Την ώρα που η κυβέρνηση φέρνει την Τρίτη (25/05) για ψήφιση στη Βουλή το πιο αντεργατικό μεταπολεμικό τερατούργημα, προϊόν και κορύφωση μας καταστροφικής δωδεκάχρονης τροποποίησης της εργατικής νομοθεσίας, η ντόπια ολιγαρχία, οχυρωμένη πίσω από τα «προβλήματα» που της δημιούργησε η οικονομική και υγειονομική κρίση, αρνείται κατηγορηματικά κάθε συζήτηση για αύξηση του κατώτατου μισθού (σήμερα 650 € μικτά, ή 558,20 ευρώ καθαρά).
Έτσι, ενόψει της σχετικής διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό του έτους 2021, στη συνάντηση τους της 22/05, οι Σάιλοκ των εργοδοτικών οργανώσεων Δ.Παπαλεξόπουλος (ΣΕΒ), Γ. Καββαθάς (ΓΣΕΒΕΕ), Γ. Καρανίκας (ΕΣΕΕ), Γ. Ρέτσος (ΣΕΤΕ) και Α. Σαββάκης (ΣΒΕ) και παρουσία του πεμπτοφαλαγγίτη Γ. Παναγόπουλου προέδρου της ΓΣΕΕ, αποφάνθηκαν ότι κάθε αναφορά στην αύξηση του κατώτατου μισθού «βρίσκεται εκτός πραγματικότητας», επισημαίνοντας το μεγάλο κίνδυνο μία τέτοια αύξηση να συμπαρασύρει και τους μέσους μισθούς (Σημ.: Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ το Γενάρη του 2020, ο μέσος μισθός για πλήρη απασχόληση στις επιχειρήσεις με πάνω από 10 μισθωτούς, δεν ξεπερνά τα 1.365,35 € μικτά ή 1.056,42 € καθαρά!). Τέλος, εκβιάζοντας ωμά και προκαλώντας την κοινή γνώμη, απείλησαν ότι εάν αυξηθούν οι κατώτατοι μισθοί, οι επιχειρήσεις και ιδίως οι μικρομεσαίες που απασχολούν το 54% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, θα αναγκαστούν σε απολύσεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο πιο έμπειρος στις ίντριγκες, ΣΕΒ, προτείνει η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων «να προκύψει από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους», δηλ. τη μείωση της φορολογίας και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, επιβαρύνοντας με αυτό τον τρόπο τον κρατικό Προϋπολογισμό, ή με δυο λόγια, το σύνολο του λαού.
Το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας, αφιερώθηκε στους κλάδους που κυρίως πληγήκαν από την «πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση» (τουρισμού, λιανικού και χονδρικού εμπορίου και των υπηρεσιών εστίασης), αλλά και στο γεγονός ότι για την προηγούμενη αύξηση επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), «προκρίθηκαν άλλα κριτήρια για την αύξηση, υπό το πρίσμα των τότε πολιτικών εξελίξεων», εννοώντας τις υποσχέσεις για νέες διοικητικές δομές, απλοποίηση διαδικασιών, κωδικοποίηση της νομοθεσίας, απομείωση του κρατικού χρέους, εργασιακές «μεταρρυθμίσεις», πολιτική «δίκαιης ανάπτυξης», «επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας σε στέρεες επενδυτικές βάσεις», νέες καινοτόμες τεχνολογίες κλπ, κλπ. Να θυμίσουμε ότι εντυπωσιακές ήταν οι ελαφρύνσεις προς την ολιγαρχία σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας (μείωση κατά 3% των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών, αύξηση της κάλυψης ασφαλιστικών εισφορών και της επιδότησης σε περίπτωση πρόσληψης μακροχρόνια ανέργου για περίοδο 6 μηνών, αναστολή πληρωμών φόρου εισοδήματος, επιδοτήσεις πρόσληψης ανέργων, οικονομικές ενισχύσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων κ.ά.), που ξεπέρασαν τα 15 δισ.€.
Και αν οι επενδυτικές υποσχέσεις Τσίπρα και στη συνέχεια Μητσοτάκη (παράγωγα των ισχυρών μνημονιακών πιέσεων των ξένων ιμπεριαλιστικών κέντρων), έμειναν στη μέση λόγω του ξεσπάσματος της πανδημίας, η σημερινή κατάσταση με τα προσδοκώμενα (και εγκεκριμένα) περίπου 60 δισ.€ του ευρωπαϊκού πακέτου (22,5 δισ.€ επιχορηγήσεις+9,5 δισ.€ δάνεια+4 δισ.€ για δαπάνες υγείας που ήδη έχουν εγκριθεί+1,5 δισ.€ από το πρόγραμμα SURE+2,5-3,5 δισ.€ εγγυήσεις δανείων επιχειρήσεων επίσης εγκεκριμένο+19 δισ.€ από το νέο ΕΣΠΑ) δημιουργεί για τη ντόπια ολιγαρχία νέες προϋποθέσεις για «καλύτερες μέρες».
***
Με τον ίδιο προκλητικό τρόπο επιτέθηκε και ο υπουργός Ανάπτυξης Α.Γεωργιάδης, καταλογίζοντας «ατομικές ευθύνες» στους εργαζόμενους για την καταστροφική πορεία της οικονομίας, κατηγορώντας τους εμμέσως ότι δεν θέλουν να δουλέψουν γιατί παίρνουν άκοπα τα επιδόματα, την ώρα που η κυβέρνηση ψάχνει δήθεν να βρει πόρους για να καλύψει τα ελλείμματα στους κλάδους που χτύπησε η κρίση! «Έχει ανοίξει η εστίαση και ένα από τα πρώτα πράγματα που βλέπουμε είναι ότι δεν μπορούν να βρουν υπαλλήλους τα μαγαζιά για να δουλέψουν. Το ίδιο μας λένε και οι τουριστικές επιχειρήσεις. Εμείς δεν έχουμε πει ότι αιωνίως θα στηρίζουμε τους ανθρώπους για να μην δουλεύουν. Τους στηρίζουμε για να βρουν δουλειά. Μην πάμε από το ένα άκρο στο άλλο (…) Καμία φορά η συνεχόμενη λήψη επιδομάτων μειώνει την ανάγκη για εργασία. Σου λέει κάποιος “παίρνω το επίδομα, παίρνω και κάτι μαύρα και είμαι καλά”». Με δυο λόγια, ο ακροδεξιός υπουργός επαναλαμβάνει τη θέση ορισμένων ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης (Liberation, Spiegel, κ.α.), αλλά και του ίδιου του Μητσοτάκη («Να ανακαλύψουμε και πάλι τις χαμένες αξίες του Έλληνα. Την εργατικότητα, το φιλότιμο και την προκοπή…». Συνέντευξη στο Σκαϊ 24/02/2018), για τους τεμπέληδες Έλληνες που ζουν με τα επιδόματα. Λες και για την οικονομική και υγειονομική κρίση, την ανεργία ή την αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων, φταίνε οι εργαζόμενοι, οι οποίοι με το νέο εργασιακό έκτρωμα καλούνται να δουλέψουν μέχρι και 150 ώρες υπερωριών με ελάχιστες αμοιβές, απομακρύνοντας έτσι τη δυνατότητα νέων προσλήψεων. Εξάλλου, η επαναλειτουργία λιανεμπορίου, εστίασης και μέρος του τουρισμού, ήδη μειώνει σημαντικά τους δικαιούχους των επιδομάτων των 532 €, ενώ ένα μεγάλο μέρος (περ. 200.000) θα μείνει άνεργο, λόγω της οριστικής διακοπής λειτουργίας πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
***
Ο Μητσοτάκης δεν έλεγε ψέματα όταν δήλωνε πως «αυτή η κρίση είναι ευκαιρία για νέο ξεκίνημα». Πράγματι. Με το πρόσχημα της πανδημίας, ψηφίστηκαν και μπήκαν σε εφαρμογή δεκάδες αντεργατικοί νόμοι, υπουργικές αποφάσεις και ΠΝΠ για αυθαίρετες αναπροσαρμογές σε εργασιακά ωράρια, δυσμενείς μετατροπές και κατάργηση συλλογικών και ατομικών συμβάσεων εργασίας, άρνηση πληρωμών μισθών και μεροκάματων, δυνατότητα -στους εργοδότες- απασχόλησης με μισή αμοιβή. Και τέλος, με την κορωνίδα του εκτρωματικού νόμου «Περί προστασίας της εργασίας», φαίνεται καθαρά ποιος πρόκειται να πληρώσει τα σπασμένα της κρίσης με βάση τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Πάνω στα ερείπια της μεταπανδημιακής εποχής, η αστική τάξη βλέπει μία νέα περίοδο κερδοσκοπίας, θεωρώντας ότι έχει υπέρ της τους ταξικούς συσχετισμούς. Από κοντά και τα ξένα μονοπώλια, που μέσα σ’ αυτό το ξέφραγο αμπέλι –που εν πολλοίς το θεωρούν δικό τους- απλώνουν το χέρι και αρπάζουν ό,τι εκτιμούν πως θα τους αποφέρει κέρδη, φορτώνοντας στο λαό μας με το σταυρό του χρέους και φορώντας του το αγκαθερό στεφάνι της αντιλαϊκής πολιτικής και της αιώνιας λιτότητας. Η κυβέρνηση της Δεξιάς διαβλέποντας ότι παρά τα αλλεπάλληλα σκληρά μέτρα, θα ωριμάσουν εκρηκτικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, επιχειρεί να συκοφαντήσει κάθε λαϊκή αντίσταση, κάθε απεργιακή κινητοποίηση, κάθε στάση εργασίας, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο την αργυρώνητη συμβολή των ΜΜΕπικοινωνίας, αυξάνοντας την αστυνομοκρατία, εντείνοντας την καταστολή. Και δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι τα αλλεπάλληλα αντιλαϊκά μέτρα που συνεπάγονται θυσίες χωρίς κανένα αποτέλεσμα για το λαό και τον τόπο, δημιουργούν ένα πελώριο κύμα αμφισβήτησης και αποστροφής σε ότι αφορά όχι μόνο στην αντιφατική κυβερνητική πολιτική, αλλά ακόμα και στην ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ. Η λαϊκή οργή και αγανάκτηση κορυφώνονται και πολύ γρήγορα, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα αριστερά τους δεκανίκια θα βρεθούν μπροστά στο πρόβλημα του τεράστιου κοινωνικού κόστους μίας ανερμάτιστης και υποτελούς πολιτικής. Και σε αυτή την περίπτωση, όσο η αντιλαϊκή πίεση θα αυξάνει, τόσο θα τροφοδοτούνται εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις που είναι ικανές να δημιουργήσουν πρωτοβουλίες ανάπτυξης του μαζικού αγώνα των εργαζομένων και να ασκούν επίδραση στις ανώτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η ταξική πάλη θα οξυνθεί και μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις θα ξεδιπλωθούν στο επόμενο διάστημα. Άλλος δρόμος για την υπεράσπιση του λαϊκού εισοδήματος, των κοινωνικών δικαιωμάτων και της εθνικής ανεξαρτησίας, που αυτή τη στιγμή καταπατούνται και πλήττονται βάναυσα, δεν υπάρχει.
Σήφης Σταυρίδης, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ
e-prologos.gr