους εκπαιδευτικούς Εικαστικών Μαθημάτων και δεν μπορούσαμε να κάνουμε ότι δεν το βλέπαμε, τότε βρήκαμε ότι τέλος πάντων “που να τα βάλουμε με τα θηρία” και που θα πάει “θα φάνε, θα φάνε και κάποια στιγμή θα χορτάσουν και θα σταματήσουν”.
Και κύλισε ο καιρός και η βαρβαρότητα μεγάλωνε και οι πληγές άρχισαν να πληθαίνουν και στο δικό μας σώμα.
Και τότε αρχίσαμε να νιώθουμε ότι σταματημός δεν θα υπάρξει, ότι μας περικυκλώνει το αδιανόητο και ότι αν δεν γίνει κάτι η ζωή μας θα είναι “για ένα κομμάτι ψωμί”
Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούμε να ευχηθούμε παρά να έρθει η συνείδηση και να μας ταρακουνήσει επειγόντως από το μπράτσο και να μας ρωτήσει εξ επαφής: “Πού πας; Τι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;”. Μια εξέγερση ελεύθερων συνειδήσεων θα χρειαζόμασταν. Είναι άραγε εφικτό;
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας
Το είπε ο Γκράμσι έναν αιώνα πίσω. Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία.
Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.
Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Το «δεν μπορώ», το «δεν αλλάζει τίποτα» είναι η παράδοση άνευ όρων
Από την άλλη η πιο τραγική μορφή απώλειας είναι η απώλεια της ικανότητας να φανταστούμε πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Το «δεν μπορώ», το «δεν αλλάζει τίποτα» είναι η έσχατη παράδοση όλων των όπλων που έχει ένας εκπαιδευτικός και κυρίως πως η δράση και η συμμετοχή του στα κοινά πράγματα (στα δρώμενα που θα ‘λεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες) είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για να βελτιώσει τη θέση του. Είναι ο θεμέλιος λίθος για την επόμενη μέρα, είναι η ταπεινή συνεισφορά του στον «μεγάλο έρανο» για την αλλαγή του κόσμου. Όλα συγκλίνουν στο ότι ο εργαζόμενος, ο κάθε εργαζόμενος, έχει μια θέση στη μεγάλη πορεία της αλλαγής των όρων ζωής του.
Όχι μόνος σαν τον Ρομπέν των Δασών, ως Δον Κιχώτης ή Σούπερμαν αλλά με τους «ομοίους» του, τους συνοδοιπόρους, τους συμμαχητές του, μ’ αυτούς που μοιράζεται τον πίνακα και αναπνέει την κιμωλία. Για φανταστείτε αν θα υπήρχαν οι θαυμάσιες ιστορικές εποποιίες αν κυριαρχούσε το «δεν μπορώ» και ο καθένας «έπαιρνε το καπέλο του» για άλλους τόπους.
Υποστηρικτική παραβολή για όλα τα παραπάνω είναι η συνομιλία μιας σταγόνας με έναν ορμητικό ποταμό. Όταν η σταγόνα μεμψιμοιρεί, αναστενάζει και είναι έτοιμη να παραιτηθεί «γιατί τι να σου κάνει μια σταγόνα», ο σοφός ποταμός απαντάει: «Δεν θα υπήρχα χωρίς εσάς τις σταγόνες μου».
Αν θέλουν οι μαχητές εκπαιδευτικοί να ξελασπώσουν το μέλλον πρέπει να πείσουν τον κόσμο «ότι πρέπει κι ότι μπορεί».
Μόνο όταν βλέπεις την πραγματικότητα γυμνή υπάρχουν πιθανότητες να κάνεις κάτι να την αλλάξεις. Αλλιώς βολεύεσαι με παραμύθια.
Θα ρωτήσει κάποιος: «και τι το κακό έχουν τα παραμύθια αφού σου φέρνουν ύπνο βαθύ»; Ναι αλλά είναι ύπνος χωρίς όνειρα, ούτε καν εφιάλτες. Είναι ύπνος της λήθης.
Όποιος όμως έχει τη δύναμη να ονειρεύεται δεν διστάζει να πληρώσει το τίμημα: φοβάται, απογοητεύεται, λυγίζει, πέφτει αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ, σε σημείο να αναρωτιέσαι: πού τη βρίσκει ρε διάολε αυτή τη δύναμη; Μα που αλλού; Στο υλικό των ονείρων.
Με την πεποίθηση ότι οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο μόνο αν μετατραπούν σε κινητήρα δράσης οι Δάσκαλοι με το «Δ» κεφαλαίο συνεχίζουν να πιστεύουν ότι μπορούν «τον κόσμο εμείς να φέρουμε στα μέτρα μας πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του». Συνεχίζουν να ξοδεύουν όλη την ζωή τους παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη.
e-prologos.gr