Χρήστος Κάτσικας
Το να αποτελέσουν οι βαθμολογίες των μαθητών βασικό «πυλώνα» του νέου «οικοδομήματος» αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, με δραστικό ρόλο των Σχολικών Συμβούλων (οι οποίοι στον νέο νόμο θα «βαφτιστούν» με άλλο όνομα) και της Τράπεζας Θεμάτων, προετοιμάζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Κοντολογίς, η «απόδοση» των μαθητών και τα «μαθησιακά αποτελέσματα» (π.χ. βαθμολογίες, τεστ, συμμετοχή σε εργασίες και προγράμματα, αποτελέσματα εξετάσεων, ροή αποφοιτούντων) θα αποτελέσουν κριτήρια της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας (και θα επηρεάσουν την κρατική χρηματοδότησή της στη λογική κόστος – όφελος) και των εκπαιδευτικών.
Οπως είναι γνωστό, με τον ν.4692/2020 έχει ήδη θεσμοθετηθεί η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων (ασχέτως αν ανακόπηκε η προώθησή της λόγω της καθολικής άρνησης των εκπαιδευτικών) και ετοιμάζεται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Ετσι το ΥΠΑΙΘ, με βάση την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), ετοιμάζει «έξυπνη» πλατφόρμα και Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα «στο οποίο θα γίνεται η συστηματική καταχώρηση των δεδομένων της αξιολόγησης μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων και εκπαιδευτικού έργου καθώς και η επεξεργασία των δεδομένων και της εσωτερικής και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών καθώς και των στελεχών εκπαίδευσης» («Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020 – 2025»).
Η κίνηση αυτή εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του προγράμματος της Ν.Δ. για την Παιδεία, στο οποίο προβλέπεται «αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές με χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων και δημιουργία δεικτών με βάση τα αποτελέσματα».
Τη συμμετοχή των γονέων στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων (και των εκπαιδευτικών) υπηρετούν και οι «Ψηφιακές Υπηρεσίες για κηδεμόνες μαθητών (e-Parents)», που αναφέρονται στη λεγόμενη «Ψηφιακή Βίβλο» και «αφορούν μια νέα πλατφόρμα που στόχο έχει να δώσει στον πολίτη-κηδεμόνα ένα ζωντανό “παράθυρο” στα σχολικά δρώμενα». Σύμφωνα με την «Ψηφιακή Βίβλο», ψηφιοποιούνται οι διοικητικές λειτουργίες, η επικοινωνία με τους γονείς, η επιμόρφωση, αλλά επίσης η αποτύπωση της αξιολόγησης σχολικών μονάδων για την αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Ενα από τα βασικά εργαλεία του ΥΠΑΙΘ τόσο για την «αποκατάσταση» της αντικειμενικής βαθμολογίας των μαθητών όσο και για την αυστηροποίησή της είναι η Τράπεζα Θεμάτων που αφορά όλες τις τάξεις των Λυκείου και των ΕΠΑΛ, ενώ υπάρχουν εισηγήσεις για «κατέβασμα» στο Γυμνάσιο καθώς και νέες εξεταστικές δοκιμασίες και στις δυο βαθμίδες (Δημοτικά – Γυμνάσια/Λύκεια).
Για τις τελευταίες (εξεταστικές δοκιμασίες) ήδη εδώ και καιρό το ΥΠΑΙΘ σταθερά και μεθοδικά έχει ξεδιπλώσει τις επικοινωνιακές του σειρήνες, υποκαθιστώντας (όπως συνηθίζει) την αναζήτηση των αιτίων από τη διαπίστωση των αποτελεσμάτων. Προβάλλει έντεχνα τον προβληματισμό του για τη μη τήρηση της κλίμακας 5-10 στα Δημοτικά και για την πληθωρική αύξηση των αριστούχων στα Γυμνάσια-Λύκεια (οι αριστούχοι μαθητές ανήλθαν το σχολικό έτος 2018/19 στους 181.790 από 158.500 που ήταν το σχολικό έτος 2015/16).
Στο πλαίσιο αυτό «σερβίρει», ως φαρμακευτική αγωγή για την επαναφορά μιας αντικειμενικής βαθμολόγησης των εκπαιδευομένων, την καθιέρωση στο Δημοτικό Σχολείο ενός είδους γραπτής αξιολόγησης των μαθητών στις δυο – τρεις τελευταίες τάξεις, αυξημένο και αναβαθμισμένο ρόλο στους σχολικούς συμβούλους και έλεγχο-αξιολόγηση εκείνων των εκπαιδευτικών που οι προφορικές βαθμολογίες που έβαλαν στους μαθητές απέχουν σημαντικά από τις βαθμολογίες που πετυχαίνουν οι εξεταζόμενοι στις γραπτές εξετάσεις.
Εδώ, προβάλλεται και η Τράπεζα Θεμάτων και οι εξετάσεις πανελλαδικού τύπου σαν εργαλείο σύγκρισης μεταξύ προφορικής και γραπτής βαθμολογίας, σαν το όχημα κανονικοποίησης της βαθμολογίας.
Τη «γραμμή» σύνδεσης των επιδόσεων των μαθητών με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και παράλληλα την κατανομή των κρατικών πόρων βάσει αποτελεσμάτων και λογοδοσία βάσει επίδοσης, καθόλου τυχαία, την ανακαλύπτουμε την τελευταία δεκαετία να διαπερνά την εκπαιδευτική πολιτική του ΥΠΑΙΘ ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τις κατευθύνσεις–οδηγίες-επιβολές ΟΟΣΑ και Ε.Ε. για το παραπάνω θέμα από τις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του: «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να προλαμβάνεται η ασυνέπεια μεταξύ των στόχων».
Στο προωθούμενο αυτό νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» -με τη σειρά της- την επιτυχία και την αποτυχία όλων.
Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι από την επίσημη αξιολόγηση ουσιαστικά «αγνοούνται» ή καταγράφονται τυπικά οι αμέτρητοι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που επηρεάζουν και συνδιαμορφώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και το εκπαιδευτικό έργο: κοινωνική προέλευση, οικογενειακή κατάσταση, συνθήκες διαβίωσης και κατοικίας, υλικοτεχνική υποδομή σχολείου, τύπος εξετάσεων, σχολικά βιβλία, εκπαιδευτικό κλίμα, παιδαγωγικές μέθοδοι, τα πάντα γίνονται καπνός. «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα.
Είναι προφανές ότι η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική γνωρίζει πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους της σχολικής επίδοσης. Η στόχευση είναι αλλού και «φωτογραφίζει» κατευθείαν τον εκπαιδευτικό. Και θεωρεί κατάλληλο τον χρόνο να προβάλει συστηματικά μια, έτσι κι αλλιώς, διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία για ό,τι «καλό» ή «κακό» γίνεται στα σχολεία την ευθύνη έχει ο εκπαιδευτικός.
Μια τέτοια αντίληψη, όπως γίνεται φανερό, εναποθέτει μεγάλο φορτίο ευθύνης στους ώμους του δασκάλου και συνήθως, όταν τίθεται θέμα σχολικής αποτυχίας ή εκπαιδευτικής κρίσης, ο δάσκαλος είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος». Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται ευκολότερη υπόθεση η επιβολή αυταρχικών μέτρων αξιολόγησης, εντατικοποίησης και διοικητικού ελέγχου.
e-prologos.gr