Στα τέλη του 1843 ο 25χρονος Καρλ Μαρξ αναγκάζεται να μετοικίσει με τη γυναίκα του Τζένη από την πάτρια Ρηνανία (Πρωσική τότε) – όπου διώκεται για την ανατρεπτική δημοσιογραφική και συγγραφική του δραστηριότητα – στο Παρίσι, όπου γνωρίζεται μεταξύ άλλων με τον αντίστοιχου προσανατολισμού συμπατριώτη του (κατά δύο χρόνια νεότερό του), Φρίντριχ Ένγκελς.
Η επαφή τους, που θερμαίνεται από το γεγονός της προηγηθείσας γνωριμίας αμφοτέρων με πλευρές του θεωρητικού έργου του καθενός, πυροδοτεί ένθεν μια κοινή, πολυδιάστατη πορεία, που θα καθοριστεί από την κοινή θεωρητική/φιλοσοφική τους στάση – η οποία θ’ αποτυπωθεί στο συγγραφικό τους έργο (κοινό και μη), και άλλο τόσο, από την επαναστατική τους δράση. Την ουσία αυτής της κοινής πορείας συμπυκνώνει η γνωστή ρήση του Μαρξ (ακούγεται απ’ τα χείλη του στην ταινία): «Οι φιλόσοφοι ως τώρα έχουν απλώς εξηγήσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αυτό που έχει σημασία είναι να τον αλλάξουμε».
Ο Αϊτινός Ραούλ Πεκ παρακολουθεί την περιπετειώδη περιπλάνηση των δύο αντρών στη διάρκεια της θερμής 5ετίας (1843-1848), διαμέσου των μεγάλων βιομηχανικών και πνευματικών ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής (Παρίσι, Βρυξέλες, Λονδίνο), παρακολουθώντας ταυτόχρονα τη γέννηση της κοσμοθεωρίας που άλλαξε για πάντα τη σκέψη – και την πορεία της Ιστορίας.
«…Ο Μαρξ ήταν προπάντων επαναστάτης. Ο πραγματικός σκοπός της ζωής του ήταν να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο στην ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και των κρατικών θεσμών που αυτή έχει δημιουργήσει, να πάρει μέρος στην απελευθέρωση του σύγχρονου προλεταριάτου, που αυτός του έδωσε για πρώτη φορά τη συνείδηση της θέσης του και των αναγκών του, τη συνείδηση των όρων της χειραφέτησής του. Ο αγώνας ήταν το στοιχείο του. Και αγωνίστηκε με πάθος, με επιμονή, με επιτυχία, όσο λίγοι», καταθέτει μεταξύ άλλων ο Φρίντριχ Ένγκελς στις 17 Μαρτίου του 1883, στην κηδεία του συντρόφου του, σ’ ένα απόμερο σημείο του νεκροταφείου του Χαϊγκέιτ στο Λονδίνο. Την πόλη που τέσσερις περίπου 10ετίες πριν είχε στεγάσει την ίδρυση της “Κομμουνιστικής Λίγκας”, με την καθοριστική πρωτοβουλία των δυο τους. Ο σεμνός Ένγκελς, τιμώντας τον νεκρό Μαρξ, καταθέτει μια συντριπτική αλήθεια.
Αυτό που οφείλει κανείς να πιστώσει πρωτίστως στον Ραούλ Πεκ, δημιουργό του ριζοσπαστικού ντοκυμαντέρ «Δεν είμαι ο νέγρος σου», που καταγίνεται με την αναθέρμανση της ρατσιστικής βίας και καταστολής στη σημερινή Αμερική, είναι ότι καταφέρνει ν’ αποδώσει με κινηματογραφικούς όρους αυτήν την αλήθεια. Περιγράφοντας τους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς όχι σαν δυσκοίλιους, εστέτ διανοούμενους, αλλά σαν μαχόμενους οραματιστές, που θέτουν συνειδητά εαυτούς στην υπηρεσία της Επανάστασης που ευαγγελίζονται, όντας σε διαρκή σύγκρουση με το κεφαλαιοκρατικό κατεστημένο, και ακατάπαυστα υποκείμενοι στις συνέπειες αυτής της σύγκρουσης – ο Μαρξ πολύ περισσότερο.
Πρόκειται γι’ αξιέπαινο σε κάθε περίπτωση εγχείρημα, και για παγκόσμια πρώτη: ουδέποτε άλλοτε είχε ο κινηματογράφος ασχοληθεί με τους κορυφαίους στοχαστές της νεότερης εποχής, και το επιχειρεί σε μια περίοδο οργιώδους αντικομμουνιστικής προπαγάνδας: ο Στάλιν ταυτίζεται με τον Χίτλερ, ο φασισμός γίνεται “πατριωτική υπόθεση”, ενώ θεσπίζονται ανοιχτά και με συνοπτικές διαδικασίες μέτρα απαγόρευσης των κομμουνιστικών συμβόλων κι ιδεών (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Μολδαβία, Βαλτικές χώρες, συνέδριο στο Ταλίν κ.λπ.).
Η ταινία παρακολουθεί το θέμα της με επάρκεια μέσων, ικανοποιητική ιστορική ακρίβεια και μεταδοτική φλόγα. Κι αυτό που την κάνει εκτός από ιστορικά αξιόπιστη, και άκρως συγκινητική, το στοιχείο που της δίνει πνοή, είναι το γεγονός ότι ο δημιουργός της δείχνει να συμμερίζεται το όραμα του ήρωά του.
Η 10ετία 1840-1850, είναι, μαζί με τη 10ετία 1870-1880 (1871/ χρονιά της Παρισινής Κομμούνας), ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορική εξέλιξη: η βιομηχανική επανάσταση καλπάζει, γινόμενη το απόλυτο εργαλείο της κυριαρχίας της αστικής τάξης, και το διαρκώς ογκούμενο κι εξαθλιωνόμενο προλεταριάτο προετοιμάζει σταθερά την αντίδρασή του: οι επαναστάσεις του 1848 – που θα φέρουν την εργατική τάξη στο προσκήνιο, σε θέση μετωπικής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης προς την αστική τάξη – είναι προ των πυλών. Την εξαθλίωσή της αλλά και την αγωνιστική της προδιάθεση έχει μ’ ενδελέχεια και καθαρότητα περιγράψει ο Ένγκελς στο έργο του “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία”, τη μελέτη με την οποία συγκινείται «ο νεαρός Καρλ Μαρξ», που είναι κι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας: ο Πεκ φωτίζει με ζέση τη φλογερή, ιδιοφυή προσωπικότητα του Μαρξ, συμμεριζόμενος ενδεχομένως την άποψη του Ένγκελς: “Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυΐα. Εμείς οι υπόλοιποι το πολύ-πολύ να είμαστε ταλέντα”.
Όλα ετούτα – και κάποια ακόμα, καταφέρνει να χωρέσει με σχετική ευρυχωρία και περίσσιο αίσθημα ο Αϊτινός δημιουργός στην ταινία του: την άγρια εκμετάλλευση και τη δολοφονική καταστολή του προλεταριάτου (οι σκηνές του κυνηγητού στην ύπαιθρο και των εν ψυχρώ δολοφονιών), τι σημαίνει στην πράξη “βιομηχανική παραγωγή”, “ιδιοκτησία”, “ταξική πάλη” και “πάλη των ιδεών”, ποιές είναι σε αδρές γραμμές οι συνθήκες δουλειάς και ζωής της εργατικής τάξης στα μισά του 19ου αιώνα (οι σκηνές στο εργοστάσιο του πατέρα Ένγκελς στο Μάντσεστερ, οι σκηνές στις παμπ με τους Ιρλανδούς εργάτες κι εργάτριες), ποιες είναι μ’ άλλα λόγια οι συνθήκες που κυοφορούν την πιο απελευθερωτική κι επιστημονικά θεμελιωμένη θεωρία που γέννησε ποτέ ανθρώπινος νους, σε ποιο δηλ. περιβάλλον γεννιέται ο κομμουνισμός.
Ο νεαρός Καρλ Μαρξ δεν χτίζει το στοχασμό του πίσω από τοίχους έγκριτων πανεπιστημίων (χωρίς να ‘χει στερηθεί αυτήν την κατάρτιση), αλλά στο καμίνι της καθημερινής βιοπάλης, όντας σε διαρκή σύγκρουση με το αστικό κατεστημένο, αλλά και τους ποικίλων αποχρώσεων ουτοπιστές και μικροαστούς προφήτες, που κηρύττουν την «αδερφοσύνη όλων των πολιτών». Το βροντερό μήνυμα εν προκειμένω, είναι πως ο κομμουνισμός είναι η απάντηση στην εκμετάλλευση, είναι ο αγώνας για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων.
Η ταινία δεν είναι χωρίς αδυναμίες. Η αφηγηματική ροή πάσχει στο πρώτο μέρος, η πάλη των ιδεών δεν εκλαϊκεύεται όσο χρειάζεται, η διαμάχη με τον Προυντόν υποβαθμίζεται, ο Ένγκελς εμφανίζεται υπέρ του δέοντος χαριτωμένος. Έχουμε όμως να κάνουμε με πειστικό, χειροπιαστό περιβάλλον και ζωντανές, φλεγόμενες ανθρώπινες υπάρξεις, που χαίρονται, πάσχουν, στοχάζονται, επικοινωνούν και πάνω απ’ όλα μάχονται, σκληρά και σε καθημερινή βάση, για την πραγμάτωση των ιδεών τους. Η σεκάνς της συνεδρίασης της “Λίγκας των Δικαίων” στο Λονδίνο με την αποφασιστική παρέμβαση του Μαρξ και την αντικατάσταση του πανό, όπως κι η πυρετώδης συγγραφή του «κομμουνιστικού προγράμματος» με τη συνδρομή των δύο γυναικών, ξεχειλίζουν παλμό και ζωντάνια, η δε καταλυτική παρουσία της Τζένης και της Μαίρης, εναρμονίζεται πλήρως με τη μαρξιστική άποψη για τη θέση της γυναίκας.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Πεκ καταφέρνει να δείξει ότι το “φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη” δεν είναι παραμύθι αλλοτινών εποχών, αλλά ζώσα, διαρκής πραγματικότητα. Κι αλλοίμονο σ’ αυτούς που θα το αψηφήσουν …
e-prologos.gr