Ήταν 12 τ’ Απρίλη του 1947. Μέρες Πάσχα. Ο λαός μας ανηφορίζει το δικό του γολγοθά, μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Μετά την απελευθέρωση από την κτηνώδη ναζιστική κατοχή, ο ηρωικός αγώνας του λαού μας για ανεξαρτησία, λαοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει ανεκπλήρωτος. Οι νέοι δυνάστες, οι αδίστακτοι αποικιοκράτες Εγγλέζοι κι ακολούθως  οι Αμερικανοί ληστές και οι ντόπιοι υποτακτικοί τους, σφίγγουν αλύπητα τη θηλιά της καταπίεσης. Η ξενόδουλη άρχουσα τάξη, που στη διάρκεια της κατοχής είχε λιποτακτήσει στο εξωτερικό, επανακάμπτει και σε συνεργασία με πρώην δοσίλογους, νεόπλουτους μαυραγορίτες και υποτελείς πολιτικούς, παίρνει τα ηνία και συγκροτεί την αντιλαϊκή εξουσία της βασισμένη στην ξένη υποστήριξη. Τα καλύτερα παλικάρια του λαού μας οι γενναίοι εαμοελασίτες και οι ανταρτοεπονίτες, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, αυτοί που όλη την προηγούμενη περίοδο της κατοχής, έδωσαν αίμα και ψυχή για τη λευτεριά και για ιδανικά κι αξίες πανανθρώπινες, τώρα διώκονται, φυλακίζονται, βασανίζονται και δολοφονούνται από το κράτος της αντίδρασης και τις συνεργαζόμενες με αυτό φασιστικές συμμορίες των κεφαλοκυνηγών που αλωνίζουν αποθρασυμένοι στην ύπαιθρο. (Μπορείτε να δείτε τα όργια της “εθνικοφροσύνης” και στην Ευρυτανία στις σελίδες του “evrytan.gr”). Οι αγωνιστές  του ηρωικού ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, προδομένοι από την κατάπτυστη συμφωνία της Βάρκιζας, πετσοκόβονται ανυπεράσπιστοι από τη μαύρη αντίδραση. Ιδού και ο απολογισμός της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας στην πρώτη μετα-βαρκιζιανή περίοδο: 1289 δολοφονημένοι αγωνιστές, 509 απόπειρες φόνων, 165 βιασμοί γυναικών, 31.632 βασανισθέντες, 84.931 παράνομα συλληφθέντες, 100.000 ύπό καταδίωξη,  18.767 λεηλασίες και εμπρησμοί σπιτιών, 677 πυρπολημένα αντιστασιακά τυπογραφεία και λέσχες των ΕΑΜ-ΕΠΟΝ. Τα όρια της αντοχής του λαού δοκιμάζονται σκληρά.

Έτσι οι λαϊκοί αγωνιστές  αναγκάζονται να πάρουν ξανά τον γνώριμο δρόμο της αντίστασης μέσα από τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) που σηκώνει το άλμπουρο του νέου απελευθερωτικού αγώνα απέναντι στους καινούργιους τύραννους. Μηχανισμοί, εξουσίες και πολεμικές μηχανές, επιστρατεύονται για να τσακίσουν το φρόνημα των εξεγερμένων. Οι αδούλωτοι αντάρτες πολεμούν κόντρα σε όλους και όλα, απέναντι σε ένα σιδερόφραχτο μοναρχικό καθεστώς  που ενισχύεται  με τις βρώμικες λίρες των Άγγλων και με τα δολάρια και τις βόμβες «Ναπάλμ» των Αμερικάνων, αυτές που δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στη χώρα μας επάνω στα κορμιά των παιδιών του λαού μας.

Εκείνη η Άνοιξη, εκείνος ο Απρίλης του ‘47 δεν χαμογέλασε ποτέ. Ήταν άγριος, αδυσώπητος, φονικός. Αποκομμένες μονάδες του ΔΣΕ, με κύρια αιχμή το τάγμα του Σοφιανού, καθώς και τραυματίες και καταδιωγμένες άμαχες οικογένειες ανταρτών, κυκλωμένοι από στρατεύματα της ξενόδουλης μοναρχικής κυβέρνησης και από τα συνεργαζόμενα δολοφονικά παρακρατικά αποσπάσματα, επιχειρούν να σπάσουν τον κλοιό από τα Βραγγιανά με στόχο να επανενωθούν με τις υπόλοιπες επαναστατικές δυνάμεις κοντά στην περιοχή Βουλγάρα στο Αρχηγείο Θεσσαλίας.

Η απόφαση είναι μία: να διασχίσουν την κορυφογραμμή της Νιάλας ως μόνο δρόμο διαφυγής. Στο άκουσμα πολλοί κερώνουν. Αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να διασχίσει κανείς αυτά τα άγρια ανεμοδαρμένα περάσματα των Αγράφων σε υψόμετρο 2200 μέτρων, σε γυμνές παγωμένες και αφιλόξενες κορυφές, εκεί που δειλιάζει να φυτρώσει δέντρο και που ακόμη και τα αγρίμια κιοτεύουν. Συν τοις άλλοις υπάρχει και η υπόνοια μήπως ο στρατός έχει πιάσει τα περάσματα της Νιάλας. Όμως δεν τους απομένει άλλη επιλογή. Συγκροτούνται ως εξής: 2 μάχιμοι λόχοι μπαίνουν εμπροσθοφυλακή, στη μέση τα γυναικόπαιδα κι οι λαβωμένοι και στην οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του Γιάννη Παπαϊωάννου. Έτσι θα αρχίσει μία από τις πιο συγκινητικές και ηρωικές πορείες μέσα από την άγρια Νιάλα, τα “Ιμαλάϊα της Ελλάδας”!

Στις 11 του Απρίλη, Μεγάλη Παρασκευή, η πομπή ξεκινά μέσα σε πολύ δυσμενείς συνθήκες, με συνεχόμενη καταρρακτώδη βροχή και πολύ κρύο. Στις επόμενες ώρες της ανάβασης επικρατεί ανείπωτος χαλασμός, κατακλυσμός!  Το βουνό βρυχάται λυσσασμένο. Τα σωθικά του σκίζονται και ξερνάνε τρόμο και όλεθρο. Μανιασμένοι άνεμοι στροβιλίζονται αδιάκοπα δημιουργώντας εικόνες πραγματικής κόλασης. Τα εφιαλτικά αστραπόβροντα ακολουθούν συνεχείς κατολισθήσεις βράχων που σαρώνουν τα πάντα. Η γη τρέμει συθέμελα. Σε πολλά σημεία τα στενά κακοτράχαλα μονοπάτια που κρέμονται στις άκρες των απύθμενων γκρεμών κόβονται  και παρασέρνουν κόσμο στην άβυσσο. Οι πρώτοι μάρτυρες θα χαθούν για πάντα σε αυτές τις χαράδρες του θανάτου.

Όμως προχωρούν. Η Νιάλα απέχει ακόμη πάρα πολύ. Καθώς ανεβαίνουν πιο ψηλά, η οργή της φύσης γιγαντώνεται καθώς τη βροχή την αντικαθιστά μια φοβερή χιονοθύελλα που ξεσπάει ανελέητη. Κάτω από το παχύ στρώμα του χιονιού σβήνονται τα μονοπάτια και οι στράτες, χάνονται τα περάσματα. Οι συνθήκες είναι απερίγραπτες. Ο χιονιάς θεριεύει, το αφόρητο κρύο τους περονιάζει ως το κόκαλο. Τα στοιχεία της φύσης λυσσομανάνε δίχως σταματημό θέλοντας να αφανίσουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ηρωικοί μαχητές του ΔΣΕ και οι άμαχοι, μαστιγωμένοι από το πολικό ψύχος, ξυπόλητοι, ρακένδυτοι οι περισσότεροι, σφίγγουν τα δόντια και προχωράνε. Κοκαλωμένα τα χέρια, αδύναμες οι ανάσες, παγωμένα κούτσουρα τα πόδια, σέρνονται βαριά. Οι πιο νέοι παίρνουν στις πλάτες τους γυναίκες, παιδιά και ανήμπορους τραυματίες. Μα η μανία της Νιάλας δε λέει να κοπάσει, είναι αποφασισμένη να εξοντώσει κάθε οντότητα που τολμά να αμφισβητήσει την απόλυτη κυριαρχία της. Αλλά και οι άνθρωποι το ίδιο αποφασισμένοι κι αυτοί να κερδίσουν τη μάχη της επιβίωσης. Όσο η πομπή ανηφορίζει, σαν μια μεγάλη μαύρη κάμπια στην κατάλευκη ράχη του βουνού, τόσο αυτό αγριεύει περισσότερο. Κάθε βήμα πλέον είναι και μια υπέρβαση, κάθε δρασκελιά είναι και μια μάχη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Οι ανθρώπινες δυνάμεις στερεύουν εκεί μέσα στο λευκό εφιάλτη. Κάποιοι δεν αντέχουν άλλο. Σαν στάχυα κομμένα από το δρεπάνι του χάροντα, λυγίζουν και πέφτουν. Βρέφη, παιδιά, γυναίκες σβήνουν. Το τρίχρονο αγοράκι της Βάγιας Ράγια ξυλιάζει και χάνεται! Αυτή η γυναίκα κυνηγημένη από τους παρακρατικούς φονιάδες είχε ακολουθήσει την πορεία για να συναντήσει τον αντάρτη σύζυγό της στη Βουλγάρα. Θα χαθεί και αυτή και το μωρό της μα και η άλλη 18χρονη κόρη της. Παλικάρια παραδίδουν κι αυτά την τελευταία τους πνοή, θυσία στο βωμό της Νιάλας. «Αδέρφια, προχωράτε εσείς, εμείς φεύγουμε» σιγοψιθυρίζουν και γέρνουν. Ο τόπος σπέρνεται με δεκάδες ανθρώπινα κορμιά. Ένας βουβός θρήνος απλώνεται σε όλη την πορεία. Οι επικεφαλής αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους και διατρέχοντας συνεχώς το σώμα της πορείας βοηθούν, δίνουν κουράγιο στους συναγωνιστές τους. Επιφορτισμένοι όμως και με το ιερό καθήκον της διάσωσης τόσων ανθρώπων, έχουν δώσει  διαταγή να πιαστούν όλοι σε αλυσίδες και να μην σταματάει κανείς ότι και αν διαδραματίζεται δίπλα τους. Όμως τελικά τσακισμένοι και αυτοί συναισθηματικά με όλα όσα συμβαίνουν, λυγίζουν και δίνουν εντολή σε κάποιους μαχητές να γυρίσουν ξανά πίσω για να περισυλλέξουν τυχόν επιζώντες. Τα δάκρυα παγώνουν στα μάτια των ανθρώπων της αποστολής διάσωσης, όταν αντικρίζουν συντρόφους και συντρόφισσες, παγωμένα ανθρώπινα γλυπτά, να κοιμούνται για πάντα στο λευκό σάβανο της Νιάλας. Τους ελάχιστους που αναπνέουν ακόμη τους ζαλιγκώνονται στις πλάτες και επιστρέφουν συγκλονισμένοι.

Και τότε, μέσα στο χαμό και το σπαραγμό, η νεαρή κομμουνίστρια δασκαλίτσα, η Βαγγελιώ Κουσιάντζα, δίνει το σύνθημα. Και όλοι μαζί ξεκινούν να τραγουδούν!!! Ναι, μέσα στο φονικό χιονιά και το σκηνικό του θανάτου αυτοί τραγουδούν:

«Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου

οργανωμένα σε πόλεις και χωριά

και για εσένα και για τη λευτεριά σου

θα αγωνιστούμε όλοι με καρδιά…»

«Θύελλες άνεμοι, γύρω μας πνέουν,

τέκνα τον σκότους εμάς κυνηγούν,

σε ύστερες μάχες, μπλεκόμαστε τώρα

κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν».

«Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι,

στη Νιάλα πέφτουν κεραυνοί,

σειούνται στεριές και τα πελάγη

όπλων ακούγεται κλαγγή».

Η ψυχή νικάει τον τρόμο. Η παγωμένη Νιάλα υποκλίνεται μπροστά στην τιτάνια δύναμη και την ατσάλινη καρδιά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και των παιδιών του που αψηφούν το θάνατο με όπλο το αντάρτικο τραγούδι!

Και έτσι το Μ. Σάββατο το βράδυ, 12 Απριλίου 1947, η πομπή καταφέρνει να φτάσει στον Αυχένα του βουνού και αρχίζει να κατηφορίζει προς τη Σάικα. Το κουράγιο αναζωπυρώνεται, νέες δυνάμεις αντλούνται, ο στόχος πλέον είναι κοντά. Θα τα καταφέρουν! Η λύτρωση, για τους πολλούς, είναι πλέον γεγονός.

Δεν ισχύει όμως για όλους το ίδιο. Ορισμένοι και συγκεκριμένα ο 3ος λόχος της οπισθοφυλακής  του  Γιάννη Παπαϊωάννου, μαζί και άμαχοι, τραυματίες και πολιτικά στελέχη, χάνονται μέσα στην πυκνή ομίχλη και τη χιονοθύελλα που εξακολουθεί να μαίνεται ακόμη πιο έντονη και ξεστρατίζουν ακολουθώντας λάθος κατεύθυνση από αυτή των υπολοίπων συντρόφων τους που έχουν ήδη σωθεί. Και τότε πέφτουν κατάφατσα επάνω σε φυλάκια μονάδων του κυβερνητικού στρατού που έχουν στρατοπεδεύσει στο σημείο μέσα σε αντίσκηνα στο χιόνι. Ξυλιασμένοι κι εκείνοι από το κρύο να προσμένουν ανήμποροι το τελειωτικό χτύπημα της οργισμένης Νιάλας που δε λέει να κοπάσει τη μανία της.
Και τότε συμβαίνει κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στα παγκόσμια χρονικά των πολεμικών αναμετρήσεων. «Μην πυροβολείτε είμαστε αδέρφια», «αφήστε να περάσει απόψε το κακό και αύριο φεύγουμε» φωνάζουν αναμεταξύ τους ένοπλοι και από τις δύο πλευρές. Οι παγωμένοι αντάρτες μπαίνουν μέσα στις σκηνές των στρατιωτών, βράδυ Ανάστασης προς Κυριακή του Πάσχα!

Όμοιοι ημίθεοι χιονισμένοι, κοντοστέκονται για μια στιγμή και κατόπιν αφήνουν τα τουφέκια τους και κάθονται κατάχαμα. Κανένας από τους στρατιώτες δεν κινείται. Κανένας! Μέσα σε μια απόλυτη σιωπή τα βλέμματα συναντώνται. Παιδιά της αγροτιάς και της εργατιάς, αντάρτες και απλοί φαντάροι, μιλάνε με το βλέμμα της ψυχής. Νιώθουν, διαισθάνονται οι απλοί φαντάροι ότι τούτοι οι γενναίοι του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που δεν δείλιασαν να τα βάλουν με παγκόσμιες αυτοκρατορίες, που τόλμησαν να πραγματοποιήσουν αυτή την ανάβαση του θανάτου, δεν μπορεί παρά να πιστεύουν σε υψηλά ιδανικά. Ξέρουν και οι αντάρτες ότι πολλοί από τους φαντάρους είναι απλά παιδιά του λαού, που αναγκαστικά υπηρετούν μια θητεία που τους επιβλήθηκε από το ελεεινό καθεστώς της αμερικανοκρατίας και των συμμάχων της και ότι ίσως μέσα τους να αντιλαμβάνονται κι αυτοί την αλήθεια. Ξάφνου, ένας φαντάρος απλώνει το χέρι και προσφέρει μερικά σπυριά σταφίδες και λίγο κονιάκ σε κάποια ανταρτόπουλα. Είναι μία φοβερή σκηνή που περιγράφει και στην ταινία του «Ψυχή βαθιά» ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, μόνο που, καλλιτεχνική αδεία, την μεταφέρει σε άλλο τόπο, κάπου στο Γράμμο, και όχι εκεί που συνέβη πραγματικά, δηλαδή στη Νιάλα των Αγράφων της Ευρυτανίας. Η άγρια χιονοθύελλα, που εξακολουθεί έξω να λυσσομανάει, γίνεται η αιτία για την ιστορική ανακωχή της Νιάλας. Μερικοί θα βρουν το κουράγιο να πουν δυό λόγια:  Για τους ξένους δυνάστες που οδήγησαν ένα λαό σε αλληλοσκοτωμό για τα  βρώμικα συμφέροντα μιας χούφτας πλουτοκρατών, δοσίλογων και ξενόφερτων βασιλιάδων. Μιλούν για το γολγοθά της φονικής ανάβασης, για  αυτούς που έμειναν πίσω για πάντα. Κι ύστερα ξανά σιωπή. Έτσι θα κοιμηθούν πλάι-πλάι μέσα στις ίδιες σκηνές. Κάποιοι αντάρτες και φαντάροι δεν θα ξυπνήσουν ποτέ ξανά, θα ξεπαγιάσουν μέσα στα αντίσκηνα τα οποία είναι αδύνατον να αναχαιτίσουν το απίστευτο φονικό κρύο.

Ξημερώνοντας 13 Απρίλη, ανήμερα Πάσχα, όλα θα αλλάξουν. Ο “εθνικόφρων” επικεφαλής ταγματάρχης Αλευράς που έχει αντιληφθεί ότι ο κύριος όγκος των αντάρτικων δυνάμεων κατάφερε να ξεφύγει, βλαστημά και απειλεί θεούς και δαίμονες. Παίρνει τον ασύρματο και δίνει σήμα στο κέντρο ότι τάχατες… «κρατά αιχμαλώτους τα απομεινάρια των συμμοριτών», ενώ ταυτόχρονα ζητά επειγόντως ενισχύσεις. Οι ανώτεροί του, τού υπόσχονται και προαγωγή! Τη συνομιλία αντιλαμβάνεται τυχαία ο καπετάνιος των ανταρτών Γιάννης Παπαϊωάννου (“Ερμής”) ο οποίος αντιδρά και ρωτάει τον Αλευρά γιατί παραβιάζει την άτυπη ανακωχή. Ο Αλευράς βρίζοντας τον προκαλεί σε μονομαχία πυροβολώντας μάλιστα πρώτος. Όμως στην τελική έκβαση νικητής θα αναδειχθεί ο αντάρτης “Ερμής” ξαπλώνοντας νεκρό τον Αλευρά.

Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Γ. Παπαϊωάννου δίνει αυστηρή διαταγή να συγκεντρωθούν οι, διασκορπισμένοι στα αντίσκηνα, αντάρτες και να αποχωρήσουν τάχιστα. Ο χρόνος είναι ξανά εχθρός. Με  χίλια δυο βάσανα οι μισοξεπαγιασμένοι αντάρτες προσπαθούν και πάλι να σταθούν στα πόδια τους. Εντέλει,  οι περισσότεροι εξ’ αυτών κατορθώνουν να προωθηθούν προς τη Σάικα!

Λίγο αργότερα έξαλλες κραυγές κυβερνητικών αξιωματικών αναστατώνουν τον τόπο. Έχουν φτάσει από το χωριό των Αγράφων ενισχύσεις για τα στρατιωτικά φυλάκια. Όμως 31 άτομα, αντάρτες και πολιτικά στελέχη, λιπόθυμοι και μισοπεθαμένοι μέσα σε κάποιες απομακρυσμένες σκηνές, δεν  μπόρεσαν να ακούσουν τη διαταγή αποχώρησης του Γ. Παπαϊωάννου και έτσι συλλαμβάνονται. Ανάμεσά τους και η δασκάλα Βαγγελιώ Κουσιάντζα.

Αυτοί οι άνθρωποι θα βασανιστούν απάνθρωπα στα κρατητήρια (και ειδικά η Βαγγελιώ) και στη συνέχεια άλλοι εξ’ αυτών θα καταδικαστούν σε ισόβια, ενώ 10 διαλεχτοί αγωνιστές θα εκτελεστούν τελικά στην “Ξηριώτισσα” στη Λαμία, στις 9 Μάη 1947, με απόφαση ενός αδίστακτου φασίστα στρατοδίκη που έβγαζε καταδικαστικές αποφάσεις θανάτου χαμογελώντας. Η εκπληκτική Βαγγελίτσα θα δώσει και πάλι μαθήματα ηρωισμού όταν πρώτη θα σύρει το χορό “έχε γεια καυμένε κόσμε” μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα!!! Συγκλονισμένοι από την απίστευτη σκηνή οι στρατιώτες του 106 Τάγματος θα αρνηθούν να πυροβολήσουν και το δολοφονικό έργο θα το αναλάβουν εντέλει οι παρακρατικοί φασίστες. Η Βαγγελιώ ολόρθη και με το κορμί τρυπημένο από τις σφαίρες θα ζητωκραυγάζει για το δίκιο του αγώνα, μέχρι τη χαριστική βολή των δημίων!

Οι υπόλοιποι εκτελεσμένοι αγωνιστές ήταν οι: Τσιρώνης Βασίλης, Παπαγεωργίου Δημήτρης, Χαλκιάς Κώστας, Γαλανίτσας Αλέκος, Χασιώτης Δημήτρης, Καψάλης Θανάσης, Βαρνάβας Αλέκος, Κυρίτσης Χαρίλαος, Αθάνατος Δημήτρης.

Η Βαγγελιώ στο τελευταίο της γράμμα μέσα από το κελί μελλοθανάτων, αφού πρώτα περιγράψει τα ανείπωτα βασανιστήρια που υπέστη από τους χίτες και χωροφύλακες, κατά την ένδιάμεση κράτησή της στα μπουντρούμια του Καρπενησίου, θα καταλήξει : «…. Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε να με πενθείτε, η θυσία μας θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή», λόγια που προκαλούν ακόμη και σήμερα ρίγη συγκίνησης σε όσους ποθούν και παλεύουν για μια νέα, δίκαιη κοινωνία.

Κλείνοντας θα αναφέρουμε κάποια ακόμη ονόματα που γνωρίζουμε και που αφορούν εκείνους που χάθηκαν στη διάρκεια της φονικής ανάβασης στη Νιάλα: Ταγκούλης Βαγγέλης, Ράγια Βάια, Ράγια Ιουλία, Ράγιας Γιάννης, Στάικος Θανάσης, Ζορμπάς Βαγγέλης, Καλατζής Γιώργος, Καούρας Χρήστος, Παπαδημητρίου Θωμάς, Τσαμανής Σούλας, Δεναξά Κούλα, Πατρίκης Κώστας, Παναγιωτόπουλος Σεραφείμ, Τσουλάς Παυσανίας, Θοδωρής Κώστας, Θοδωρής Χαρ., Μπουλτσή Ελένη, Οικονόμου Λάμπρος……

Αυτή είναι η φοβερή ιστορία της Νιάλας των Αγράφων. Στο τρομερό βουνό του χαμού, στέκει σήμερα μια λιτή πλάκα που αναγράφει : «Στη θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ στρατιώτες του κυβερν. Στρατού και άμαχοι πολίτες στις 12-4-1947»

*Σημείωση: Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου ο ΑΠΤ άντλησε στοιχεία από την προσωπική του βιβλιοθήκη, με έμφαση στα εξαιρετικά βιβλία “Πληγές του εμφυλίου” του αντιστασιακού Βασίλη Φυτσιλή και “Νιάλα” του Μ. Μούστου. Επίσης  από διάφορες αφηγήσεις αγωνιστών που βίωσαν τα γεγονότα, καθώς και από διηγήσεις απογόνων τους…

“Ευρυτάνας Ιχνηλάτης”

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το